Οι κρίσεις στο Αιγαίο και στην κυπριακή ΑΟΖ καταμαρτυρούν τα ελλείμματα της εθνικής στρατηγικής όσον αφορά την διελκυστίνδα των τουρκικών απειλών, των αναθεωρητικών δηλώσεων και προκλήσεων. Απαιτείται στρατηγική για να αντιμετωπιστούν οι κρίσεις χαμηλής έντασης, όπως έγινε το 1996 στα Ίμια, αλλά και αργότερα στο Αιγαίο και στην Κύπρο. Η Άγκυρα επιδιώκει μέσω αυτών να δημιουργεί «μικρά» υπέρ της τετελεσμένα, αποφεύγοντας τη γενικευμένη πολεμική σύρραξη.
Γράφει ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΗΦΑΙΣΤΟΣ για το SL PRESS
Ανεξάρτητα των χειρισμών ή των ανεύθυνων λαϊκίστικων δηλώσεων στην Αθήνα, λόγω λανθασμένων χειρισμών και αποφάσεων, η Τουρκία τελικά κατορθώνει με διαρκείς κρίσεις χαμηλής έντασης να κερδίζει τακτικές νίκες, χωρίς ένοπλη αναμέτρηση. Στην στρατηγική ανάλυση αυτό θεωρείται άριστη στρατηγική δεξιοτεχνία. Κύρια αιτία των ελλειμμάτων της αποτρεπτικής στρατηγικής της Ελλάδας, εκτός από τα ευρέως διαδεδομένα κατευναστικά σύνδρομα, είναι η άγνοια της διαλεκτικής σχέσης των επεισοδίων μικρής έντασης και των επόμενων σταδίων, μέχρι και ένα πιθανό μεγάλο πόλεμο.
Σε πρώτο στάδιο πέραν της ανάγκης να εκπέμπονται έγκαιρα και αδιάλειπτα ορθολογιστικές αποτρεπτικές παραστάσεις κατά κάθε απειλής, απαιτούνται λεπτοί διπλωματικοί και στρατιωτικοί χειρισμοί, επαρκής στρατιωτική ικανότητα και επιτελικά στρατηγικά σχέδια για όλα τα επίπεδα μιας πιθανής κρίσης. Επίσης, επίδειξη ακλόνητης αποφασιστικότητας ανατροπής τυχόν τετελεσμένων και βεβαιότητα για επιτυχή έλεγχο της κλιμάκωσης εάν ο επιτιθέμενος υλοποιήσει τις απειλές του και αρνηθεί να αποσυρθεί.
Εάν μεταδοθεί αποφασιστικά και αποτελεσματικά μια τέτοια παράσταση, ο επιτιθέμενος δεν θα υλοποιήσει καμιά απειλή του. Εάν υπάρξει εμπλοκή και «μικρά» τετελεσμένα, εάν ο επιτιθέμενος δεν υποχωρήσει, ή εάν αποθρασυνθεί και εκτελέσει επιθετικές ενέργειες, όπως στην περίπτωση του εμβολισμού της ελληνικής ακταιωρού στα Ίμια το 2018, η κλιμάκωση της εμπλοκής είναι αναπόφευκτη. Αυτό βέβαια, εάν είμαστε ανυποχώρητα ακλόνητοι όσον αφορά την ανάγκη να υπερασπίσουμε την ακεραιότητα της ελληνικής επικράτειας.
Αποτρεπτική ικανότητα, αλλά και αποφασιστικότητα
Πρωτίστως, όπως ήδη υπαινιχθήκαμε, ο αμυνόμενος θα πρέπει να είναι έτοιμος να επιτύχει νίκη σε κάθε στάδιο της κλιμάκωσης. Αυτό απαιτεί ο αμυνόμενος να είναι από καιρό έτοιμος τόσο τακτικά όσο και στρατηγικά για να αναπτύξει επαρκείς δυνάμεις και μέσα που θα καταστήσουν απαγορευτικό για τον επιτιθέμενο να στερεώσει οποιοδήποτε έρεισμα ή αξίωση. Τέτοιες αξιώσεις είναι η αμφισβήτηση της κυριαρχίας στα Ίμια (και όχι μόνο) και στην κυπριακή ΑΟΖ πριν με τις σεισμικές έρευνες του «Μπαρμπαρός» και τον τελευταίο καιρό με την παράνομη γεώτρηση του «Πορθητή».
Να θυμίσουμε ότι η Ελλάδα έχει δηλώσει από την εποχή του Ανδρέα Παπανδρέου πως συνιστούν casus belli κινήσεις πέραν της γραμμής του 1974. Η θέση αυτή είχε επικυρωθεί και αναπτυχθεί με τον δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου. Όπως γίνεται φανερό οι στρατιωτικές ικανότητες, η διπλωματική προετοιμασία και τα τακτικά και στρατηγικά σενάρια στόχο έχουν, εάν ο επιτιθέμενος δεν συμμορφωθεί, ο αμυνόμενος να επιτύχει να τον εκδιώξει από την επικράτειά του, ή από το κράτος που καλύπτει αμυντικά (εδώ η Κύπρος με τον Ενιαίο Αμυντικό Χώρο).
Επιπλέον, η προετοιμασία και τα σχέδια προβλέπουν κάθε πιθανή αντίδραση του αντιπάλου και αποσκοπούν ο αμυνόμενος να επικρατεί νικηφόρα σε όλα τα στάδια της διένεξης. Για να αντιμετωπιστεί η κλιμάκωση, ή για να μην υπάρξει κλιμάκωση με υποχώρηση του αμυνόμενου αντί του επιτιθέμενου, ο αποτρέπων απαιτείται να εκπέμπει ισχυρές και αξιόπιστες παραστάσεις νικηφόρας έκβασης σε όλα τα στάδια και επίπεδα της διένεξης, συμπεριλαμβανομένου ενός γενικευμένου πολέμου. Ο μεγάλος πόλεμος δεν είναι επιθυμητός. Σκοπός της αποτρεπτικής στρατηγικής του αμυνόμενου, άλλωστε, είναι να μην υπάρξει πόλεμος. Η παράσταση νίκης και αποφασιστικότητας για αντεπίθεση και πρόκληση μεγάλων ζημιών, όμως, είναι προϋπόθεση επιτυχούς έκβασης της αναμέτρησης υπέρ του αμυνόμενου.
Ο κατευνασμός φέρνει τον πόλεμο πιο κοντά
Συνοψίζουμε, λοιπόν, αυτό το μείζον ζήτημα της αποτρεπτικής στρατηγικής ενός αμυνόμενου κράτους: Οι εμπλοκές μικρής έντασης και ο έλεγχος της κλιμάκωσης είναι προϋποθέσεις μιας αποτρεπτικής στρατηγικής. Αυτό που σε έσχατη περίπτωση αποτρέπει, όμως, είναι η παράσταση νίκης σε μεγάλο πόλεμο, εάν ο επιτιθέμενος δεν υποχωρήσει από τα τετελεσμένα και εάν αντί αυτού συνεχίζει να προσπαθεί να δημιουργήσει νέα τετελεσμένα.
Ας κάνουμε σαφές ότι τα πιο πάνω είναι εδραιωμένες τυπολογίες, εάν όχι αξιώματα της στρατηγικής ανάλυσης. Αφορούν τον πόλεμο, ο οποίος δεν εξορκίζεται, αλλά αντιμετωπίζεται με αποτρεπτική στρατηγική. Οτιδήποτε άλλο είναι ανορθολογικό και θανατηφόρο. Ιδιαίτερα εάν πολλοί πιστέψουν ότι ο κατευνασμός μπορεί να επιτύχει κατιτί. Ο κατευνασμός οδηγεί σε ήττα χωρίς πόλεμο, ή το πιθανότερο σε μεγάλη πολεμική σύρραξη. Η ιστορική εμπειρία διδάσκει ότι οι οπαδοί του κατευνασμού είναι βασικά ανεπίγνωστα και ασυνείδητα δράστες πρόκλησης πολέμου, καταστροφών και κακουχιών.
Καταμαρτυρούμενα και ολοφάνερα, παρά την δέσμευση πολύτιμων και μεγάλων πόρων για την ελλαδική άμυνα, το έλλειμμα στρατηγικής είναι μεγάλο. Η Τουρκία σταθερά κερδίζει «πόντους» χωρίς μάχη, με το να εμποδίζει την Ελλάδα και την Κύπρο να κινηθούν στην βάση της διεθνούς νομιμότητας. Να κινηθούν π.χ. σε πεδία, όπου εάν αξιοποιούνταν οι πλουτοπαραγωγικοί πόροι η κατάσταση των Ελλήνων θα ήταν πολύ-πολύ καλύτερη.