Δημοσιεύματα σχετικά την παραλαβή του ρωσικής κατασκευής αντιαεροπορικού συστήματος S-400 από την Τουρκία και οι ενδεχόμενες συνέπειες αυτής της ενέργειας κατακλύζουν τα ελληνικά (και όχι μόνο) ΜΜΕ. Η συγκεκριμένη προμήθεια έχει-δικαιολογημένα-ξεφύγει των ορίων μιας σημαντικής διακρατικής αμυντικής συναλλαγής και έχει καταστεί ενδείκτης των τουρκικών προθέσεων απεξάρτησης από δυτικές πηγές αλλά κυρίως αυτονόμησης της εξωτερικής της πολιτικής.
Γράφει ο ΙΠΠΟΚΡΑΤΗΣ ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ, Αντιστράτηγος (εα), Διευθυντής Μελετών ΕΛΙΣΜΕ για το HUFFPOST
Η υποβόσκουσα αντιπαράθεση μεταξύ Ουάσιγκτον και Άγκυρας δεν πρέπει να εξετάζεται μόνο υπό το πρίσμα της συγκεκριμένης αγοράς αλλά ως ένα σύνολο διαφορετικών προσεγγίσεων των δύο σε πλειάδα ζητημάτων. Η αντιπαράθεση αυτή δεν είναι πρωτόγνωρη στις σχέσεις των δύο κρατών και δεν προδικάζει μια μόνιμη και ριζική απομάκρυνση της Άγκυρας από το δυτικό στρατόπεδο. Αρκετά δημοσιεύματα υπενθυμίζουν προηγούμενες περιόδους έντασης των σχέσεων τους με αφορμή την περιβόητη επιστολή του Προέδρου Johnson (1964) και το αμερικανικό εμπάργκο οπλισμού (1975-1978). Σε αμφότερες τις περιπτώσεις η Άγκυρα κινήθηκε προσεκτικά προς τη Μόσχα η οποία και έσπευσε να αποδεχθεί -ομοίως προσεκτικά- αυτά τα ανοίγματα. Τουρκία και Ρωσία όμως γνώριζαν καλά τα όρια των ελιγμών που επέτρεπαν οι συνθήκες του ψυχρού πολέμου. Τελικά, οι ψυχροπολεμικές ισορροπίες, παρά τη ρευστότητα των διεθνών εξελίξεων, οδήγησαν στη θεαματική επαναπροσέγγιση ΗΠΑ και Τουρκίας σε μικρό χρονικό διάστημα. Στη δε περίπτωση της Κύπρου, πολύ σύντομα, την έντονη προειδοποίηση περί των συνεπειών ενδεχόμενης τουρκικής επέμβασης (1964), διαδέχθηκε η σιωπηρή αποδοχή (ίσως και ενθάρρυνση) της εισβολής (1974). Θα μπορούσε κάποιος ορθά να προσθέσει ότι στη σημερινή όξυνση των σχέσεων έχουν προστεθεί και άλλα επεισόδια που σχετίζονται με σειρά μη ικανοποιητικών θέσεων της Τουρκίας σε θέματα ενδιαφέροντος των ΗΠΑ (μη χρήση τουρκικού εδάφους το 2003 για εισβολή στο Ιράκ, συριακό ζήτημα, σχέσεις με Τεχεράνη, θέσεις κατά του Ισραήλ κλπ).
Η παρατήρηση αυτή όμως δεν μεταβάλλει τη στρατηγική αξία της Τουρκίας και την προσπάθεια προσεταιρισμού της από Ανατολή και Δύση. Όμως η σημερινή Τουρκία διαφέρει παρασάγγας από την Τουρκία της δεκαετίας του 1960-1970. Η πολυεπίπεδη ισχύς της επιτρέπει να διαπραγματεύεται σε ίσους όρους με τις μεγάλες δυνάμεις και να αναλαμβάνει συχνά τολμηρά εγχειρήματα στην περιοχή της.
Το αδύνατο της σημείο εξακολουθεί να είναι η οικονομία της που είναι ευπρόσβλητη σε περιορισμούς και κυρώσεις που μπορεί-συγκεκαλυμμένα ή μη-να προωθήσει η Ουάσιγκτον. Η Άγκυρα γνωρίζει ότι η εθνική αμυντική βιομηχανία της και η Μόσχα μπορούν να καλύψουν σταδιακά και μερικώς τις εξοπλιστικές ανάγκες αλλά σε οικονομικά θέματα η Ρωσία είναι ανεπαρκής ενώ σίγουρα οι όροι που θα θέσει θα είναι δυσβάστακτοι. Η δε παντοκρατορία του Erdogan στηρίζεται εν πολλοίς και σε μια αξιοθαύμαστη άλλη εύθραυστη οικονομική άνοδο της χώρας.
Το ερώτημα που ανακύπτει και φυσικά υπερπροβάλλεται από την μερίδα των συμπατριωτών μας που αναζητούν απεγνωσμένα τον «από μηχανής θεό» για τη σωτηρία μας είναι αν θα υπάρξει μια δραματική ρήξη των αμερικανοτουρκικών σχέσεων. Σε μια τέτοια υποθετική εξέλιξη, η απομόνωση της Άγκυρας θα ενίσχυε τις ελληνικές θέσεις και η ενδεχόμενη διακοπή της αμυντικής συνεργασίας (αν υποθέσουμε ότι θα λάβει χώρα) θα μείωνε τις μαχητικές ικανότητες των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων. Η μη παραλαβή των F-35 θα προσέφερε «ανάσα» (μάλλον περαιτέρω απραξίας) στην Ελλάδα για λήψη πολυδάπανων-αλλά αναπόφευκτων-αποφάσεων ενίσχυσης της άμυνας. Κινούμενοι σε αυτή την προσέγγιση, ΜΜΕ και αναλυτές (ορισμένοι), διακρίνουν μια «επική» σύγκρουση μεταξύ του Προέδρου Trump και των εκπροσώπων των νομοθετικών σωμάτων που επιζητούν μια σκληρότερη αντιμετώπιση της Τουρκίας. Εύλογα πανηγυρίζουν όταν διεθνή δημοσιεύματα κάνουν λόγο για μια απαράδεκτη στάση της Τουρκίας στο πλαίσιο της δυτικής συμμαχίας και παρουσιάζουν δυσοίωνες προβλέψεις για το μέλλον αυτής της «επιτήδειας» χώρας. Δυστυχώς δεν αντιλαμβάνονται ότι οι πολιτικές διαμάχες της Ουάσιγκτον έχουν να κάνουν αφενός με εσωτερικά παιχνίδια εξουσίας και αφετέρου -οι ακραίες θέσεις- ενισχύουν την πίεση επί της Άγκυρας ενώ ένας διαλλακτικός Πρόεδρος εξασφαλίζει την αποφυγή μιας ανεπιθύμητης ρήξης και κρατάει τις γέφυρες της λογικής και συνεργασίας ανοικτές. Λησμονούν επίσης τα δυτικά δημοσιεύματα της δεκαετίας του 1980 που ανέφεραν την Ελλάδα του Ανδρέα Παπανδρέου, ως έναν «εμπρηστή» της νοτιανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ και τα πάμπολλα σενάρια αποσταθεροποίησης της χώρας που εμφανίζονταν ακόμη και σε νατοϊκές ασκήσεις. Τελικά η Ελλάδα επέζησε και ελέω Ανδρέα και ΣΥΡΙΖΑ, έχει καταστεί στυλοβάτης της αμερικανικής και νατοϊκής παρουσίας στην περιοχή (όχι απαραιτήτως κακή επιλογή).
Δυστυχώς για εμάς η γεωπολιτική και γεωστρατηγική θέση της Τουρκίας είναι σημαντικότατη και το διακύβευμα της απώλειας της τεράστιο. Για όποιον αμφιβάλλει δεν απομένει παρά να ανατρέξει στα ελεύθερα προσβάσιμα αρχεία του State Department (Foreign Relations United States), ειδικά την περίοδο 1948-1952, που επικείμενης της ένταξης Ελλάδος-Τουρκίας στο ΝΑΤΟ-εμφανίζουν γεωπολιτικές και αμυντικές εκτιμήσεις που παραμένουν αναλλοίωτες μέχρι σήμερα. Ανάλογη αξία είχε και το Ιράν και σίγουρα η περίπτωση του στοιχειώνει τους αναλυτές της Ουάσιγκτον. Παρά ταύτα, αν δεν εθελοτυφλούν, πρέπει να αντιλαμβάνονται ότι η αυτονόμηση της Τουρκίας είναι ένα αναπόφευκτο γεγονός, συνέπεια πλήθους παραγόντων και όχι λόγω της μεγαλομανίας ενός ηγέτη (Erdogan) ή ακραίων προσεγγίσεων ενός πολιτικοθρησκευτικού χώρου (AKP). Λογικά πρέπει να εκτιμούν ότι η πλήρης απεξάρτηση της Τουρκίας θα συμβεί σταδιακά στα επόμενα 20 χρόνια. Ενδεικτικό άραγε και το βιβλίο του Freedman (The Next 100 Years) που προβλέπει θερμή σύγκρουση, περί το 2050, με τις ΗΠΑ και Τουρκία να ευρίσκονται σε αντίπαλα στρατόπεδα!
Στην πορεία της τουρκικής απεξάρτησης από Δύση και Ανατολή, η χρήση πυρηνικής ενέργειας (ενεργειακή απεξάρτηση) και η απόκτηση πυρηνικών όπλων (ή τουλάχιστον η απόκτηση τεχνολογίας και υποδομών που θα καταστήσουν την κατασκευή τους ζήτημα μηνών) είναι αναπόφευκτα βήματα. Μη ξεχνάμε την κατόπιν τουρκικής επιμονής, πρόβλεψη ικανότητας των πυρηνικών εργοστασίων (ρωσικού και ιαπωνικού consortium) σε Akkuyu και Sinop αντίστοιχα, περί απόκτησης ικανότητας για παραγωγή και επεξεργασία πυρηνικών καυσίμων. Η ανωτέρω πρόβλεψη, επιτρεπτή από τη Συνθήκη Nuclear Non-Proliferation Treaty, αποτελεί το πρώτο και αναγκαίο βήμα για κατασκευή πυρηνικών όπλων .
Αυτή την εξέλιξη σίγουρα την κατανοούν πολύ καλύτερα και εντονότερα στο Τελ-Αβίβ. Στην απόκτηση των πυρηνικών δυνατοτήτων της Τουρκίας η Μόσχα έχει αυτή τη στιγμή το «πάνω χέρι» γεγονός που σίγουρα θα οδηγήσει την Άγκυρα να συνεργαστεί και με άλλες χώρες για τα επόμενα πυρηνικά εργοστάσια. Άραγε ένα εντονότερο τουρκικό ενδιαφέρον προς γαλλικούς πυρηνικούς αντιδραστήρες (ήδη συμμετέχει στο ιαπωνικό consortium) πόσο θα επηρέαζε τη σημερινή γαλλική στάση σε θέματα Ανατολικής Μεσογείου;
Παράλληλα με τις εκτιμήσεις των διαφόρων γεωπολιτικών παραγόντων θα ήταν σφάλμα να μην λάβουμε υπόψη και την προσωπικότητα και τρόπο αντιδράσεων των ηγετών (Trump, Putin, Erdogan). Άπαντες ξεφεύγουν από τα συνηθισμένα πρότυπα των δυτικών ηγετών έχοντας μια υπερεμπιστοσύνη στο «αλάθητο» ένστικτο τους και μια ροπή προς κινήσεις εντυπωσιασμού και ανάληψη πρωτοβουλιών λελογισμένου ρίσκου. Ειδικά Trump και Erdogan αρέσκονται να δημιουργούν ένα συγκρουσιακό κλίμα διατηρώντας μυστικούς διαύλους επικοινωνίας και προβάλλοντας την ύστατη στιγμή, την ικανότητα προσωπικής επίτευξης μιας «μοναδικής» και «win-win» λύσεως (βλέπε περίπτωση Βορείου Κορέας). Ας μην εκπλαγούμε αν αύριο ανακοινωθεί μια συμφωνία διευθέτησης του συστήματος της προμήθειας του αντιαεροπορικού συστήματος S-400 και οι μέχρι χθες ανησυχούντες για τη διαρροή δυτικής τεχνολογίας στη Μόσχα πανηγυρίζουν για την πρόσβαση στα άδυτα της υψηλής ρωσικής αντιπυραυλικής τεχνολογίας των S-400 (και των πλέον επίφοβων και με ικανότερες αντιβαλλιστικές ικανότητες S-500)!
Συνοψίζοντας, ουδεμία ασφαλής πρόβλεψη μπορεί να γίνει για την εξέλιξη των αμερικανοτουρκικών σχέσεων. Μια πλήρης ρήξη, καλοδεχούμενη εκ πρώτης όψεως, κρύβει πλήθος κινδύνων αλλά δεν αποτελεί το επικρατέστερο σενάριο. Φυσικά και η προετοιμασία οποιαδήποτε χώρας δεν μπορεί να στηρίζεται στο ευμενέστερο σενάριο των εξελίξεων αλλά μάλλον στο δυσμενέστερο. Παραταύτα, η τουρκική αυτονόμηση σε βάθος χρόνου είναι αναπόφευκτη και το γνωρίζει σίγουρα Ουάσιγκτον και Μόσχα. Η προσωρινή διακοπή της τουρκικής συμμετοχής στο πρόγραμμα κατασκευής των F-35 φαίνεται ότι δρομολογείται και κάθε μήνας που περνάει καθιστά πιο πιθανή την οριστική της έξοδο καθώς νέοι υποκατασκευαστές θα εντάσσονται στο πρόγραμμα. Ο μεγαλύτερος υπαρκτός κίνδυνος φαίνεται ότι είναι η δημιουργία πειρασμού στα αμερικανικά επιτελεία να ενθαρρύνουν τη εμφάνιση μιας μείζονος κρίσεως στην περιοχή που θα τους καταστήσει επιδιαιτητές για μια συνολική ρύθμιση όλων των προβλημάτων σε Κύπρο και Αιγαίο. Μη θεωρούμε όμως ως δεδομένο ότι η Ουάσιγκτον έχει πάντα τη δυνατότητα αποτροπής μιας ανάλογης κρίσεως που μπορεί να προέλθει από στοχευμένες ενέργειες της Άγκυρας ή και τυχαίο γεγονός. Το ρίσκο όμως της παραπάνω επιλογής είναι μεγάλο καθόσον μπορεί να οδηγήσει στην ενδυνάμωση της παρουσίας της Μόσχας στη μια από τις δύο πλευρές του Αιγαίου θέτοντας σε κίνδυνο την νοτιανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ. Πιθανόν όμως οι αμερικανοί αξιολογητές να εκτιμήσουν ότι η κρίση θα είναι ελεγχόμενη και δεν θα περιλάβει στρατιωτικά μέσα αλλά απλά την ενάσκηση αφόρητης ψυχολογικής πίεσης για μοιραία πολεμική σύγκρουση στο πιο αδύναμο μέρος.
Δυστυχώς και πάλι, διαχρονικά, το πλέον αδύναμο μέρος και επιρρεπές σε αναδίπλωση εμφανίζεται η χώρα μας καθώς παρουσιάζει έλλειμμα σχετικής αμυντικής ισχύος (έναντι της Τουρκίας), μη επαρκείς εγγυήσεις πρακτικής εξωτερικής στήριξης (για αντικειμενικούς λόγους πέραν των δυνατοτήτων της) και αποτυχία δημιουργίας αποτρεπτικής φήμης και συνέπειας λόγων και πράξεων (με αποκλειστική δική της ευθύνη). Εύχομαι ολόψυχα να κάνω λάθος στις εκτιμήσεις μου, αναγνωρίζω τη δεινή θέση των υπευθύνων για την άμυνα και ευελπιστώ στη λήψη των κατάλληλων προπαρασκευαστικών μέτρων (σε κάθε επίπεδο, αμυντικό, διεθνούς συνεργασίας, οικονομικό, ψυχολογικών επιχειρήσεων) με γνώμονα την αποτελεσματικότητα, μακριά από κάθε πολιτική ή ατομική σκοπιμότητα και με εκμετάλλευση στο έπακρο των πραγματικά στενών -αλλά όχι απαγορευτικών- οικονομικών δυνατοτήτων της χώρας. Παράλληλα όμως πρέπει να προχωράμε έγκαιρα σε σταθμισμένες κινήσεις που θα περιορίζουν τις διαθέσιμες ευκαιρίες δημιουργίας τετελεσμένων στην Άγκυρα. Ταυτόχρονα όμως είναι αναγκαία η εξάντληση της φαντασίας και των ικανοτήτων μας (μέσα, σχεδίαση, εκπαίδευση, ετοιμότητα, αποφασιστικότητα) στην εξεύρεση λύσεων και κατάλληλων απαντήσεων στις προκλήσεις της Άγκυρας στο τακτικό επίπεδο, σε αέρα και θάλασσα, εκεί που κρίνεται στην καθημερινότητα η πολύπλευρη αντιπαράθεση μας.