Ατενίζοντας το μέλλον, είναι σαφές ότι οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε στη θάλασσα μεταβάλλονται σε επιχειρησιακό και επιχειρηματικό χαρακτήρα, είναι δε όλο και πιο δύσκολο να αντιμετωπιστούν μεμονωμένα αφού οι μεταβολές είναι ταχύτερες απ’ ότι στο παρελθόν. Έτσι απαιτείται από εμάς να επανεξετάσουμε τις προσεγγίσεις μας σε κάθε πτυχή των επιχειρησιακών και επιχειρηματικών μας έργων.
Γράφει ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΣΑΪΛΑΣ, Υποναύαρχος (εα), για το LIBERAL
Η διατήρηση της θαλάσσιας ανωτερότητας διαφυλάσσει την ειρήνη στην πατρίδα μας
Αυτός είναι και ο κύριος λόγος που απαιτείται να εξεταστούν οι μελλοντικές κατευθύνσεις της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδος υπό το πρίσμα που θα αντανακλά τις απαιτήσεις που θέτει η χώρα μας στο Εμπορικό Ναυτικό, το Πολεμικό Ναυτικό και το Λιμενικό Σώμα για να προωθήσουν και να υπερασπιστούν τα εθνικά συμφέροντα. Η ισχυροποίηση της θαλάσσιας ισχύος, καθώς και ο σχεδιασμός για το μελλοντικό Πολεμικό Ναυτικό εμβαθύνει τις επιχειρησιακές σχέσεις με τους άλλους κλάδους των ΕΔ και τις υπηρεσίες ασφαλείας και πληροφοριών, με συμμάχους και συνεργάτες αλλά και τη βιομηχανική μας ανάπτυξη όσον αφορά τη ναυπηγοεπισκευαστική και αμυντική μας ικανότητα, με σκοπό να υποστηρίξουμε με τον καλύτερο τρόπο τα εθνικά μας συμφέροντα.
Οι πάντες θεωρούν τον ανταγωνισμό και τη συνεργασία στην Ανατολική Μεσόγειο, ως μια πρόκληση για τα συμφέροντα του Ελληνισμού και εκεί θα κληθούμε να επιχειρήσουμε, με τον κάθε πιθανό ρόλο που θα μας ανατεθεί, στη συγκράτηση μιας κλιμακούμενης σύγκρουσης για τις μεγάλες στρατηγικές επιλογές του Ελληνισμού. Ιδιαίτερα όσον αφορά τις στρατιωτικές διαστάσεις, τις διπλωματικές και τις στρατιωτικές συνεργασίες με τις άλλες χώρες της Ανατολικής Μεσογείου, που έχουμε συνάψει αμυντικές συμφωνίες.
Σημαντική προϋπόθεση για τη λήψη αποφάσεων είναι οι διαδικασίες παγκοσμιοποίησης, που δημιούργησαν νέες επιρροές μεταξύ των κρατών, ενώ συγχρόνως η σφυρηλάτηση ή η αναγκαστική οικονομική διασύνδεση φαίνεται να είναι η κινητήρια δύναμη της διεθνούς πολιτικής στον 21ο αιώνα. Η γεωοικονομία θεωρεί ότι τα κράτη επιδιώκουν τον έλεγχο των λιμένων και των θαλασσίων διαύλων της παγκόσμιας οικονομίας ως πηγή εξουσίας και επιρροής. Σε αυτό το νέο πλαίσιο, οι κυριότεροι παράγοντες της σύγκρουσης ή της συνδιαλλαγής θα είναι οι μάχες για τη διαχείριση αυτών των θαλασσίων πόρων.
Παράγοντες και Τάσεις του μελλοντικού επιχειρησιακού περιβάλλοντος
1/ Οι παράγοντες που διαμορφώνουν το περιβάλλον ασφαλείας περιλαμβάνουν:
2/ Παγκόσμια διάδοση της εμπορικής και στρατιωτικής τεχνολογίας υψηλού επιπέδου, συμπεριλαμβανομένης της ικανότητας στον κυβερνοχώρο.
3/ Δημογραφικές και περιβαλλοντικές αλλαγές μεταβάλλοντας τον παγκόσμιο ανταγωνισμό για απόκτηση πόρων.
4/ Αύξηση στην αλληλεξάρτηση των πληροφοριών μεταξύ των διαφόρων παγκόσμιων κόμβων.
5/ Νέες κοινωνικοοικονομικές, δημογραφικές και περιβαλλοντικές πιέσεις στα γεωγραφικά σύνορα και τα παγκόσμια ναυτιλιακά κοινά συμφέροντα.
Οι τάσεις μεταξύ των παραγόντων της γεωπολιτικής σφαίρας περιλαμβάνουν:
1/ Περιφερειακούς ανταγωνιστές, όπως είναι η Τουρκία, που επιδιώκουν και πολλαπλασιάζουν τις στρατιωτικές δυνατότητες τους με σκοπό να αμφισβητούν την ελληνική στρατιωτική και εμπορική ελευθερία πρόσβασης με την προώθηση του εθνικισμού και τη γεωγραφική μόχλευση, όπως αυτοί το αντιλαμβάνονται.
2/ Καινοτόμες ενέργειες για να αυξήσουν τις δυνατότητες τους για εκστρατείες μέσω κυβερνοχώρου, πολέμου πληροφοριών και υβριδικού πολέμου.
3/ Σταθερή γεωοικονομική διασύνδεση που επιτρέπει την ταχεία ανάπτυξη των κρατικών φορέων εμπορικής και στρατιωτικής βιομηχανικής οικονομικής ικανότητας.
4/ Αναζωπύρωση της γεωπολιτικής ισχύος με το βλέμμα στις κτήσεις της Οθωμανικής αυτοκρατορικής εποχής που υποτάσσονται στη γεωγραφική μόχλευση.
Αυτοί οι παράγοντες και οι τάσεις, εκτιμάται, ότι περιγράφουν τη δυναμική που μας έφερε σε μια νέα εποχή ανταγωνισμού στο θαλάσσιο περιβάλλον. Ο ανταγωνισμός αυτός θα διαμορφωθεί από παράγοντες αλλαγής της τεχνολογίας και εύρεσης νέων πόρων, την υποδομή και τις πληροφορίες, καθώς και τα κοινά σύνορα που επηρεάζουν τους ναυτικούς διαδρόμους επικοινωνιών. Ο ανταγωνισμός αυτός θα διαμορφωθεί από φορείς με επαρκείς στρατιωτικές δυνατότητες, οικονομική ικανότητα, καθώς διαφαίνεται μια γεωγραφική μόχλευση για τη διαμόρφωση των θαλάσσιων ζωνών κυριαρχίας και εκμετάλλευσης.
Σκέψεις για το σύγχρονο πόλεμο
Η αμυντική προετοιμασία μας στη σύγχρονη εποχή απαιτεί κατανόηση αρκετών και πολύπλοκων θεμάτων. Όμως τα βασικά ερωτήματα είναι τρία:
1/ Ποια είναι η φύση του πολέμου που θα αντιμετωπίσουμε;
2/ Ποιος είναι ο χαρακτήρας του πολέμου που θα επιδιωχθεί;
3/ Ο πόλεμος στο μέλλον πόσο θα ομοιάζει με τον πόλεμο του παρελθόντος;
Αυτά είναι και τα κρίσιμα ζητήματα που όσοι ασχολούνται με τη σχεδίαση της αμυντικής μας αποτροπής πρέπει να επιχειρήσουν να απαντήσουν με ισχυρή τεκμηρίωση. Δυστυχώς, η προσέγγιση των απαντήσεων δεν φαίνεται να είναι πολύ ικανοποιητική καθώς υπεισέρχεται έντονα η προσωπική εκτίμηση του καθενός.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, στρατιωτικοί αναλυτές και ακαδημαϊκοί με κύριο υποστηρικτή τον Francis Fukuyama με το έργο του “Το τέλος της Ιστορίας”, ισχυρίστηκαν ότι οι εποχές που η ανθρωπότητα οδηγείτο σε πολέμους τελείωσαν ανεπιστρεπτί. Αυτοί οι «αισιόδοξοι διεθνιστές» ισχυρίστηκαν ότι η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και η επακόλουθη παγκοσμιοποίηση, δημιουργεί μια αυξανόμενη αλληλεξάρτηση των διαπεριφερειακών παικτών και εθνών, με αποτέλεσμα τα κρατικά συστήματα να συγκλίνουν στην αναγνώριση της καταστροφικότητας από ένα σύγχρονο πόλεμο αποκλείοντας την ιδέα της κλιμάκωσης των διακρατικών συγκρούσεων. Ισχυρίζονταν ότι ενώ η μικρής κλίμακας διαμάχη (σημειακή κρίση) παρέμενε ως μια πιθανότητα, όμως αυτό θα μπορούσε να περιοριστεί μέσω προληπτικής διπλωματίας και συνεταιριστικών δομών με βάση τις φιλελεύθερες αρχές. Αυτή η άποψη, στην πατρίδα μας κυριάρχησε σε μεγάλο μέρος την εποχή που η Ελλάδα εισήλθε στο κοινό νόμισμα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως ως πλήρες μέλος.
Άλλοι ισχυρίζονται ότι το μέλλον δεν θα είναι διαφορετικό από το παρελθόν, και ότι τα αίτια του πολέμου παραμένουν τα ίδια από την εποχή του Θουκυδίδη «φόβος, κόστος και ανταγωνισμός» και ως εκ τούτου «οι άνεμοι του πολέμου θα επιστρέψουν». Για παράδειγμα, ένας από τους σύγχρονους ακαδημαϊκούς της στρατηγικής ο Colin Gray στο σύγραμμά του “Σύγχρονη Στρατηγική” υποστηρίζει, ότι το μελλοντικό περιβάλλον ασφαλείας θα περιλαμβάνει την επανεμφάνιση ανταγωνισμού απόκτησης ισχύος, της απειλής των περιφερειακών πυρηνικών πολέμων και των παραδοσιακών περιφερειακών συγκρούσεως. Κάτι που στην εποχή μας πλέον το βιώνουμε στην καθημερινότητα μας.
Σήμερα που αντιλαμβανόμαστε ότι η σύγκρουση είναι δυνατή, μας έχει γίνει πεποίθηση ότι θα είναι εντελώς διαφορετική από τον πόλεμο όπως τον γνωρίσαμε στο παρελθόν. Αυτή η άποψη διαμορφώνεται καθώς υπάρχει αλματώδης εξέλιξη στη τεχνολογία, και η αξιοποίησή της φέρνει «επανάσταση στις στρατιωτικές υποθέσεις». Όσοι διατυπώνουν αυτό το επιχείρημα υποστηρίζουν ουσιαστικά ότι η κλασική τριάδα του Κλαούζεβιτς που συγκροτούν τα κυρίαρχα στοιχεία του πολέμου, δηλαδή: η πρωτογενής βιαιότητα, το μίσος και η εχθρότητα (Λαός), το παιχνίδι της πιθανότητας και της ευκαιρίας (ΕΔ) και η υπαγωγή του πολέμου στην πολιτική έχει αντικατασταθεί από ένα νέο τεχνολογικό δόγμα. Δηλαδή τις τεχνολογίες πληροφοριών, επιτήρησης και αναγνώρισης (ISR), τα σύγχρονα συστήματα ελέγχου και διοικήσεως, επικοινωνιών και των ηλεκτρονικών υπολογιστών (C4). Από την άλλη, ο εκφραστής της θαλάσσιας ισχύος, αμερικανός ναύαρχος Μαχάν, που αναγνώρισε από πολύ νωρίς τη στρατηγική σημασία των βασικών θαλασσίων διαδρόμων ως την άμεση διευκόλυνση της συγκέντρωσης ναυτικής δύναμης, είναι επίκαιρος και σήμερα. Έτσι η άποψη της συγκέντρωσης ναυτικών δυνάμεων μέσω του ελέγχου των στρατηγικών θαλάσσιων κομβικών σημείων που είναι μια επιχειρησιακή πραγματικότητα για τα ναυτικά και μια πιθανή ευκαιρία και πηγή ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων δεν πρέπει να μας αφήνουν αδιάφορους.
Όπως φαίνεται, οποιοσδήποτε μελλοντικός αντίπαλος του Ελληνισμού, θα προσπαθήσει τουλάχιστον να χρησιμοποιήσει όλες τις διαστάσεις του πολέμου για την αντιμετώπιση των κρίσιμων στρατιωτικών ικανοτήτων της Ελλάδος από ασύμμετρες επιθέσεις, ανορθόδοξο πόλεμο, κυβερνοπόλεμο και υβριδικό πόλεμο όπως και συμβατικό πόλεμο, με προβολή ισχύος, έντονη χρήση C4ISR (συμπεριλαμβανομένων των διαστημικών δυνατοτήτων) και επιθέσεις με οπλικά συστήματα ακριβείας.
Στον τομέα του κυβερνοπολέμου και υβριδικού πολέμου, οι αντίπαλοι θα προσπαθήσουν να επιβάλλουν αθεράπευτο κόστος στην Ελλάδα με τη χρήση δοκιμασμένων με το χρόνο τεχνικών έναντι αντιπάλων που επιλέγουν τον κατευνασμό έναντι της ισχυρής και αξιόπιστης αποτροπής, απειλώντας με έναν παρατεταμένο πόλεμο κατατριβής για να υπονομεύσουν την υποστήριξη στο εγχώριο κοινό, την αύξηση του επιπέδου βίας την επέκταση και κλιμάκωση της σύγκρουσης με στόχο την κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα των Ελλήνων. Με την προβολή ισχύος, οι αντίπαλοι μας Τούρκοι θα προσπαθούν να αυξήσουν το κόστος αυξάνοντας τον κίνδυνο στις αεροναυτικές επιχειρήσεις, δημιουργώντας περιοχές «αμφισβητούμενης ζώνης», επιδιώκοντας να υφαρπάξουν περιουσιακά στοιχεία μεγάλης αξίας.
Επομένως η ταχεία μετακίνηση στρατευμάτων, τα έξυπνα όπλα και η «κυριαρχία πληροφοριών», οδηγούν τους ειδικούς στην άμυνα να υποστηρίξουν ότι οι αναδυόμενες τεχνολογικές εξελίξεις έχουν τη δυνατότητα να μεταμορφώσουν την ίδια τη φύση του πολέμου. Ιδιαίτερα με την εξέλιξη στον κυβερνοχώρο θα εξαλείψουμε την «τριβή» και την «ομίχλη του πολέμου», παρέχοντας στο μαχητή σχεδόν τέλεια «επίγνωση της κατάστασης», υποσχόμενοι έτσι «την ικανότητα δράσης των ημετέρων δυνάμεων χωρίς τους κινδύνους που αντιμετωπίζαμε στο παρελθόν «. Είναι πλέον κυρίαρχη η προσπάθεια, να αποκτήσουμε την ικανότητα να βλέπουμε και να καταλαβαίνουμε τα πάντα στο πεδίο της μάχης, εφόσον γνωρίζουμε το πεδίο της μάχης, κερδίζουμε τον πόλεμο.
Για τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε είτε στο Αιγαίο ή στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, πρέπει να ενισχύσουμε με νέες σύγχρονες μονάδες και να βελτιστοποιήσουμε την επιχειρησιακή ικανότητα των υπαρχόντων μονάδων του Πολεμικού Ναυτικού για να μεγιστοποιήσουμε την αποτελεσματικότητα του Στόλου. Απαιτείται αναζωογόνηση μιας στρατηγικής κουλτούρας και των διαδικασιών αξιολόγησης. Πρέπει να εξετάσουμε τη μελλοντική τεχνολογία, προσανατολισμένοι στην καινοτομία και την απαραίτητη δομή των δυνάμεων. Επίσης, οι πάντες να εξετάσουν την ικανότητα προσαρμογής/καινοτομίας των υπηρεσιών πληροφοριών, που θα προσφέρουν ιστορικές προοπτικές για την καινοτομία, και τη διάρθρωση των δυνάμεων.