Με έναυσμα την τρομοκρατική επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στη Νέα Υόρκη, ο Πρόεδρος Μπους έθεσε ως πρωταρχική προτεραιότητα την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και την ενίσχυση της εθνικής άμυνας, παραμερίζοντας τα προεκλογικά σχέδιά του για την Ρωσία και την Κίνα.
Εκμεταλλευόμενη η Κίνα την απασχόληση της Δύσης με θέματα τρομοκρατίας, μετατράπηκε σε βιομηχανική υπερδύναμη αποτελώντας σήμερα την 2η μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη. Με τον κοστοβόρο πόλεμο έναντι της τρομοκρατίας και την απειλή της ανεξέλεγκτης ανάπτυξης της Κίνας με τον σχεδιασμό για τον “νέο δρόμο του μεταξιού”, η προεκλογική εκστρατεία του Ομπάμα εστίασε στην μείωση στρατιωτικής παρουσίας στο Ιράκ και στην στροφή προς την Ασία ενώ οι τρομοκρατικές ενέργειες που ακολούθησαν και η έντονη δράση του Ισλαμικού Κράτους παρέτειναν τις αποστολές στο Ιράκ και στην Συρία.
Με την λήξη της θητείας Ομπάμα η σκυτάλη δόθηκε σε ένα αντι-συστημικό πρόσωπο, σε έναν επιχειρηματία με μηδενική ανοχή σε όποια συμμαχία ή πολιτική δεν είναι κερδοφόρα για τη χώρα του. Πλέον, η ατζέντα για θέματα εξωτερικής πολιτικής δεν εστιάζει τόσο σε θέματα τρομοκρατίας. Ενώ οι προκάτοχοί του συνέδεαν τα συμφέροντα στην ασφάλεια με την οικονομία, σύμφωνα με το αναδυόμενο «Δόγμα Τραμπ», οδεύουμε σε έναν ανταγωνισμό Μεγάλων Δυνάμεων, αμφισβητείται η αξία των παραδοσιακών συμμαχιών και το ενδιαφέρον πρέπει να στραφεί στην Κίνα.
Η επιθετικότητα κι αποφασιστικότητα του νέου Προέδρου Τραμπ αντικατοπτρίζονται στο λακωνικότατο μότο του «America First». Προτεραιότητα της αμερικάνικης εξωτερικής πολιτικής αποτελεί η ασφάλεια και η ευμάρεια των ΗΠΑ που θεμελιώνεται σε εμπορικές σχέσεις για μια ισχυρή οικονομία, αμφισβητώντας μακροχρόνιες διπλωματικές δεσμεύσεις που είχαν ως βάση τους το κοινό σύστημα αξιών. Υπό αυτό το πρίσμα, όποιος υπονομεύει την αμερικάνικη οικονομία είναι εχθρός κι αυτό επιφέρει μέτρα προκειμένου να ενισχυθεί η οικονομία μέσα από την αναγέννηση της βιομηχανίας, της επιστροφής των εταιρειών στις ΗΠΑ και την αποδυνάμωση οιωνεί εχθρών.
Από τα πρώτα μέτρα των ΗΠΑ ήταν η επιβολή δασμών στις εισαγωγές χάλυβα κι αλουμινίου από τον Καναδά, το Μεξικό και την ΕΕ τον Ιούνιο του 2018 που προκάλεσε τις αστραπιαίες αντιδράσεις τους. Παρά τα αντίποινα που ανακοίνωσαν ο Καναδάς και το Μεξικό κατέληξαν σε νέα τριμερή Συμφωνία (USMCA) που ουσιαστικά αντικατέστησε την ΝΑFTA. Αντίστοιχα, η ΕΕ έθεσε σε εφαρμογή μια σειρά διασφαλιστικών μέτρων για την επανεξισορρόπηση προβαίνοντας σε παραχωρήσεις προς τις ΗΠΑ προκειμένου να αποφευχθεί ο εμπορικός πόλεμος. Η απειλή των δασμών εξώθησε τους εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ σε αποκλιμάκωση της σύγκρουσης για το εμπόριο και σε αναδιαπραγματεύσεις που προκάλεσαν την ικανοποίηση των ΗΠΑ. Εντούτοις, η αμερικάνικη πρόθεση εκφράζεται στη δήλωση του Κέβιν Μπρεϊντι αναφορικά με το εμπόριο αλουμινίου και χάλυβα:«… το πρόβλημα δεν είναι το Μεξικό, ο Καναδάς και η ΕΕ. Η Κίνα είναι».
Αναπόφευκτα, ακολούθησε η επιβολή τιμωρητικών δασμών στην Κίνα με έναυσμα την προμήθεια στρατιωτικού εξοπλισμού από την Ρωσία και στο πλαίσιο της αύξησης των πιέσεων στον εμπορικό πόλεμο μεταξύ τους. Προκειμένου να ευνοηθεί η εθνική οικονομία των ΗΠΑ, επιβλήθηκαν δασμοί στα εισαγόμενα προϊόντα από την Κίνα. Με την επιβολή δασμών στο αλουμίνιο και στον χάλυβα που αποτελούν τις πρώτες ύλες για την κατασκευή αεροπλάνων, όπλων και αυτοκινήτων πλήττονται σημαντικά η αεροναυπηγική, η εσωτερική πολεμική βιομηχανία και η αυτοκινητοβιομηχανία. H αεροναυπηγική βιομηχανία που αποτελεί πυλώνα της πολεμικής βιομηχανίας των ΗΠΑ έχει εκφράσει την αντίθεση της στην επιβολή δασμών στο αλουμίνιο και τον χάλυβα.
Η προεκλογική δέσμευση του Τραμπ για αναβίωση της αμερικάνικης αυτοκινητοβιομηχανίας κλονίστηκε ακόμη περισσότερο από την πρόσφατη ανακοίνωση της General Motors για την διακοπή παραγωγής σε 7 εργοστάσια. Με αυτή την ανακοίνωση ο Τραμπ άφησε ανοικτό το ενδεχόμενο για επιπλέον δασμούς στις εισαγωγές αυτοκινήτων ενώ σύμφωνα με εκτιμήσεις της Morgan Stanley η αναμενόμενη αύξηση στις τιμές θα κλιμακώσει την κόντρα μεταξύ ΗΠΑ-Κίνας.
Κι ενώ κάποιες αμερικάνικες βιομηχανίες μετακυλύουν στους καταναλωτές το αυξημένο κόστος κι άλλες μεταφέρουν τη παραγωγής τους εκτός ΗΠΑ, η Κίνα κατηγορείται για παραβιάσεις όπως:
-εμπλοκή σε αμερικάνικες εκλογές
-εξαναγκασμό αμερικανικών εταιρειών παροχή τεχνολογίας ως αντάλλαγμα για την παρουσία τους στην Κίνα
-επιχορηγήσεις σε δημόσιες επιχειρήσεις
-επιθέσεις στον κυβερνοχώρο αμερικανικών εταιρειών και δημόσιων φορέων
-καταπάτηση δικαιωμάτων των Κινέζων
-προκλήσεις έναντι του Αμερικανικού Ναυτικού στην Νότια Σινική Θάλασσα
-προειδοποιήσεις προς ΗΠΑ για εμπλοκή σε πόλεμο για την ανάκτηση της Ταϊβάν
Το ήδη τεταμένο κλίμα των δύο πόλων ισχύος πυροδοτήθηκε από τη απόφαση του Τραμπ να αποχωρήσει από την Συνθήκη ΙNF προφασιζόμενος παραβιάσεις της Συνθήκης εκ μέρους της Ρωσίας που είναι μέλος της, όμως υπήρξε υπαινιγμός για τον ρόλο της Κίνας, που δεν είναι μέλος της. Απαλλαγμένη η Κίνα από τους περιορισμούς της Συνθήκης διαφοροποιείται στον πυρηνικό της προγραμματισμό προκαλώντας στρατιωτική ανισορροπία σε εξοπλισμό πυρηνικής τεχνολογίας και δυσκολεύοντας για τις ΗΠΑ την τήρηση δεσμεύσεων τους για την ασφάλεια και τον καθησυχασμό των εταίρων τους στην Ασία έναντι στην δυναμική της Κίνας.
Συνοψίζοντας τις παραπάνω εξελίξεις στην τρέχουσα επικαιρότητα γίνεται αντιληπτό ότι οι οικονομικές κόντρες έχουν σημαντικές επιπτώσεις στη κούρσα εξοπλιστικών και η νέα πραγματικότητα πιέζεται από στρατιωτικές μεταβλητές. Ενώ αναμένεται να αποτιμηθεί το αποτέλεσμα της θερμής κλιμάκωσης μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων για την παγκόσμια ηγεμονία ήδη σημειώθηκε η αποδυνάμωση του Φόρουμ του ΟΣΑΕ στο πλαίσιο κοινής χάραξης πολιτικής που επιβεβαιώθηκε με το πρωτοφανές γεγονός να μην καταλήξουν σε κοινό ανακοινωθέν οι ΗΠΑ και η Κίνα στην Παπούα Νέα Γουινέα που μετριάστηκε σε πρώτο χρόνο από την “εκεχειρία” των 90 ημερών στη Σύνοδο των G20 στο Μπουένος Άιρες. Παρά την απόφαση για αναστολή επιβολής επιπρόσθετων δασμών οι εξελίξεις είναι ραγδαίες και σημειώνονται κινήσεις επίδειξης στρατιωτικής ισχύος όμως δε πρέπει να αγνοηθεί η καίρια σημασία της ασφάλειας και της σταθερότητας.