Τον Αύγουστο του 1954 ο Αϊζενχάουερ διόρισε τον Πρύτανη του MIT (Massachusetts Institute of Technology), Τζέιμς Κίλιαν, επικεφαλής μιας ομάδας επιστημόνων και μηχανικών με αποστολή τη διεξαγωγή μελέτης για τη βελτίωση των επιθετικών δυνατοτήτων των Αμερικανικών Ενόπλων Δυνάμεων, των μεθόδων συλλογής πληροφοριών και της ολοκληρωμένης άμυνας της αμερικανικής επικράτειας.
Στις 17 Μαρτίου του 1955 η ομάδα εργασίας παρουσίασε, στο Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας, αναφορά 190 σελίδων («Meeting the Threat of Surprise Attack»), σύμφωνα με την οποία ο σημαντικότερος κίνδυνος για την ασφάλεια των ΗΠΑ ήταν το θερμοπυρηνικό οπλοστάσιο της Σοβιετικής Ένωσης. Συνεπώς, οι ΗΠΑ έπρεπε να έχουν στη διάθεση τους μια ισχυρή αντιαεροπορική ομπρέλα.
Με βάση αυτό το σκεπτικό, η ομάδα εργασίας πρότεινε την ενσωμάτωση πυρηνικών κεφαλών στα αντιαεροπορικά βλήματα, αλλά και την προληπτική τους χρήση, ιδιαίτερα στην περίπτωση εντοπισμού πιθανής μαζικής απειλής από μεγάλες αποστάσεις, πριν δηλαδή εισέλθουν στον αμερικανικό ή τον Νατοϊκό (ευρωπαϊκό) εναέριο χώρο.
Τον Ιανουάριο του 1956 η Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας ζήτησε να γίνουν δοκιμές υπό πραγματικές συνθήκες, τόσο της βόμβας W-25 Genie (ισχύος 1,7 κιλοτόνων) όσο και του συστήματος αντιαεροπορικής άμυνας Nike-Hercules. Τελικά, η W-25 Genie δεν δοκιμάστηκε ποτέ ως φορτίο των βλημάτων MIM-14 του Nike-Hercules, κατόπιν επιθυμίας της Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας.
Η δοκιμή έγινε τελικά στις 19 Ιουλίου του 1957, στη Νεβάδα, όταν η W-25 Genie πυροδοτήθηκε σε υψόμετρο 18.000 ποδών (5.486 μέτρων) πάνω από πέντε αξιωματικούς (και ενός φωτογράφου) της Αμερικανικής Πολεμικής Αεροπορίας. Η δοκιμή ήταν επιτυχής και αποδείχθηκε ότι μια πυρηνική έκρηξη, ισχύος 1,7 κιλοτόνων, σε τέτοιο υψόμετρο δεν επηρεάζει τον πληθυσμό στο έδαφος.
Την 1η Ιανουαρίου του 1957 η αμερικανική Πολεμική Αεροπορία έθεσε σε υπηρεσία την W-25 Genie και προγραμματίστηκε νέα δοκιμή, στον Κόλπο του Μεξικού, τη φορά αυτή στο βλήμα MIM-14 του Nike-Hercules. Τελικά, η δοκιμή ακυρώθηκε με απόφαση του Προέδρου Αϊζενχάουερ, κατόπιν διαφωνίας της Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας με το σενάριο της δοκιμής.
Σύμφωνα με το σενάριο της δοκιμής, θα πυροδοτούνταν δύο W-25 Genie σε απόσταση 45-50 χιλιομέτρων μακριά από την πλησιέστερη κατοικημένη περιοχή, ενώ το Αμερικανικό Υπουργείο Υγείας θα πραγματοποιούσε έρευνες για τυχόν διαρροή πυρηνικής ακτινοβολίας ή πυρηνικού υλικού στη διατροφική και φυσική αλυσίδα της περιοχής.
Μέχρι τότε η χρήση πυρηνικών όπλων απαιτούσε ρητή προεδρική έγκριση. Ωστόσο, η ομάδα εργασίας υπό τον Κίλιαν, πρότεινε, τον Φεβρουάριο του 1955, να αλλάξει αυτό, υποστηρίζοντας ότι ο χρόνος μεταξύ του εντοπισμού της απειλής και της προσβολής των στόχων θα πρέπει να είναι μικρός και η αναμονή της προεδρικής έγκρισης μπορεί να αποβεί μοιραία.
Συνεπώς, από τη στιγμή που δεν υπάρχουν συνέπειες για τον πληθυσμό, οι διοικητές των πυρηνικών αντιαεροπορικών συστημάτων θα έπρεπε να έχουν δικαιοδοσία χρήσης χωρίς να απαιτείται προεδρική έγκριση. Η πρόταση έγινε αποδεκτή και στις 18 Απριλίου του 1956 ο Αϊζενχάουερ υπέγραψε τη σχετική εξουσιοδότηση. Η απόφαση αυτή υποτίθεται ότι θα έμενε απόρρητη, αλλά διέρρευσε κατά λάθος σε μια συνέντευξη Τύπου.
Συγκεκριμένα, στη διάρκεια προγραμματισμένης συνέντευξης του Στρατηγού Ερλ Πάρτριτζ, διοικητή της Ηπειρωτικής Διοίκησης Αντιαεροπορικής Άμυνας (CONAD = Continental Air Defence Command) το Σεπτέμβριο του 1957 καταγράφτηκε ο ακόλουθος αποκαλυπτικός διάλογος:
Δημοσιογράφος: Χρειάζεστε προεδρική άδεια για να χρησιμοποιήσετε τα πυρηνικά αντιαεροπορικά συστήματα;
Στρατηγός Πάρτριζτ: Ναι. Αλλά ο Πρόεδρος έχει δώσει την έγκρισή του να χρησιμοποιήσουμε τα διαθέσιμα μέσα όταν ένα εχθρικό αεροσκάφος βρίσκεται εντός της αμερικανικής επικράτειας.
Δημοσιογράφος: Δηλαδή δεν χρειάζεται να επικοινωνήσετε πρώτα με την Ουάσιγκτον;
Στρατηγός Πάρτριτζ: Όχι. Αλλά πιθανότατα θα είμαστε σε επικοινωνία με την Ουάσιγκτον όταν εκτοξευτούν τα βλήματα αυτά.
Εκτός από τα MIM-14, πυρηνικές βόμβες τοποθετήθηκαν και στα βλήματα αέρος-αέρος ΑΙΜ-4 Falcon (κεφαλή τύπου GAR-11 των 0,25 κιλοτόνων). Οι επίμονες προσπάθειες της κυβέρνησης Αϊζενχάουερ να ενισχύσει την αντιαεροπορική άμυνα της αμερικανικής επικράτειας δεν εξάλειψαν εντελώς την πιθανότητα αιφνιδιαστικής σοβιετικής αεροπορικής επίθεσης στις ΗΠΑ.
H Κρίση των Πυραύλων της Κούβας το 1962 δημιούργησε μια νέα κατάσταση: Μέχρι τότε η μόνη δίοδος εισόδου στην ηπειρωτική αμερικανική επικράτεια ήταν ο Βόρειος Ειρηνικός, στο σημείο όπου η Σοβιετική Ένωση βρισκόταν εγγύτερα στην Αλάσκα και στις δυτικές πολιτείες. Το 1962 οι ΗΠΑ βρέθηκαν να απειλούνται από νοτιοανατολικά, δηλαδή από την πλευρά της Κούβας.
Ανατολικά, μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και των ΗΠΑ μεσολαβούσε η Δυτική Ευρώπη και ο Ατλαντικός Ωκεανός. Βόρεια εκτεινόταν η τεράστια επικράτεια του Καναδά, ενώ νότια βρισκόταν το φιλικά διακείμενο προς τις ΗΠΑ Μεξικό. Η στάθμευση των σοβιετικών στρατηγικών βομβαρδιστικών IL-28 στην Κούβα, άλλαξε άρδην την κατάσταση ασφαλείας των ΗΠΑ καθώς μέχρι το 1962 οι ΗΠΑ δεν είχαν αναπτύξει κανένα αντιαεροπορικό σύστημα κατά μήκος των νοτιοανατολικών ακτών τους. Μετά το 1962, εσπευσμένα, μεταστάθμευσαν στη Φλόριντα συστοιχίες Nike-Hercules, χωρίς όμως βλήματα με πυρηνικές κεφαλές.