Κάθε ψυχή κουβαλά μέσα της μία φλόγα. Σε κάποιες ψυχές, η φλόγα αυτή είναι ένα κερί μέσα στο φύσημα των δυνατών ανέμων, ένα κερί καταδικασμένο να σβήσει. Σε άλλες περιπτώσεις, σε άλλες ψυχές, το κερί λιώνει μέσα από τη φλόγα και χάνεται, μαζί με την ψυχή. Η ψυχή της Ελλάδος είναι σαν ένα καντήλι με λάδι ατέρμονο. Μία δάδα με φυτίλι αέναο και αειφλεγές, από τη μοίρα δοσμένο να καίει για πάντα. Είτε σε λαγκάδια, είτε σε βουνά, είτε σε ουρανούς και σε θάλασσες, στα τέσσερα μάκρη του ορίζοντα, αυτή η φωτιά, αυτό το δίκιο, μένει άσβεστο. Κάτω από το βροντολόγημα των κανονιών, μέσα από το κροτάλισμα των πολυβόλων εκείνου του χαράματος πάνω στα Ηπειρώτικα βουνά.

του Αναστασίου-Σπυρίδωνος Μαλεσιάδα

Ξημερώνοντας 28η του Οκτωβρίου του 1940 αυτό το δίκιο, αυτήν τη φωτιά ήρθαν να τη σβήσουν οι ατσάλινες, χαλύβδινες και δερμάτινες φάλαγγες ενός τρόμου. Του τρόμου της σκλαβιάς και της υποδούλωσης. Η Ιταλία του Μπενίτο Μουσολίνι, αποφάσισε πως η επόμενη κτήση της θα είναι η Ελλάδα μας. Η Πατρίδα μας ένα προτεκτοράτο, μία ακόμα επαρχία στην φαντασιακή αυτοκρατορία ενός υπερφίαλου αρχηγίσκου.

Και έτσι, εκείνο το πρωινό, πριν καν ο ήλιος βγει και φωτίσει την χώρα μας, η άλλη η φλόγα, η πρωταναμμένη σαν από χιλιάδες χρόνους, με σπίθες και με γλώσσες πύρινες, γνώριμη σε εμάς μέσα από τα βιβλία της ιστορίας, τα παραμύθια και τους μύθους, έγραψε ξανά πάνω στις ξερολιθιές με πελώρια γράμματα, δίπλα στον Μαραθώνα, στις Πλαταιές, τις Θερμοπύλες, τη Σαλαμίνα, πλάι στο Χάνι της Γραβιάς, την Αλαμάνα, το Μεσολόγγι, νέες σελίδες δόξας. Εκεί που πριν λίγα χρόνια είχαν χαραχτεί με τη λόγχη πάνω στο γλυπτό της ψυχής ενός Έθνους, το Σαραντάπορο, το Μπιζάνι, το Κιλκίς, ο Λαχανάς, εκεί έμελλε να γραφούν νέα ονόματα, νέες τοποθεσίες, νέοι, άφταστοι ηρωισμοί:

«Καλπάκι, Καλαμάς, Κόνιτσα, Δελβινάκι, Αργυρόκαστρο, Κορυτσά, Τρεμπεσίνα, Κλεισούρα, 731, Χιμάρα, Τεπελένι.»

Οι Ιταλοί νομίζουν πως οι Έλληνες δε θα προβάλλουν καμία αντίσταση μπροστά στην εισβολή γιατί θα ενδιαφερθούν περισσότερο με τις μικρές ατομικές τους υποθέσεις. Τα μικροπολιτικά, τους διχασμούς και την καθημερινότητα. Μα δεν ξέρουν πως μπροστά στην Πατρίδα, ο Έλληνας, ξεχνά ακόμα και το χωράφι του, το σπίτι του και πολεμά αρειμανίως απέναντι σε κάθε εισβολέα, σε κάθε λογική των αριθμών και των στατιστικών προσπερνώντας την ακολουθία των μαθηματικών διασκελισμών και δρασκελώντας σε επίπεδα ένθεα και υψηλά, διαστάσεις που χωρίς να κουβαλάς μέσα σου τη μέθεξη της διαλεκτικής μέσα από το χώμα, τις αξίες, τις θυσίες των προγόνων. Απέναντι στα εκατοντάδες πυροβόλα των εχθρών, στα αεροπλάνα του, ακόμα και απέναντι στις ζεστές κάλτσες των εχθρών και τ’ άρβυλά τους.

Κι ας λέει ο Ελύτης στην «Πορεία προς το Μέτωπο» ότι «εμείς δεν είχαμε» κι ας μιλάει για τα υλικά «γιοφύρια» που έλειπαν. Τα πνευματικά και ψυχικά «γιοφύρια» ήταν αρραγή και θεμελιωμένα στιβαρά μέσα στην ίδια μας την ύπαρξη. Ο Έλληνας «που δεν είχε», έλαμψε με στεντόρεια λάμψη, άστραψε πάνω στα Ηπειρώτικα βουνά με τις ιαχές του και έδειξε πως η ιστορία γράφεται με τα γενναία «Όχι!» και όχι με τα «Ναι» του φόβου και της ανασφάλειας και πως η Πατρίδα μας , δημιουργήθηκε και επέζησε μέσα από τις ηρωικές αρνήσεις και όχι από τους οσφυοκαμπτισμούς.

Κάθε Έλληνας, είτε άνδρας, είτε γυναίκα, είτε μικρό παιδί ακόμα, «στρατεύθηκε» στον Υπέρ Πατρίδος αγώνα. Ο άνδρας μαχόταν στο μέτωπο, η μητέρα του και η γυναίκα του μετέφεραν πυρομαχικά και εφόδια εκεί που τα υποζύγια δεν έφταναν και έτσι μετά από 18 ώρες αδιάκοπης πορείας μέσα από τα κακοτράχαλα ρουμάνια και τα διάσελα των Ηπειρώτικων βουνών, κάθονταν να ζυμώσουν ψωμί, πίτες και να φτιάξουν άλλα ζεστά για τους άνδρες των Ελληνικών δυνάμεων. Τα παιδιά φώναζαν κι έτρεχαν στις πόλεις και στα χωριά και τόνιζαν το εθνικό αίσθημα.

Δεν πολέμησε, μόνο, ο Στρατός μας πάνω στην Αλβανία.
Πολέμησε μία Ιδέα. Ένα Ιερό. Πολέμησε όλη η Πατρίδα μας.

Στρατιώτης ήταν και η άγνωστη κοπέλα που έδωσε την προίκα της για να αγοράσει είδη ραπτικής για κάλτσες και γάντια και τα προσέφερε απλόχερα στους χειμαζόμενους άνδρες το μετώπου.

Στρατιώτης ήταν και η ηλικιωμένη που έδωσε τις οικονομίες μίας ζωής στον έρανο «Υπέρ Αεροπορίας».

Στρατιώτες ήταν όλοι εκείνοι οι γονείς που άνδρωσαν τα παιδιά τους με τα ιδανικά της ελευθερίας και της υπεράσπισης των ιδανικών της, με ανιδιοτέλεια και με πατριωτισμό, άφοβα και χωρίς ενδοιασμό για τη μικρή ζωή μπροστά στη μεγάλη Πατρίδα.

Και έτσι νικήσαμε.

Με την αστραφτερή στον ήλιο λόγχη και με την ιαχή «Αέρα» οι Ιταλοί οπισθοχώρησαν. Πισωπάτησαν κι έφυγαν. Η Βόρεια Ήπειρος επέστρεψε στην αγκαλιά της Ελλάδος και οι Ιταλοί έτρεξαν να σώσουν τις ζωές τους, χωρίς κανένα γόητρο πια και αξιοπρέπεια.

Και στην φτωχή Ελλάδα κατέφτασαν χιλιάδες οι αιχμάλωτοι.
Ήταν οι ίδιοι που ήρθαν εδώ να μας υποδουλώσουν. Ήταν οι ίδιοι που τορπίλισαν την «Έλλη» και με πολλές άλλες τους πράξεις και ιδέες τορπίλισαν την ειρήνη. Που βομβάρδισαν αμάχους με την έναρξη του πολέμου.

Μα εδώ τα βομβαρδιστικά ο κόσμος τα δεχόταν με τραγούδι. Χλεύαζαν τους Ιταλούς πιλότους και τόνωναν το ηθικό του Αντιαεροπορικού Πυροβολικού. Και να οι χαρές, να τα πανηγύρια, μέσα στους βομβαρδισμούς. Με φωτιά, και τραγούδι. Τι Αθήνα, τι Κορυτσά, τι Πόγραδετς, τι Βόλος, τι Πάτρα, τι Θεσσαλονίκη, τι Πειραιάς, τι πρώτη γραμμή του Μετώπου.

Το «ΌΧΙ» δεν είναι μία λέξη.
Είναι τρόπος ζωής και φιλοσοφία που ανάγεται από πολύ μακριά.
Επικρατέειν ή Απολλύσθαι.
Ή θα νικήσεις ή θα πεθάνεις.

Και η Ελλάς πολέμησε και νίκησε.

Μόνη της, με το αίμα των παιδιών της.
Με την ψυχή των 8.000.000 Ελλήνων που έδωσαν τα πάντα στον Υπέρ Πατρίδος Αγώνα κι άναψαν τη φωτιά. Που κατανίκησαν τον διχασμό, την διχόνοια, τις καθημερινές μικροπρέπειες. Και η φωτιά υψώθηκε πασίλαμπρη, περίλαμπρη και φωτεινή μπροστά στο σκοτάδι μίας κατεχόμενης Ευρώπης.

Αυτή ήταν η φωτιά της Ελλάδος.

Μέσα από τα κανόνια, τα πολυβόλα, τα τουφέκια και τους καπνούς.
Μέσα από το θάμβος των φωτοβολίδων τη νύχτα.
Μέσα απ’ τ’ αναιμικά τσιγάρα των μαχητών στα ορύγματα.
Απ’ τις καρδιές τις σίγουρες και τις άξιες των πολιτών.
Μέσα απ’ την ιστορία και τα παραδείγματα των προγόνων.

Κανένα ψύχος, δεν έσβησε ποτέ αυτή τη φωτιά.
Κανένας αέρας δεν υπερίσχυσε του «Αέρα» μας.

Και βλέποντας τα μικρά μας σύνορα και τη μεγάλη καρδιά μας, σκέφτομαι…

Σκέφτομαι τον στίχο του ποιητή πως:
«H μεγαλοσύνη των Εθνών δεν μετριέται με το στρέμμα
με της καρδιάς το πύρωμα μετριέται και το αίμα!»

Ζήτω η Πατρίδα μας!
Ζήτω η 28η Οκτωβρίου του 1940!

Τιμή σ’ εκείνους που πολέμησαν Υπέρ Πατρίδος!
Σ’ εκείνους που γύρισαν να θαφτούν στο χώμα μας και σ’ εκείνους που έμειναν για πάντα εκεί, ώστε να μας δίνουν διαχρονικά τα διδάγματα και ν’ αποτελούν τρανά παραδείγματα για το πώς πολεμούν οι Έλληνες!