Όταν η πολιτική του κατευνασμού των Τούρκων κτυπά απροσπέλαστο τείχος και εξαντλούνται όλα τα επιχειρήματα, οι θιασώτες της πολιτικής αυτής επανέρχονται από εκεί που αρχίζουν: το πρόβλημα στην Κύπρο, λένε, είναι πρόβλημα «έλλειψης εμπιστοσύνης» και όταν αυτή «αποκατασταθεί» τότε θα ανοίξει ο δρόμος για την πολυπόθητη λύση.
Του Μάριου Ευρυβιάδη
Πλησιάζει σε ένα περίπου μήνα η 15η επέτειος του ανοίγματος του οδοφράγματος στο Λήδρα Πάλας. Ήταν η 23η Απριλίου 2003. Το 2013, στη δέκατη επέτειο του ανοίγματος, η εφημερίδα «Γενί Ντουζέν» κυκλοφόρησε με τίτλο «10 χρόνια, 22 εκ. διελεύσεις». Και επεξήγησε ότι σε αυτό το διάστημα κατεγράφησαν 8 εκ. διελεύσεις Ελληνοκυπρίων και 14(!) εκ. διελεύσεις Τουρκοκυπρίων. Πέρασαν, υπογράμμισε ο αρθρογράφος και σχολιογράφος της εφημερίδας Tζενκ Μουτλούγιακαλι, 10 χρόνια πέρα-δώθε χωρίς να σημειωθούν προβοκάτσιες και χωρίς ν’ ανοίξει η μύτη κανενός. Και καταλήγει διερωτώμενος γιατί υπάρχουν στρατοί στην Κύπρο, ποιον προφυλάσσουν από ποιους, και ποιες σκοπιμότητες εξυπηρετούν.
Από το 2013 πέρασαν άλλα πέντε χρόνια. Οι διελεύσεις έχουν σίγουρα ξεπεράσει τα 30 εκ. Ο αριθμός αυτός μπορεί να είναι και συντηρητικός-ίσως να πλησιάζει τα 40 εκ.-και με τους Τ/κ να υπερτερούν κατά πολύ. Και δεν καταγράφεται ούτε και τώρα κανένα σοβαρό επεισόδιο παρά μόνο κάποιοι μεμονωμένοι «χουλιγκανισμοί» που είναι σίγουρα πολύ πιο ήπιοι από τους γνωστούς χουλιγκανισμούς στο χώρο του ποδοσφαίρου.
Τί να συμβαίνει άραγε; Μήπως αυτοί που πάνε και έρχονται το πράττουν με τη ψυχή στο στόμα; Κοιτάζουν πίσω από την πλάτη τους κάθε τόσο; Λένε στους φίλους και συγγενείς πως αν αργήσουν να επιστρέψουν στα σπίτια τους να κάνουν τα πάνω κάτω, μήπως και απειλείται η ζωή τους ή να τους έχουν πιάσει όμηρους; Και δεν αναφέρομαι καν στο αυξανόμενο λαθρεμπόριο που λαμβάνει χώρα καθημερινά ένθεν και ένθεν.
Αυτό που δεν θέλουν να παραδεχτούν όλοι αυτοί που έχουν κάνει, κυριολεκτικά, επάγγελμά τους-δηλαδή που αποκομίζουν οικονομικά και άλλα οφέλη-την καλλιέργεια μύθων και που «πιπιλούν» ασταμάτητα την καραμέλα περί «έλλειψης εμπιστοσύνης», είναι πως οι πολιτικοί τους μύθοι κατέρρευσαν κυριολεκτικά μέσα σε μια μέρα- τη μέρα που άνοιξαν τα οδοφράγματα το 2003. Εκείνη την μέρα, και με τα εκατομμύρια των διελεύσεων που ακολούθησαν από τότε, κονιορτοποιήθηκαν οι επιτήδειες κατασκευές, η λεγόμενη «επαναπροσέγγιση» και ο συναφής μύθος της «έλλειψης εμπιστοσύνης».
Το πρόβλημα στη Κύπρο δεν είναι ψυχολογικό, δεν είναι διαπροσωπικό, δεν αφορά στην έλλειψη εμπιστοσύνης, δεν είναι μεταφυσικό. Στη Κύπρο δεν χρειάζονται «focus groups», δεν χρειάζονται «two step» διαδικασίες, δεν χρειάζονται οι εξ’ Εσπερίας καθηγητές των «social communications» (όρος πού την δεκαετία του 1950 αντικατέστησε, για ευνόητους λόγους, τον όρο «psychological warfare»). Δεν χρειάζεται η UNOPS, τα χρηματοδοτούμενα προπαγανδιστικά προγράμματά της και τα λοιπά ξενόφερτα παρακλάδια της. Δεν χρειάζονται οι ΜΚΟ- μαϊμού. Και αν χρειάζεται και το λεγόμενο «Σπίτι της Συνεργασίας», για το οποίο κλαίνε και οδύρονται οι «επαναπροσεγγιστές» λόγω έλλειψης πόρων για τη συνέχιση της λειτουργίας του.
Το «Σπίτι της Συνεργασίας» θα πρέπει: α) να αλλάξει το ρατσιστικό (racialist) του καταστατικό ώστε να συμπεριλαμβάνει και τις πέντε κοινότητες της Κύπρου στις δραστηριότητες του και όχι μόνο τις δυο-«the two communities»-και πιο σημαντικό β) πρέπει να γίνει δια νόμου μη κερδοσκοπικό ίδρυμα ώστε να αντλεί πόρους από εθελοντικές εισφορές και όχι όπως συμβαίνει τώρα από ξένες κυβερνήσεις και τους φορολογούμενους. Δεν γίνεται, δηλαδή, να είναι κάποιος επαγγελματίας εθελοντής/ειρηνιστής. Έχεις τη δουλειά σου και αφιερώνεις τον ελεύθερο σου χρόνο στον εθελοντισμό για την εμπέδωση της ειρήνης. Δεν βιοπορίζεσαι προπαγανδίζοντάς την.
Αν όλα αυτά χρειάζονται, όπως επιμένουν να μας λένε, δεν είναι για να παράξουν «λύση» αλλά για να διαιωνίζουν την κατάσταση με τη μορφή μιας ατέρμονης διαδικασίας. Διότι πώς να γίνει, οι ιθαγενείς-πέραν από τα αναγκαία «καθρεφτάκια»-χρειάζονται ακόμη λίγο «εκδημοκρατισμό», χρειάζεται να αποβάλουν τον αταβισμό και τις προκαταλήψεις τους ώστε να είναι έτοιμοι, κάποτε, για τη διακυβέρνηση του τόπους τους και για όλες τις μελλοντικές προκλήσεις.
Ταυτόχρονα, η λειτουργία τους δικαιολογεί την ύπαρξη μιας παρασιτικής τάξης, ξένης και ντόπιας, που αυτοπροβάλλεται, αυτοπαραμυθιάζεται και η οποία συνεχώς παραγοντίζει-πάντοτε με το αζημίωτο-για την «αποκατάσταση της εμπιστοσύνης» και άλλα φαιδρά που στοχεύουν τους λοιπούς εμάς πολιτικά και ψυχολογικά «υποανάπτυκτους», ώστε να μπορέσουμε να μάθουμε να εμπιστευόμαστε τον «άλλον» και να σταθούμε κάποια μέρα, στα δικά μας ψυχολογικά και πολιτικά πόδια.
Βέβαια το φαινόμενο της παρασιτικής αυτής τάξης των πολιτικών «φωταδιστών» δεν είναι κυπριακό φαινόμενο. Είναι διεθνές, αφορά σε πολλά διεθνή ζητήματα και διέπεται από το ίδιο σκεπτικό που είναι ο οικονομικός παρασιτισμός και ο πολιτικός παραγοντισμός. Στην περίπτωση όμως της Κύπρου η παρασιτική αυτή τάξη προχωρά και πάρα πέρα. Υιοθετεί ή καλύτερα «ελληνοποιεί» την προπαγάνδα των Τούρκων κατακτητών και των σφετεριστών των ελληνικών περιουσιών, όπως αυτή εκφράζεται πλέον και από τη «νέα γενιά» των κλεπταποδόχων και ενεργούμενων της Άγκυρας, Οζντίλ Ναμί και Κουτρέτ Οζερσάϊ. Οι τελευταίοι, μαζί με τον πολιτικά ξεθωριασμένο πλέον Μουσταφά Ακιντζί (δεν τον «αναγνωρίζει» ακόμη ούτε και ο Άντρος Κυπριανού του ΑΚΕΛ, δηλώνει), μας λέμε πως πρέπει να «αλλάξουμε νοοτροπία» αλλιώς το «ψυχολογικό χάσμα» δεν πρόκειται ποτέ να γεφυρωθεί. Ακριβώς αυτό ακούμε καθημερινά και από τους δικούς μας «επαγγελματίες ειρηνιστές».
Στην Κύπρο η πιπίλα της «επαναπροσέγγισης», και της «αποκατάστασης της εμπιστοσύνης» ανάμεσα στις «δυο κοινότητες» («the two communities»), έχουν γίνει υποκατάστατο της πολιτικής πραγματικότητας. Και η πραγματικότητα είναι η βούληση της μιας πλευράς να επιβάλει, μέσω καταναγκασμού, την απειλή χρήσης βία και την πολιτική των κανονιοφόρων, τη δική της ηγεμονική «ειρήνη» που θα της επιτρέπει να συνεχίζει να νέμεται ανενόχλητα και εσαεί τα πλούτη της Κύπρου. Διότι στην πιο απλή του εκδοχή το πρόβλημα στην Κύπρο δεν είναι, όπως νομίζαμε, η νομή της εξουσίας. Είναι η συνεχής λαφυραγωγία και η νομή των κλεψιμιών.
Πηγή: Hellas Journal