Διαχρονικά, στα τελευταία 60 χρόνια, η κρίση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις εστιάζεται στο Αιγαίο Πέλαγος. Κυρίαρχη αιτία αυτής της κρίσης είναι η αναθεωρητική και επεκτατική πολιτική της Τουρκίας που ενθαρρύνθηκε από τον διεθνή ανταγωνισμό των υπερδυνάμεων, των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και της Σοβιετικής Ένωσης, από το 1956 έως το 1989 και στη συνέχεια έως σήμερα μεταξύ των Η.Π.Α. και της Ρωσίας.

Γράφει ο ΗΛΙΑΣ ΘΕΡΜΟΣ, Ομότιμος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας-Έδρα Jean Monnet στην Ευρωπαϊκή Πολιτική Ολοκλήρωση και Εξωτερική Πολιτική, για το HUFFPOST

Εδώ, στο αρχιπέλαγος του Αιγαίου και στην Ανατολική Μεσόγειο συναντάμε την αντιπαράθεση των πρωταγωνιστών του Ψυχρού Πολέμου προκειμένου να κατακτήσουν στρατηγικά πλεονεκτήματα σε κρίσιμους γεωστρατηγικούς χώρους που εξασφάλιζαν τον έλεγχο της Βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής.

Έτσι, από την αρχή του 1949, ο αμυντικός βραχίονας του ΝΑΤΟ εδραιώνεται στην περιοχή, αφού η Ελλάδα και η Τουρκία γίνονται μέλη του. Στη συνέχεια η Τουρκία αποτέλεσε τον συνδετικό κρίκο μεταξύ του ΝΑΤΟ και του Συμφώνου της Βαγδάτης (Τουρκία, Ιράν, Ιράκ) στην πολιτική των Η.Π.Α. για την ανάσχεση της Σοβιετικής Ένωσης.

Η άνοδος του αραβικού εθνικισμού αρχίζει με την κρίση του Σουέζ το 1956, όταν οι αγγλικές και γαλλικές δυνάμεις επενέβησαν στρατιωτικά εναντίον της Αιγύπτου, προκειμένου να προστατέψουν τα συμφέροντα τους στο Σουέζ. Αυτή ήταν η χρονιά που έληγε η εκατονταετής αγγλο-γαλλική συμφωνία με την Αίγυπτο (1856-1956).

Η απάντηση της Αιγύπτου και του χαρισματικού της ηγέτη Νάσσερ, ήταν η εθνικοποίηση της διώρυγας του Σουέζ με τη συμπαράσταση της Σοβιετικής Ένωσης που άρχισε να εξοπλίζει την Αίγυπτο στην αρχή και τη Συρία αργότερα. Έτσι, το σοβιετικό ναυτικό και η αεροπορία άρχισαν να περνούν από τα Στενά των Δαρδανελίων που από τον 19ο αιώνα αποτελούσαν την απόλυτη στρατηγική επιδίωξη των δυτικών αγγλο-γαλλικών δυνάμεων για τον έλεγχο της καθόδου της Ρωσίας στη Μεσόγειο Θάλασσα. Η ταύτιση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας τότε με τα αγγλο-γαλλικά συμφέροντα, ήταν η βασική αιτία των ρώσο-τουρκικών πολέμων.

Ειδικότερα, η βρετανική πολιτική σε αυτή την περίοδο, αποσκοπούσε στο να περιορίζει τη Ρωσία στα Στενά, ώστε να εξασφαλίζει τον έλεγχο της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής. Με την παρακμή της βρετανικής ισχύος μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο, τον αντιρωσικό ρόλο ανέλαβαν οι Η.Π.Α. και η επέκταση του ΝΑΤΟ εδώ ήταν κορωνίδα της αντι-σοβιετικής πολιτικής, που μαζί με την ένταξη της Δυτικής Γερμανίας στο ΝΑΤΟ, εξασφάλιζαν την πολιτική της ανάσχεσης εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης.

Όμως, μετά την εγκατάσταση της Σοβιετικής Ένωσης στην Αίγυπτο και τη Συρία, άρχισε η παρακμή της στρατηγικής αξίας των Στενών των Δαρδανελίων και η Τουρκία άρχισε να συνειδητοποιεί τη στρατηγική απώλεια που της εξασφάλιζε ο έλεγχος των Στενών στην περιοχή της Μεσογείου και στον διεθνή ανταγωνισμό. Έτσι, έγινε φανερό, τόσο στην Τουρκία όσο και στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, ότι ο χώρος του Αιγαίου Πελάγους αποκτούσε μεγάλη στρατηγική αξία, καθώς ο έλεγχος αυτού του θαλάσσιου χώρου για τη Δύση μπορούσε να αντικαταστήσει την απώλεια των πλεονεκτήματος των Στενών.

Στις τουρκικές προσπάθειες για την ενίσχυση της επιρροής της σε βάρος της Ελλάδας και στις κρίσεις που απειλούσαν τον Νοτιοανατολικό βραχίονα του ΝΑΤΟ, οι Η.Π.Α. επέλεγαν πάντα την δήθεν ουδετερότητα, που στην ουσία ήταν μια πολιτική που υπογράμμιζε την ανεκτικότητά της στις τουρκικές προκλήσεις. Έγινε έτσι φανερό ότι οι Η.Π.Α. δεν ευνοούσαν τα κυρίαρχα δικαιώματα της Ελλάδας σχετικά με τον έλεγχο της Ελλάδας στον σημαντικό γεωστρατηγικό χώρο του Αιγαίου Πελάγους, που με την εφαρμογή των προβλέψεων του διεθνούς δικαίου, η Ελλάδα μπορούσε να επεκτείνει στα 12 ναυτικά μίλια τα χωρικά της ύδατα και συνεπώς να ελέγχει σχεδόν ολόκληρο τον θαλάσσιο χώρο του Αιγαίου.

Το Αιγαίο Πέλαγος λοιπόν έγινε ένας πολύ σπουδαίος στρατηγικός χώρος για να ελέγχεται κατ’ εξοχήν από την Ελλάδα, και για αυτό η αμερικανική πολιτική προτιμούσε τη Νατοϊκή διαχείριση ολόκληρο το χρονικό διάστημα που το ΝΑΤΟ αποτελούσε το εργαλείο της εξωτερικής πολιτικής της υπερδύναμης. Όμως, στα τελευταία χρόνια που το ΝΑΤΟ βρίσκεται σε μετάβαση και ανασχεδιάζεται η αμυντική πολιτική των Η.Π.Α., άρχισε να επαναξιολογείται η στάση της Τουρκίας, καθώς η αμυντική συμφωνία Ελλάδας-Η.Π.Α. εξασφαλίζει τη διερεύνηση των βάσεων των Η.Π.Α. στην Ελλάδα και καθιστά την Ελλάδα στρατηγικό εταίρο της νέας αμερικανικής πολιτικής στην Ανατολική Μεσόγειο, αφού η Τουρκία, με τη συνεργασία της με τη Ρωσία σε εξοπλισμούς και ενέργεια, δημιουργεί αβεβαιότητα στις τουρκο-αμερικανικές σχέσεις.

Η επιλογή του νέο-οθωμανισμού ως βασική συνιστώσα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, οδηγεί την Τουρκία σε δραστήρια εμπλοκή της σε νέα μέτωπα όπως στη Βόρεια Συρία και τη Λιβύη. Έτσι η σημερινή Τουρκία αποτελεί μια επεμβατική δύναμη σε τρία πεδία, στο Αιγαίο, τη Συρία και τη Λιβύη, ενώ απειλεί τον αγωγό East med, ελληνο-ισραηλινών, κυπριακών και ευρωπαϊκών συμφερόντων.

Καθώς λοιπόν ο νέο-οθωμανισμός έρχεται σε αντιπαράθεση με τον αραβικό εθνικισμό και απειλεί την ασφάλεια της Συρίας, της Αιγύπτου και της Λιβύης, οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, όπως εξάλλου και η Ρωσία, δεν μπορούν πλέον να αγνοήσουν αυτή την πρόκληση, και ο πρόεδρος Ερντογάν δεν μπορεί να ισορροπήσει πλέον μεταξύ ρωσικών και αμερικανικών συμφερόντων στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, που από το 1956 κατέστη ο κρίσιμος χώρος που αντικατέστησε το πεδίο της αντιπαράθεσής τους, τη Γερμανία, όπως συνέβαινε την εποχή του Ψυχρού Πολέμου.

Οι ημέρες που έρχονται είναι κρίσιμες για την επεκτατική πολιτική της Τουρκίας και το μέλλον του Ερντογάν, αφού βιάζεται να εξασφαλίσει πλεονεκτήματα στο Αιγαίο Πέλαγος και την Ανατολική Μεσόγειο, καθώς βλέπει να ολοκληρώνεται ο εδαφικός έλεγχος της Συρίας από τις δυνάμεις του Άσαντ και την ενισχυμένη εγκατάσταση της Ρωσίας στη Συρία, ενώ το Ισραήλ επέλεξε μια στενή συνεργασία με την Ελλάδα σε έναν στρατηγικό άξονα που έχει την υποστήριξη των Η.Π.Α. και της Ευρώπης.

Για τα σχέδια της Τουρκίας υπό τον Ερντογάν σήμερα, είναι ή τώρα ή ποτέ. Όπως έκανε το Τρίτο Ράιχ το 1940 που έβλεπε ότι η στρατηγική για την κατάκτηση της Ανατολής δεν ευνοούσε καμία καθυστέρηση, αφού η Σοβιετική Ένωση αναπτυσσόταν με γρήγορους ρυθμούς εκβιομηχάνισης και στις επόμενες δεκαετίες θα απειλούσε τη βιομηχανική ισχύ της Γερμανίας και συνεπώς θα καθιστούσε τη θεωρία κατάκτησης του ζωτικού χώρου ανέφικτη.

Η Τουρκία λοιπόν σήμερα βλέπει καθαρά ότι η άνοδος του αραβικού εθνικισμού που υποδαυλίζεται από τον νέο-οθωμανισμό, η στρατηγική επιλογή του Ισραήλ να κινηθεί δυτικά με βάση τον άξονα Κύπρου και Ελλάδας, καθώς και η κάθοδος της Γαλλίας στην Ανατολική Μεσόγειο που μετά το Brexit αναλαμβάνει πλέον αναβαθμισμένο ρόλο στην ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης, δεν ευνοούν τις τουρκικές φιλοδοξίες, καθώς η στρατηγική αξία της Τουρκίας υποβαθμίζεται και η χώρα μετατρέπεται σε έναν αναξιόπιστο εταίρο τόσο των Η.Π.Α., τόσο και της Ευρώπης.

Έτσι, η μόνη απέλπιδα προσπάθεια της σημερινής Τουρκίας πριν επανέλθει στον προβληματικό της πρόγονο, τον Μεγάλο Ασθενή της Ευρώπης, όπως χαρακτηριζόταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, είναι η επιλογή της πολιτικής των κανονιοφόρων και του εκβιασμού των γειτόνων της με σκοπό την επανάκτηση της στρατηγικής της απώλειας στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.

Η διακηρυγμένη τουρκική πολιτική της Γαλάζιας Πατρίδας θυμίζει την πολιτική του ζωτικού χώρου του Τρίτου Ράιχ όπως είχε διακηρύξει ο Αδόλφος Χίτλερ στο έργο του Ο Αγών μου όπου προέβλεπε τη μελλοντική Γερμανία να εξαπλώνεται στην Ανατολική Ευρώπη και τη Ρωσία.

Τότε στον μεσοπόλεμο, κανείς στη Δύση δεν πήρε στα σοβαρά αυτή τη διακήρυξη για τον ζωτικό χώρο που ήθελε να κατακτήσει το Τρίτο Ράιχ. Αντίθετα, η Σοβιετική ηγεσία είχε εκλάβει ως θανάσιμο κίνδυνο αυτή την απειλή και προετοιμαζόταν εναντίον της. Ο Χίτλερ προέβλεπε οικονομική κυριαρχία μέσα από πόλεμο: «Δεν μπορεί να υπάρξει οικονομική ζωή, εκτός αν πίσω από την οικονομική ζωή υπάρχει μια αποφασιστική πολιτική βούληση του έθνους που είναι απόλυτα έτοιμο να χτυπήσει-και να χτυπήσει γερά».1

 Η Σοβιετική Ένωση κατά τον Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο ανέπτυξε τέτοια αμυντική ικανότητα, ώστε ο υπουργός εξοπλισμού του Χίτλερ, ο Άλμπερτ Σπίαρ να παρατηρεί στο βιβλίο του Inside the Third Reich, ότι η ρωσική παραγωγή εξοπλισμού, αεροπλάνων, τανκς και βαρέων όπλων-κατά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο υπερτερούσε της γερμανικής κατά τρία προς ένα.2

Σήμερα η Ευρώπη μπορεί να ανέχεται την απειλή της Γαλάζιας Πατρίδας της Τουρκίας επειδή αυτή η στρατηγική ουτοπία της Τουρκίας στερείται νομικής βάσης όπως προβλέπει το διεθνές δίκαιο για την ΑΟΖ των ελληνικών νησιών. Όμως τα θιγόμενα κράτη, Ελλάδα και Κύπρος, αλλά και η Αίγυπτος και το Ισραήλ, που σέβονται το διεθνές δίκαιο, βλέπουν αυτές τις άμεσες ή μελλοντικές ιμπεριαλιστικές τάσεις της Τουρκίας από το Αιγαίο έως την Ανατολική Μεσόγειο και τη Λιβύη.

Η Ρωσία σήμερα εφαρμόζει μια πολιτική διαχείρισης του λεγόμενου Ανατολικού Ζητήματος της οθωμανικής Τουρκίας, ανάλογα με αυτή της Μεγάλης Βρετανίας για την Οθωμανική Αυτοκρατορία κατά τον 19ο αιώνα.

Όμως, αργά ή γρήγορα, η Ρωσία θα βρεθεί αντιμέτωπη με την ακόρεστη φιλοδοξία της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής στη Συρία και τη Μαύρη Θάλασσα, αφού ο Ερντογάν επιμένει ότι δεν θα αναγνωρίσει ποτέ ούτε τα δικαιώματα των Κούρδων στη Βόρεια Συρία, ούτε την επανένταξη της Κριμαίας στη Ρωσική Ομοσπονδία και ενδεχομένως ούτε τα δικαιώματα της ΑΟΖ της Ρωσίας στη Μαύρη Θάλασσα που αφορούν την Κριμαία.

Η Ελλάδα λοιπόν θα πρέπει να πάρει στα σοβαρά την τουρκική απειλή στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, και ως ναυτική δύναμη να ακολουθήσει το παράδειγμα των Αθηναίων τον 5ο αιώνα π.Χ., ώστε η αμυντική της ικανότητα να της εξασφαλίσει τα συμφέροντά της στις θαλάσσιες ζώνες όπως την εποχή του Κίμωνα. Αλλιώς ο Ερντογάν, ως νέος Πέρσης ηγεμόνας, θα αναπολεί τη Γαλάζια Πατρίδα και θα προκαλεί την Ελλάδα.

Η Ευρώπη θα πρέπει επιτέλους να μάθει ότι τα οικονομικά συμφέροντα δεν μπορούν να ταυτίζονται σήμερα με τα στρατηγικά και επεκτατικά συμφέροντα της Τουρκίας, γιατί έτσι θα θυσιάσει τα ιδανικά της δημοκρατίας, της ειρήνης και της αλληλεγγύης, τα οποία διακήρυξε στην ίδρυσή της.

Εάν ο φιλόδοξος ηγέτης της σημερινής Τουρκίας επιθυμεί να βρει συμμάχους για έναν νέο κριμαϊκό πόλεμο εναντίον της Ρωσίας, ή να ρυθμίσει το θρησκευτικό μέλλον της Ιερουσαλήμ όπως και την επαναφορά της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής στην οθωμανική επιρροή, θα έχει τόση επιτυχία όσο οι όποιες ψευδαισθήσεις της Γερμανίας να δημιουργήσει ένα νέο Ράιχ στην Ευρώπη. Το Αιγαίο Πέλαγος και τα ελληνικά νησιά δεν βρίσκονται σε λάθος γεωγραφική θέση όπως διατείνεται η Τουρκία. Μόνο οι φιλοδοξίες της Τουρκίας σήμερα βρίσκονται στο λάθος μέρος της ιστορίας της Ελλάδας αλλά και της Ευρώπης.

Επί του παρόντος, η Ελλάδα καλείται σήμερα να θέσει τέλος στις όποιες αυταπάτες αυτών που αμφισβητούν τα κυριαρχικά της δικαιώματα. Η πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική είναι πλέον μονόδρομος για τη χώρα και δεν μπορεί να ανήκει μονοδιάστατα σε καμία γεωπολιτική συμμαχία γιατί βρίσκεται στο επίκεντρο μιας νέας διεθνούς κρίσης ασφάλειας. Σήμερα η Ελλάδα βρίσκεται και πάλι, όπως κατά την Επανάσταση του 1821 και στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο, σε έναν κρίσιμο διεθνή ανταγωνισμό και η ιστορία της συναντιέται με την παγκόσμια ιστορία και την αναδιάρθρωση του διεθνούς συστήματος. Αυτές είναι οι σημερινές και αυριανές προκλήσεις της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.

1/ A. Hitler, Mein Kampf, Houghton Mifflin Company, Boston, 1943, σελ. 174.

2/ Albert Speer, Inside the Third Reich, Simon & Schuster, New York, 1997, σελ. 103.

ΠΗΓΗ: HUFFPOST