Η Ελλάδα, το πρώτο ανεξάρτητο μετα-οθωμανικό κράτος, έγινε πρότυπο για τις υπόλοιπες εθνοκατασκευές. Το ελλαδικό έδαφος και το ελληνικό έθνος διαμορφώθηκαν κατά τον 19ο και στις αρχές του 20ού αιώνα, σύμφωνα με το ευρωπαϊκό «βεστφαλιανό» πρότυπο. Η Συνθήκη της Λωζάννης, η συμβολική απόληξη της τεκτονικής αυτής διαδικασίας, κατέχει κομβικό ρόλο, ως αφετηρία, και για την τουρκική εθνογένεση.
Γράφει ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΡΕΒΕΛΑΚΗΣ, καθηγητής Γεωπολιτικής στη Σορβόννη (Paris I), για την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Κανένα κράτος από όσα προέκυψαν από την Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν υπέστη ταχύτερο και περισσότερο ριζοσπαστικό εκδυτικισμό από την Τουρκία: αλλαγή του αλφαβήτου και της γλώσσας, τροποποίηση της ενδυμασίας, παρέμβαση στις σχέσεις των φύλων, κατάργηση του χαλιφάτου, «δημιουργική» ιστοριογραφία και, κυρίως, διαχωρισμός θρησκείας και πολιτικής. Ο Κεμάλ προσάρμοσε τη γαλλική laïcité στις τουρκικές συνθήκες, στην τουρκική laiklik. Επέβαλε τη μετάβαση από τα οθωμανικά μιλέτια και τη μουσουλμανική οικουμενική κοινότητα, την ούμα, σε μια τουρκική νεωτερική εθνική οντότητα, οροθετημένη από το έδαφος της Ανατολίας.
Ταυτοχρόνως, η Τουρκία επέλεξε την ουδετερότητα, τον αυταρχισμό και την οικονομική αυτάρκεια. Η επιλογή αυτή δεν ήταν μόνον το τίμημα για τις δύσκολες εσωτερικές ανακατατάξεις, αλλά και η ευθυγράμμιση με τα κυρίαρχα ιδεολογικά ρεύματα του Μεσοπολέμου. Η Δύση, φιλελεύθερη ή αυταρχική, θεώρησε τότε ότι «Η Άγκυρα είναι στην Ευρώπη», όπως τιτλοφόρησε σχετικό άρθρο ένας επιφανής Γάλλος ακροδεξιός δημοσιογράφος, το οποίο δημοσιεύθηκε το 1943. Μεγάλη απόσταση χωρίζει το δημοσίευμα αυτό από τις θέσεις της σημερινής γαλλικής Ακροδεξιάς.
Κατά τις δεκαετίες που ακολούθησαν, η Τουρκία δεν έμεινε αναλλοίωτη. Μετά τον πόλεμο εντάχθηκε στο NATO, εισήγαγε δημοκρατικούς θεσμούς και, κατόπιν, ανοίχτηκε στην παγκόσμια οικονομία. Έμενε όμως σταθερή η laiklik, η θεμελιακή αρχή του κεμαλισμού. Με την αρχή του 21ου αιώνα, η προϊούσα γήρανση του κεμαλισμού εισήγαγε την Τουρκία σε μια περίοδο με γεωπολιτικές και γεωπολιτισμικές ανακατατάξεις. Έτσι, ο Ισλαμισμός εκλήθη να αντικαταστήσει τον κεμαλισμό, ως στοιχείο συνοχής ενός πληθυσμού ο οποίος, παρά τους διωγμούς και τις εθνοκαθάρσεις, παραμένει ετερογενής. Η ιδεολογική αυτή ανατροπή έθεσε σε αμφισβήτηση όλες τις παραμέτρους της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής. Αναβίωσαν παλαιές αντιφάσεις, επί παραδείγματι μεταξύ σουνιτών και αλεβιτών· οξύνθηκαν οι μεταγενέστερες, όπως το κουρδικό ζήτημα· διευρύνθηκε η διαφορά ανάμεσα στα εξευρωπαϊσμένα παράλια και τις μεγάλες πόλεις ως προς το παραδοσιακό εσωτερικό της χώρας.
Αποδομήθηκε το δίκτυο συμμαχιών της Τουρκίας, με βασική απώλεια τη σχέση με το Ισραήλ. Η απομάκρυνση από τη Δύση έχει αναγκάσει την Τουρκία να προβεί σε επικίνδυνες ευκαιριακές συγκλίσεις με τους ιστορικούς της εχθρούς, το Ιράν και τη Ρωσία. Ως αποτέλεσμα των εσωτερικών και εξωτερικών αυτών αντιφάσεων, η γείτων βρίσκεται σε περιδίνηση. Επανέρχεται το φάσμα της Συνθήκης των Σεβρών, δηλαδή η βαλκανοποίηση της Μικράς Ασίας. Το πραξικόπημα του 2016 ανέδειξε και τον κίνδυνο ενός εμφυλίου πολέμου.
Στην εθνικιστική του κατασκευή, ο Μουσταφά Κεμάλ δεν επεδίωξε επαρκή σύνθεση ανάμεσα στα νεωτερικά και τα παραδοσιακά στοιχεία. Δεν μπορούσε να μιμηθεί πλήρως τους Ρωμιούς· δεν υπήρχε περιθώριο να ισχυριστεί ότι η κυρίαρχη θρησκεία του πληθυσμού, δηλαδή το Ισλάμ, λειτουργούσε ως πόλος αντίστασης απέναντι στη δαιμονοποιούμενη Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η Τουρκία δεν μπόρεσε, επομένως, να αξιοποιήσει τον νομιμοποιητικό ρόλο της θρησκευτικής παράδοσης, ώστε να ισχυροποιήσει τη νεωτερική της πορεία. Το έλλειμμα αυτό κατέστησε εύθραυστο το οικοδόμημα του Μουσταφά Κεμάλ και το εξέθεσε στην εκδικητική επάνοδο του περιθωριοποιημένου θρησκευτικού παράγοντα.
Το διαζύγιο ανάμεσα στην εθνοκρατική υπόσταση και τη θρησκευτική παράδοση ενδεχομένως εξηγεί τη σημερινή δομική κρίση της Τουρκίας. Αντιθέτως η Ελλάδα, με την εκκλησιαστική αυτοκεφαλία και χάρη στο αφήγημα για τον επαναστατικό αντί-οθωμανικό ρόλο του ορθοδόξου κλήρου, κατόρθωσε να συνθέσει το παλαιό με το νέο.
Η σημερινή ένταση γύρω από την ουκρανική αυτοκεφαλία, η οποία κλονίζει τις σχέσεις Κωνσταντινουπόλεως και Μόσχας, αποδεικνύει ακόμη μία φορά τον δομικό ρόλο της θρησκευτικής παράδοσης στην εθνογενετική διαδικασία: δεν νοείται ουκρανικό κράτος-έθνος χωρίς ουκρανική εκκλησία.
Για τη διαχείριση των σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας στην Ελλάδα χρειάζεται κατ’αρχήν να κατανοηθούν οι βαθύτερες γεωπολιτικές και γεωπολιτισμικές διεργασίες. Οι λαοί δεν αντιδρούν πολιτικά με τα κριτήρια κάποιων εξευρωπαϊσμένων ελίτ. Όταν αγνοούνται τα βαθύτερα ρεύματα, οδηγούμαστε σε δυσάρεστες αφυπνίσεις – Brexit, Trump, Ακροδεξιά… Στον επικίνδυνο κόσμο μας, αδέξιοι και επιπόλαιοι χειρισμοί κινητοποιούν ανεξέλεγκτες διαδικασίες και αδόκητες εξελίξεις.
Το κληροδοτημένο πλεονέκτημα, η σύνθεση της θρησκευτικής παράδοσης με την ευρωπαϊκή νεωτερικότητα, με όλους τους συνεπαγομένους συμβιβασμούς, μας επιτρέπει να ελπίζουμε ότι θα αποφύγουμε περιπέτειες, όπως αυτές που βιώνει ή πρόκειται να γνωρίσει η Τουρκία. Εκτός αν, όπως στο εγγύς παρελθόν με το γλωσσικό ζήτημα, επικρατήσουν οι εντόπιοι ζηλωτές του κεμαλισμού.