Μέχρι τον 11ο μ.Χ αιώνα, μια από τις βασικές επιδιώξεις της εξωτερικής πολιτικής των Βυζαντινών ήταν η ενίσχυση της παρουσίας τους στην Δύση. Το 902, η Κωνσταντινούπολη είχε χάσει τον έλεγχο της Σικελίας από τους Άραβες, ενώ διατηρούσε υπό την κατοχή της μόνο κάποια εδάφη της νοτίου Ιταλίας.
Γράφει ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΑΓΟΥΛΑΤΟΣ, Νομικός και Δημοσιογράφος, για το HUFFPOST
Η επέκταση της κυριαρχίας του Βυζαντίου στις περιοχές αυτές ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάδειξή του σε ευρωπαϊκή υπερδύναμη. Προκειμένου να πραγματοποιήσει αυτόν τον στόχο, ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Δ΄ ο Παφλαγών αποφάσισε να οργανώσει μια φιλόδοξη εκστρατεία στην Δύση. Επικεφαλής της σχεδιαζόμενης επιχείρησης ορίστηκε ο στρατηγός Γεώργιος Μανιάκης. Ο αυτοκράτορας δεν θα μπορούσε να είχε κάνει καλύτερη επιλογή. Ο Μανιάκης ήταν ένας γιγαντόσωμος και αψύς άνδρας, με εξαιρετικές στρατιωτικές ικανότητες. Ως διοικητής των βυζαντινών στρατευμάτων στο μέτωπο της Συρίας είχε αποκτήσει μεγάλη φήμη, ύστερα από τις εντυπωσιακές νίκες του κατά των Αράβων.
Το 1038 ο Μανιάκης αποβιβάστηκε στην ανατολική πλευρά της Σικελίας και κατέλαβε χωρίς ιδιαίτερες δυσκολίες την Μεσσήνη. Την ίδια χρονιά αντιμετώπισε και κατανίκησε τους Άραβες στην Ραμμέτα, προκαλώντας τους τεράστιες απώλειες. Στην συνέχεια, ο Βυζαντινός στρατηγός εξαπέλυσε έναν κεραυνοβόλο πόλεμο κατά των αντιπάλων του, καταλαμβάνοντας άλλες δεκατρείς πόλεις της Σικελίας. Το 1040, ο Μανιάκης συνέτριψε για δεύτερη φορά τα αραβικά στρατεύματα στην μάχη των Δραγγίνων και εισήλθε θριαμβευτικά στις Συρακούσες. Τότε όμως συνέβη και ένα περιστατικό το οποίο θα είχε ολέθριες συνέπειες για τους Βυζαντινούς.
Μετά την μάχη των Δραγγίνων, ο αρχηγός του στόλου Στέφανος επέδειξε ανεξήγητη αδράνεια, με αποτέλεσμα να διαφύγουν την αιχμαλωσία πολλοί ηττημένοι Άραβες. Έτσι, οι Βυζαντινοί δεν μπόρεσαν να ολοκληρώσουν την καταστροφή των αντιπάλων τους και να τους δώσουν ένα τελειωτικό χτύπημα. Ο Μανιάκης έγινε έξω φρενών με τον Στέφανο, τον οποίο κατηγόρησε για προδοτική συμπεριφορά. Δεν δίστασε μάλιστα να τον ταπεινώσει δημόσια, με βίαια χτυπήματα στο σώμα και το πρόσωπο, μπροστά σε συγκεντρωμένους στρατιωτικούς. Ως απάντηση, ο ναύαρχος Στέφανος έστειλε στον αυτοκράτορα μια επιστολή, με την οποία κατήγγειλε την συμπεριφορά του Μανιάκη και τον κατηγορούσε ευθέως για συνομωσία κατά του στέμματος. Τις υποψίες αυτές ενίσχυσαν και οι αντίπαλοι του βυζαντινού στρατηγού, που κυριαρχούσαν τότε στην αυλή της Κωνσταντινούπολης. Έτσι, ο Μανιάκης ανακλήθηκε με αυτοκρατορική διαταγή στην «Βασιλεύουσα», όπου φυλακίστηκε χωρίς να γίνουν δεκτές οι εξηγήσεις του.
Την αρχηγία των βυζαντινών δυνάμεων στην Σικελία ανέλαβαν ο ναύαρχος Στέφανος και ο ευνούχος Βασίλειος Πεδιάτης, ενώ όσοι αξιωματικοί ήταν έμπιστοι στον Μανιάκη παραγκωνίστηκαν. Οι δύο νέοι διοικητές όμως δεν διέθεταν τις ικανότητες του προκάτοχού τους. Η πειθαρχία των βυζαντινών στρατευμάτων χαλάρωσε σε απελπιστικό βαθμό και η μαχητικότητά τους εκμηδενίστηκε. Οι Άραβες έσπευσαν να εκμεταλλευτούν την οικτρή κατάσταση του εχθρού και ανακατέλαβαν σχεδόν όλα τα εδάφη που είχαν χάσει. Δύο χρόνια μετά την φυλάκιση του Μανιάκη, μόνο η Μεσσήνη βρισκόταν υπό τον έλεγχο της Κωνσταντινούπολης. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, οι Νορμανδοί μισθοφόροι των Βυζαντινών στην νότιο Ιταλία επαναστάτησαν και άρχισαν να κατακτούν διάφορες πόλεις που ανήκαν στους πρώην εργοδότες τους.
Το 1041 ανήλθε στον θρόνο της Κωνσταντινούπολης ο Μιχαήλ Ε’ ο Καλαφάτης. Ο νέος αυτοκράτορας είχε συνειδητοποίησει ότι ο μόνος που μπορούσε να αναχαιτίσει την αραβική προέλαση στην Σικελία ήταν ο Μανιάκης. Έτσι, ο Μιχαήλ Ε΄ αποφυλάκισε τον κρατούμενο στρατηγό και του ανέθεσε εκ νέου την αρχηγία των Βυζαντινών δυνάμεων στην Δύση. Το Πάσχα του 1042, ο Μανιάκης αποβιβάστηκε στον Τάραντα της νοτίου Ιταλίας και μέσα σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα εξουδετέρωσε τους στασιαστές Νορμανδούς και κατέλαβε την ανατολική Σικελία. Οι εσωτερικές διαμάχες μεταξύ των αριστοκρατών όμως θα υπονόμευαν για μία ακόμη φορά την πολεμική προσπάθεια στην Δύση.
Το 1042 αυτοκράτορας του Βυζαντίου στέφθηκε ο Κωνσταντίνος Θ’ ο Μονομάχος. Κυρίαρχη θέση στην αυλή του νέου βασιλιά κατείχε ένας πανίσχυρος αριστοκράτης, ο Ρωμανός Σκληρός. Η επιρροή του στο παλάτι ενισχυόταν από το γεγονός ότι η αδερφή του ήταν ερωμένη του Κωνσταντίνου Θ’. Ο Ρωμανός εχθρευόταν από παλιά τον Μανιάκη, τον οποίο συκοφαντούσε επανειλημμένα στον αυτοκράτορα. Ισχυριζόταν πως ο φημισμένος στρατηγός δεν είχε εγκαταλείψει ποτέ τις βλέψεις του για τον θρόνο της Κωνσταντινούπολης και προέβλεπε ότι ήταν θέμα χρόνου μια εξέγερση των βυζαντινών στρατευμάτων στην Σικελία. Ως αποτέλεσμα των ραδιουργιών αυτών, ο Μανιάκης καθαιρέθηκε από το αξίωμά του και ανακλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη για να αντιμετωπίσει τις εναντίον του κατηγορίες. Στην Σικελία απεστάλη ο πρωτοσπαθάριος Πάρδος, ο οποίος θα αντικαθιστούσε τον υπόδικο στρατηγό. Ο δε Ρωμανός προέβη σε μια άκρως προκλητική ενέργεια, λεηλατώντας με τους στρατιώτες του τα κτήματα του Μανιάκη, στην Μικρά Ασία. Όλα έδειχναν πως ο εμφύλιος πόλεμος ήταν προ των πυλών.
Ο Μανιάκης αντέδρασε εντελώς διαφορετικά, στην δεύτερη ανάκλησή του. Αρχικά αρνήθηκε να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη ενώ συνέλαβε και εκτέλεσε τον Πάρδο και την συνοδεία του. Στην συνέχεια αποκήρυξε τον Κωνσταντίνο Θ΄ και ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας από τα στρατεύματά του. Τον Φεβρουάριο του 1043, ο Μανιάκης πέρασε στο Δυρράχιο και βάδισε κατά της Κωνσταντινούπολης. Κοντά στην Αμφίπολη, συνάντησε τις αυτοκρατορικές δυνάμεις που είχαν σταλεί εναντίον του και τις νίκησε. Ο ίδιος όμως τραυματίστηκε θανάσιμα κι έτσι το κίνημά του είχε άδοξο τέλος. Οι Άραβες εκμεταλλεύτηκαν τον θάνατο του Μανιάκη και ανακατέλαβαν τα χαμένα εδάφη, αλλά δεν τα κράτησαν για πολύ. Μέχρι το 1072, οι Νορμανδοί είχαν γίνει κύριοι ολόκληρης της Σικελίας και της νοτίου Ιταλίας. Η βυζαντινή παρουσία στην Δύση είχε τερματιστεί.
Η οριστική απώλεια της Σικελίας και συνακολούθως της Ιταλικής Χερσονήσου είχε καταστροφικές συνέπειες για την Κωνσταντινούπολη. Το Βυζάντιο έχασε για πάντα την ευκαιρία να εμφανίζεται στην Δύση ως μεγάλη δύναμη, ικανή να επιβάλει τους δικούς της όρους στα ευρωπαϊκά ζητήματα. Η αυτοκρατορία δεν μπορούσε να αυτοπροσδιορίζεται ως οικουμενική, καθώς τα εδάφη της θα περιορίζονταν πλέον στα Βαλκάνια και την Μικρά Ασία. Η γεωγραφική και πολιτική αποκοπή οδήγησε σύντομα και στην πολιτιστική αποξένωση. Οι «Ρωμιοί» και οι «Φράγκοι» θα αποτελούσαν στο εξής δύο αντίπαλους κόσμους, οι σχέσεις των οποίων θα χαρακτηρίζονταν από δυσπιστία, αμοιβαία περιφρόνηση και αντιπάθεια. Η εχθρότητα αυτή επισφραγίστηκε το 1054, με το σχίσμα μεταξύ Ορθόδοξης και Καθολικής Εκκλησίας, και κορυφώθηκε το 1204, με την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους.
Οι αριστοκράτες που έλεγχαν την τύχη του Βυζαντίου ήταν περισσότερο αφοσιωμένοι στην οικογένεια ή την φάρα τους παρά στον αυτοκράτορα ή τον λαό. Οι μεταξύ τους διαμάχες υπήρξαν εξίσου καταστροφικές με τις μεγαλύτερες στρατιωτικές ήττες της αυτοκρατορίας. Κατά τα γεγονότα που οδήγησαν στην φυλάκιση και την εξέγερση του Μανιάκη, το προσωπικό και φατριακό συμφέρον τέθηκε απροκάλυπτα πάνω από το εθνικό. Δεν ήταν η πρώτη φορά που συνέβαινε κάτι τέτοιο στην ελληνική ιστορία, και δυστυχώς δεν θα ήταν ούτε και η τελευταία.