Το κλίμα ευφορίας, ικανοποίησης, δικαίωσης και συγκίνησης από την απελευθέρωση των δύο Ελλήνων στρατιωτικών, δημιουργεί, με τρόπο που δεν είναι άγνωστος στην Αθήνα, τον κίνδυνο αυτοπαγίδευσης της χώρας σε αυταπάτες σε σχέση με την Τουρκία, τις προθέσεις του Ταγίπ Ερντογάν και το υπόβαθρο και το μέλλον των ελληνοτουρκικών σχέσεων.

Γράφει ο ΝΙΚΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ για το HELLAS JOURNAL

Το γεγονός της απελευθέρωσης των Ελλήνων στρατιωτικών και η συγκινησιακή ένταση του, τείνει να διαγράψει το πραγματικό  γεγονός που προηγήθηκε, που δεν ήταν άλλο από την εσκεμμένη σύλληψη τους και την παράνομη κράτηση τους σε τουρκική φυλακή, προκειμένου το καθεστώς του Ερντογάν να τους χρησιμοποιήσει ως εργαλείο εκβιασμού έναντι της Ελλάδας και της Ευρώπης.

Η απελευθέρωση των «2» προφανώς απομακρύνει ένα σοβαρότατο εμπόδιο για την επιστροφή στην γνωστή κανονικότητα των ελληνοτουρκικών σχέσεων, αλλά θα πρόκειται περί τραγικού λάθους να μεγιστοποιηθεί η εξέλιξη αυτή και να θεωρηθεί λίγο πολύ ως κορυφαία κίνηση καλής θέλησης του κ. Ερντογάν που ανοίγει νέους ορίζοντες στις διμερείς σχέσεις.

Στην καλύτερη των περιπτώσεων και ενώ έχει τρωθεί η όποια αξιοπιστία υπήρχε στον πρόσωπο του Ταγιπ Ερντογάν, καθώς  έδειξε ότι δεν διστάζει να παίξει το χαρτί της ομηρείας δυο στρατιωτικών συμμάχου χώρας, θα μπορούσε η απόφαση της απελευθέρωσης των «2» να επαναφέρει τις σχέσεις εκεί που βρίσκονταν την 1η Μαρτίου.

Σε ένα σημείο δηλαδή που κάθε άλλο παρά θα μπορούσε να θεωρηθεί ως «ιδανικό» για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Το να δίνεται όμως η εντύπωση ότι η κίνηση του κ. Ερντογάν να απελευθερώσει τους 2 στρατιωτικούς, ήταν η κίνηση που ξεκλειδώνει  τις ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι απολύτως λανθασμένη και απλώς διευκολύνει τους χειρισμούς του τούρκου ηγέτη.

Η αναφορά στην επίσκεψη του κ. Ερντογάν στην Αθήνα τον περασμένο Δεκέμβριο ως  στοιχείο που διευκόλυνε την απελευθέρωση των 2 στρατιωτών, είναι απολύτως λανθασμένη, όχι γιατί φυσικά προηγήθηκε της σύλληψης των Ελλήνων στρατιωτικών, αλλά γιατί  τρεις μήνες μετά την επίσκεψη του στην Αθήνα, δόθηκε η εντολή της σύλληψης τους και της παράνομης κράτησης τους κατόπιν στις τουρκικές φυλακές.

Εάν η επίσκεψη του κ. Ερντογάν τον Δεκέμβριο στην Ελλάδα ήταν τόσο θετική και σημαντική, προφανώς δεν θα κατέληγε με αυτόν τον τρόπο…

Όσο κι αν για την απελευθέρωση των δυο Ελλήνων στρατιωτικών έχουν υπάρξει διάφορα σενάρια είναι σαφές ότι αυτή δεν είναι  αποτέλεσμα της πίεσης που ασκήθηκε από την Αθήνα και έκαμψε τελικά τον Ερντογάν.

Ο τούρκος ηγέτης στην συγκεκριμένη υπόθεση θεώρησε ότι πλέον τα μηνύματα που ήθελε να στείλει, είχαν φθάσει τους παραλήπτες τους και συνεπώς η απελευθέρωση των δυο Ελλήνων στρατιωτικών θα συνέβαλλε ταυτόχρονα και στην βελτίωση της εικόνας του στο εξωτερικό, την στιγμή που βάλλονταν ευθέως από την Ουάσιγκτον για την υπόθεση ενός άλλου κρατούμενου, του πάστορα Μπράνσον.

Ο κ. Ερντογάν την στιγμή που η χώρα του δέχεται τον ανηλεή «πόλεμο» του Ντ. Τραμπ  με βασικό αίτημα την απελευθέρωση του Μπράνσον, δηλώνει με την κίνηση του αυτή, ότι στην χώρα του λειτουργεί η ..,Δικαιοσύνη και ότι χωρίς πιέσεις  ήρθε η ώρα της απελευθέρωσης των δυο Ελλήνων στρατιωτικών, οι οποίοι φυσικά δεν είχαν καμιά σχέση με τον Μπράνσον ούτε θα μπορούσαν να έχουν κατηγορηθεί όπως ο Αμερικανός πάστορας για συνεργασία με το ΡΚΚ ή τον Ιμάμη Γκιουλέν.

Ο  κ. Ερντογάν ήθελε επίσης να κάνει άνοιγμα στην Ε.Ε., η οποία με πρωτοβουλία της ελληνικής κυβέρνησης  είχε υιοθετήσει  απόφαση για την απελευθέρωση των Ευρωπαίων πολιτών συμπεριλαμβανομένων και των δυο στρατιωτικών, που κρατούνταν στην Τουρκία, καθώς για λόγους και οικονομικούς και πολιτικούς -η Γερμανία και η Γαλλία  διαφωνούν με την επιβολή των οικονομικών κυρώσεων από τις ΗΠΑ και θα μπορούσαν να προσφέρουν έτσι στον Τούρκο ηγέτη μια χείρα βοηθείας για να αποδείξει τουλάχιστον σε επικοινωνιακό επίπεδο, ότι δεν έχει τεθεί σε διεθνή πολιτική «καραντίνα».

Συνεπώς η απελευθέρωση των 2 στρατιωτικών δεν θα πρέπει λανθασμένα να συνδέεται με την υποτιθέμενη βούληση του κ. Ερντογάν για αποκατάσταση των διμερών σχέσεων καθώς πολύ απλά εάν το επιθυμούσε δεν θα είχε διατάξει την κράτηση τους επί 167 ημέρες  ούτε θα είχε επιδιώξει να αποσπάσει ανταλλάγματα είτε για την υπόθεση  των οκτώ Τούρκων φυγάδων αξιωματικών, ούτε για την σκληρή αντιμετώπιση όλων όσων θεωρούνται Γκιουλενιστές και διαφεύγουν στην Ελλάδα, ούτε για το θέμα των μουφτήδων της Θράκης.

Η Αθήνα οφείλει να αποσυνδέσει την υπόθεση των 2 στρατιωτικών με το όλο πλέγμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων, καθώς διαφορετικά θα βρεθεί σε μια ιδιαίτερα προβληματική κατάσταση να πρέπει να αναζητά και… πρόσθετα ανταλλάγματα για να προσφέρει στην Τουρκία για την κίνηση «καλής θέλησης» με την απελευθέρωση  των δυο.

Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις βρίσκονται σε ιδιαίτερα ευαίσθητο και κομβικό σημείο, με την Άγκυρα δια μέσου του ΥΠΕΞ Μεβλούτ Τσαβουσογλου την προηγούμενη εβδομάδα να δηλώνει ότι η ένταση στο Αιγαίο προκαλείται από την Ελλάδα, επαναφέροντας έτσι το γνωστό πλαίσιο αμφισβήτησης της ελληνικής κυριαρχίας στο Αιγαίο, ενώ στην Θράκη επαναλαμβάνεται με κάθε τρόπο το διεκδικητικό πλαίσιο του τουρκισμού και στην Κύπρο, που πολύ σύντομα θα αποτελέσει το νέο πεδίο αναμέτρησης της Τουρκίας, όχι μόνο με την Ελλάδα αλλά και με τις μεγάλες δυνάμεις που οι πετρελαϊκές εταιρίες τους δραστηριοποιούνται στην Κυπριακή  ΑΟΖ, η Τουρκία προειδοποιεί εκτοξεύοντας απειλές ότι θα προστατεύσει με κάθε τρόπο τα «δικαιώματα» της και τα «δικαιώματα» των Τουρκοκυπρίων.

Η υπόθεση των δυο Ελλήνων στρατιωτικών και η απελευθέρωση τους δεν θα πρέπει να ερμηνευθεί ως στροφή ή αλλαγή πορείας της Τουρκίας στα ελληνοτουρκικά, αλλά ως πρώτο δείγμα της χρήσης αντισυμβατικών μέσων και επιχειρήσεων υβριδικού πολέμου, που υιοθετεί η Τουρκία έναντι των αντιπάλων της  και φυσικά της Ελλάδας.

Απλώς δεν πρέπει να έχουμε μνήμη χρυσόψαρου θεωρώντας ότι η ιστορία των ελληνοτουρκικών σχέσεων αρχίζει την 14η Αυγούστου 2018…

ΠΗΓΗ: HELLAS JOURNAL