Το συγκεκριμένο άρθρο δημοσιεύτηκε με τον τίτλο: «Bending the Principle of Mass: Why that Approach no longer works for Airpower» στην ιστοσελίδα «War on the Rocks» στις 15 Σεπτεμβρίου του 2020. Συντάκτες του άρθρου είναι ο David Alman και η Heather Venable. O David Alman είναι Υποσμηναγός της Αεροπορικής Εθνικής Φρουράς των ΗΠΑ με πτυχίο και μεταπτυχιακό στην αεροπορική μηχανική από το Georgia Institute of Technology και εργάζεται ως σύμβουλος διαχείρισης. Η διδάκτορας Heather Venable είναι καθηγήτρια Στρατιωτικών και Σπουδών Ασφαλείας στο US Air Command and Staff College και διδάσκει στο Τμήμα της Αεροπορικής Ισχύος. Έχει συγγράψει το βιβλίο «How the Few Became the Proud: Crafting the Marine Corps Mystique, 1874–1918». Επίσης γράφει στα περιοδικά «The Strategy Bridge» και «The Field Grade Leader», ενώ διδάσκει περιοδικά και στο Brute Krulak Center for Innovation and Creativity του Marine Corps University. Όπως σημειώνει η ιστοσελίδα οι απόψεις που διατυπώνουν είναι δικές τους και δεν εκφράζουν της Αμερικανική Αεροπορία ή του Αμερικανικό Υπουργείο Άμυνας. Η μετάφραση-απόδοση έγινε από τη συντακτική ομάδα του «DefenceReview.gr»

Αποτελεί ένα από τα αρχαιότερα ερωτήματα της πολεμικής τέχνης: Τι είναι η ποσότητα και ποια πλεονεκτήματα προκύπτουν από τους μεγάλους αριθμούς; Κατά καιρούς, η έννοια της ποσότητας έχει οριστεί με διαφορετικό τρόπο: «Η ανωτερότητα των αριθμών» ή «η συγκέντρωση των αποτελεσμάτων της μαχητικής ισχύος».

Ενώ οι διοικητές συχνά επιθυμούν την αριθμητική υπεροχή, έναντι των αντιπάλων τους, δεν έχουν πάντα την ικανότητα να την πετύχουν. Αντ’ αυτού, χρησιμοποιούν άλλες μεθόδους, όπως είναι ο ελιγμός, για να πετύχουν τοπική υπεροχή, σε όρους μαχητικής ισχύος. Ο ελιγμός είναι ένας από τους πολλούς τρόπους με τους οποίους οι διοικητές προσπαθούν να διογκώσουν, τεχνητά, την ποσότητα των δυνάμεών τους. Άλλοι τρόποι περιλαμβάνουν τη βελτίωση της διοίκησης και του ελέγχου, την αύξηση της καταστροφικότητας και τη βελτίωση της πρόσβασης σε αξιόπιστες πληροφορίες απ’ αυτές που διαθέτει ο εχθρός. Όλες αυτές οι μέθοδοι μπορούν να επιτρέψουν στα πολεμικά μέσα να συνεισφέρουν περισσότερα σ’ έναν πόλεμο, αντισταθμίζοντας, κατά κάποιο τρόπο, την ποσότητα. Τα τελευταία 50 χρόνια, οι ΗΠΑ έδωσαν έμφαση στη διοίκηση και τον έλεγχο, την καταστροφικότητα και τις πληροφορίες, ως μέσα υποκατάστασης της ποσότητας.

Ένα κρίσιμο ερώτημα είναι τι συμβαίνει όταν ο αντίπαλος συνδυάζει όλα τα παραπάνω με την ποσότητα; Εάν και οι δύο αντίπαλοι διαθέτουν δυνάμεις υψηλής καταστροφικότητας, καλά δικτυωμένες και αποτελεσματικές, τότε ποιοι είναι τελικά οι παράγοντες που καθορίζουν ποιος έχει το πλεονέκτημα; Όπως υποστηρίζει ο Lawrence Freedman, η «λελογισμένη χρήση των περισσότερων πόρων τείνει να είναι ο παράγοντας της επιτυχίας».

Ως αποτέλεσμα, το ζήτημα καθίσταται ολοένα και πιο σημαντικό για το Αμερικανικό Υπουργείο Άμυνας. Μετά από δεκαετίες ποιοτικού ή/και ποσοτικού πλεονεκτήματος, έναντι των πιθανών αντιπάλων, οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν σήμερα μια μαζική αύξηση και συσσώρευση σύγχρονων κινεζικών στρατιωτικών δυνάμεων. Για παράδειγμα, πριν από λίγες εβδομάδες, η Κίνα ανακοίνωσε ότι το μαχητικό αεροσκάφος 5ης γενιάς J-20, θα εισέλθει σε φάση μαζικής παραγωγής. Πώς θα αντιμετωπίσουν οι ΗΠΑ την πρόκληση της ποσότητας, αν αντιμετωπίζεται μια τέτοια πρόκληση;

Το Υπουργείο Άμυνας, και πιο συγκεκριμένα η Αμερικανική Αεροπορία, θα πρέπει να αξιολογήσει τον ορισμό που αποδίδει στην ποσότητα, στο πλαίσιο του μελλοντικού αεροπορικού πολέμου. Το να βασιστεί μόνο στους αριθμούς είναι μια απλοϊκή επιλογή. Αντίθετα, η ηγεσία της Αμερικανικής Αεροπορίας θα πρέπει να αναγνωρίσει τη σημασία της διάθεσης επαρκών αριθμών, της απορρόφησης απωλειών και του μακροχρόνιου πολέμου. Η γεωγραφία και οι απειλές, στον Ινδικό και τον Ειρηνικό Ωκεανό, απαιτούν σοβαρή σκέψη για ζητήματα όπως είναι η εμβέλεια, οι θέσεις στάθμευσης των δυνάμεων και η επιβίωση. Έτσι, για παράδειγμα, δεν αρκεί η διάθεση μεγάλου αριθμού συστημάτων προσβολής μικρού βεληνεκούς εάν η περιοχή ενδιαφέροντος απαιτεί μεγαλύτερο βεληνεκές. Ομοίως, δεν αρκεί η διάθεση αναλώσιμων συστημάτων ελπίζοντας πάντα ότι ο αντίπαλος θα σπαταλήσει τους πόρους του για την αντιμετώπιση τους. Ο αντίπαλος θα προσπαθήσει να στοχεύσει και να πλήξει όλα τα επιμέρους στοιχεία της αμερικανικής αεροπορικής ισχύος. Η Αμερικανική Αεροπορία θα πρέπει να καθοδηγήσει το Υπουργείο Άμυνας να αναρωτηθεί για τις συνέπειες μιας σύγκρουσης με αντίπαλο ίδιας ισχύος, να κατανοήσει δηλαδή ότι οι τεχνητοί τρόποι αύξησης της μαχητικής ισχύος ενδέχεται να μην επαρκούν πια και ότι πλέον ενδέχεται να απαιτηθούν πραγματικά μεγάλοι αριθμοί για να υποστηριχθεί μια πολεμική προσπάθεια επιπέδου αντί-πρόσβασης/άρνησης περιοχής (AntiAccess/Area Denial : A2/AD).

Ποσότητα και τάσεις

Η απομάκρυνση από τις παραδοσιακή αντίληψη της ποσότητας προέκυψε, εν μέρει, μετά τον Πόλεμο του Βιετνάμ, όταν οι ΗΠΑ άρχισαν να επεξεργάζονται το πώς θα υπερασπιστούν την Ευρώπη από τη Σοβιετική Ένωση, με τη χρήση συμβατικών όπλων. Τα όπλα ακριβείας, τα μαχητικά αεροσκάφη υψηλών επιδόσεων και η αποτελεσματική διοίκηση και έλεγχος ήταν τα στοιχεία, που οι Αμερικανοί έκριναν ότι θα εξισορροπούσαν το σοβιετικό ποσοτικό πλεονέκτημα. Αυτό η προσέγγιση ήταν διαφορετική από την επικρατούσα άποψη στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και των πρώτων χρόνων του Ψυχρού Πολέμου, όταν οι ΗΠΑ δοκίμασαν διάφορους συνδυασμούς ποιοτικών και ποσοτικών λύσεως, με στόχο το πλεονέκτημα έναντι των αντιπάλων τους.

Σήμερα, οι ΗΠΑ έχουν απομακρυνθεί από την παραδοσιακή αντίληψη περί ποσότητας. Αντίθετα, υποστηρίζουν τις τεχνητές μεθόδους αύξησης της μαχητικής ισχύος (για παράδειγμα, την καταστροφικότητα, τις πληροφορίες, τα δίκτυα κ.ά.) εις βάρος των μεγάλων αριθμών αεροσκαφών και όπλων. Ενώ αυτές οι μέθοδοι, ως τρόποι βελτίωση της αποτελεσματικότητας της μαχητικής ισχύος, κινούνται προς την σωστή κατεύθυνση, το ερώτημα είναι αν επαρκούν. Το Υπουργείο Άμυνας θα πρέπει να εξετάσει σοβαρά τη σημασία της παραδοσιακής αντίληψης της ποσότητας στο πλαίσιο μιας μελλοντικής σύγκρουσης.

Η αντίληψη της Αμερικανικής Αεροπορίας μπορεί να επηρεαστεί από τον ισχύοντα ορισμό που αποδίδει στην ποσότητα, ότι δηλαδή δεν «βασίζεται αποκλειστικά στην ποσότητα των μέσων και των υλικών που είναι διαθέσιμα». Αντίθετα, «η ισχύς επιτυγχάνει την παράμετρο της ποσότητας μέσω της αποτελεσματικότητας της επίθεσης, και όχι μόνο μέσω των μεγάλων αριθμών». Σύμφωνα μ’ αυτόν τον ορισμό, η παραδοσιακή έννοια της ποσότητας φαίνεται να μην είναι απαραίτητη εφόσον οι φίλιες δυνάμεις είναι σε θέση να επιτεθούν αποτελεσματικά. Το δόγμα της Αμερικανικής Αεροπορίας δεν είναι το μόνο που υιοθετεί αυτόν τον ισχυρισμό. Ο μελετητής αεροπορικής ισχύος, Philip Meilinger, εξηγεί ότι «η ταχύτητα και ο αιφνιδιασμός μπορούν, μερικές φορές, να υποκαταστήσουν την ποσότητα», αν και η αντίληψη περί αντισταθμίσματος της ποσότητας, «μερικές φορές» δεν αποτελεί βεβαιότητα, όπως αναφέρει. Αλλά τι θα συμβεί εάν οι φίλιες δυνάμεις αποδειχθούν λιγότερο αποτελεσματικές από το αναμενόμενο ή εάν δεν επιφέρουν αιφνιδιασμό;

Ορισμένοι αξιωματικοί της Αμερικανικής Αεροπορίας γνωρίζουν πολύ καλά αυτό το πρόβλημα. Όπως έγραψε πρόσφατα ο Πτέραρχος Jeff Harrigian, «δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η ποσότητα είναι μια σημαντική αρχή του πολέμου». Ο Harrigian αναφέρεται σε μια πιο παραδοσιακή αντίληψη περί ποσότητας, αυτής των αριθμών, μια αντίληψη που το Υπουργείο Άμυνας προσπάθησε να παρακάμψει. Το εγχειρίδιο «Joint Publication 3-0: Joint Operations» ορίζει την ποσότητα όχι ως αποτέλεσμα της «συγκέντρωσης δυνάμεων», αλλά ως αποτέλεσμα των «συγκεντρωτικών αποτελεσμάτων της μαχητικής ισχύος», τα οποία «μπορούν να επιτρέψουν ακόμη και σε αριθμητικά κατώτερες δυνάμεις να παράγουν αποφασιστικά αποτελέσματα και να ελαχιστοποιήσουν τις ανθρώπινες απώλειες και τη φθορά των μέσων». Παρέχει επίσης και ιστορικά παραδείγματα, εξηγώντας πώς η επιχείρηση «Δίκαιος Λόγος» στον Παναμά «βασίστηκε περισσότερο στην επίγνωση της κατάστασης, στο πλεονέκτημα της ευελιξίας και στην ελευθερία δράσης παρά στην ποσότητα». Ωστόσο, για την επιχείρηση «Καταιγίδα της Ερήμου» αναφέρει τη σημασία των «μαζικών και συνεχών αεροπορικών επιχειρήσεων». Το ίδιο αναφέρει και για την Επιχείρηση «Διαρκής Ειρήνη», τονίζοντας τη σημασία της «μαζικής και αποτελεσματικής εγγύς αεροπορικής υποστήριξης». Εάν στην Επιχείρηση «Διαρκής Ειρήνη» χρειάστηκε τέτοιο επίπεδο αεροπορικής ισχύος, είναι δύσκολο να αντιληφθούμε τι επίπεδο αεροπορικής ισχύος θα απαιτηθεί σε περίπτωση σύγκρουσης με έναν αντίπαλο ίδιας ισχύος. Μπορεί ο στόλος των βομβαρδιστικών αεροσκαφών B-1 να επιχειρεί με ασφάλεια στη Μέση Ανατολή, αλλά τι θα συνέβαινε εάν θα υποστεί απώλειες σε μια σύγκρουση με την Κίνα ή τη Ρωσία;

Ο Sun Tzu, ο άρχων του ελιγμού, αρνήθηκε να εντάξει τον πόλεμο στο πλαίσιο της απλουστευμένης αντίληψης «όσο περισσότερα στρατεύματα τόσο το καλύτερο». Ωστόσο, δεν προσφέρει εύκολες λύσεις για το πρόβλημα της ποσότητας. Ένας ηγέτης θα πρέπει να συνεχίσει την επίθεση με «άφθονες» δυνατότητες, ακόμη και όταν τον έχουν συμβουλέψει «να υιοθετήσει αμυντική στάση όταν τα μέσα του είναι ανεπαρκή». Χωρίς ποσότητα, ένας στρατός είχε τις περισσότερες πιθανότητες νίκης ανάλογα με το πώς «τροποποιούσε, διαιρώντας και ενώνοντας» τις δυνάμεις του. Σε τέτοιες καταστάσεις, ένας στρατός νικούσε όταν διατηρούνταν «άθικτος», ως μέρος ενός «ενιαίου συνόλου», αναγκάζοντας τον εχθρικό στρατό να διασπαστεί «σε δέκα μέρη».

Αυτός ο τρόπος ελιγμού, για την επίτευξη της αρχής της ποσότητας, αντικατοπτρίζει το οργανωτικό πλεονέκτημα της συγκέντρωσης της αεροπορικής ισχύος. Ενώ η μαζική αεροπορική ισχύ παρείχε μια χρήσιμη, αλλά όχι αποφασιστική, ικανότητα στις ασύμμετρες συγκρούσεις των δύο τελευταίων δεκαετιών, έχει αυξημένη σημασία σε συγκρούσεις με αντιπάλους εξίσου ισχυρούς.

Δεν είναι σαφές εάν οι στρατηγικές που εκκολάπτονται σήμερα θα μειώσουν την ανάγκη-απαίτηση για ποσότητα. Για παράδειγμα, ένας αξιωματικός της Αμερικανικής Αεροπορίας εστίασε, στην περίπτωση σύγκρουσης με την Κίνα, και υιοθετώντας μια πιο έμμεση προσέγγιση, στην ανάγκη μιας εκστρατεία στρατηγικής αναχαίτισης μεγάλου βεληνεκούς. Αν και μια τέτοια στρατηγική μπορεί να αποδειχτεί αποτελεσματική και συνετή, εντούτοις δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι οι αριθμοί που απαιτούνται, για την υλοποίηση μιας τέτοιας στρατηγικής, δεν ενέχουν το στοιχείο της ποσότητας. Για παράδειγμα, ο συγγραφέας εξακολουθεί να υποστηρίζει τη «φθορά των αεροπορικών δυνάμεων της Κινεζικής Αεροπορίας και του Ναυτικού, κυρίως των βομβαρδιστικών αεροσκαφών, των ναυτικών δυνάμεων και των πλοίων υποστήριξης, σε σημείο που ούτε να μπορούν να προβάλουν στρατιωτική ισχύ, ούτε να μπορούν να αμυνθούν έναντι της αμερικανικής προβολής ισχύος». Είναι απίθανο οι Αμερικανικές Ένοπλες Δυνάμεις να είναι τόσο αποτελεσματικές ώστε να ελαχιστοποιήσουν τις απώλειες τους ή την ανάγκη για ποσότητα, στο πλαίσιο της υλοποίησης ενός τέτοιου σχεδίου.

Ποσότητα και αεροπορική ισχύς

Ιστορικά, οι αεροπόροι είχαν διαφορετικές σκέψεις σχετικά με την ποσότητα. Στην αρχή, επί εποχής Αεροπορικού Σώματος (Air Corps), η ποσότητα ήταν απαραίτητη. Μία από τις πρώτες ιδέες, των πρώτων αεροπορικών δυνάμεων του κόσμου, ήταν να κατακλύσουν τον εχθρό με τεράστιο αριθμό βομβαρδιστικών, μια στρατηγική που απαιτούσε, εκ των πραγμάτων, έναν μεγάλο αριθμό αεροσκαφών. Η επιθυμία για ποσότητα συνεχίστηκε, σε μεγάλο βαθμό, και μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, στις αρχές του Ψυχρού Πολέμου. Ωστόσο, μετά τον Πόλεμο του Βιετνάμ, η ποσότητα, σε επίπεδο Πολεμικής Αεροπορίας, άρχισε να σημειώνει πτωτική τάση. Η μείωση του συνολικού αριθμού αεροσκαφών, μετά το Βιετνάμ, προκλήθηκε, σε μεγάλο βαθμό, από την απόσυρση πολλών τύπων αεροσκαφών, τα οποία είχαν ενταχθεί σε υπηρεσία μαζικά τη δεκαετία του 1950 και πλέον είχαν φτάσει στο τέλος της επιχειρησιακής τους ζωής. Μια εξίσου μεγάλη μείωση του συνολικού αριθμού αεροσκαφών σημειώθηκε μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Σήμερα, σημειώνεται περαιτέρω μείωση καθώς η Αμερικανική Αεροπορία αποσύρει παλαιότερα αεροσκάφη χωρίς να τα αντικαθιστά με αναλογία 1 προ 1.

Στο παρελθόν, ορισμένοι αξιωματικοί και αναλυτές έχουν εξορθολογήσει τη μείωση των οροφών, παρακάμπτοντας την αντίληψη της ποσότητας. Πιο συγκεκριμένα, οι αεροπόροι αναφέρουν τρεις διαφορετικές παραμέτρους, ως λόγους μείωσης των οροφών, χωρίς όμως να χαθεί η αποτελεσματικότητα: Τη διοίκηση και τον έλεγχο, τις προηγμένες τεχνολογίες στα αεροσκάφη και τα όπλα τους και τις πληροφορίες.

Ακόμη και στις πρώτες στιγμές της ιστορίας της Αμερικανικής Αεροπορίας, το ζήτημα της διοίκησης και του ελέγχου ήταν πρωταρχικό. Για παράδειγμα, ένας από τους πατέρες της Αμερικανικής Αεροπορίας, ο Billy Mitchel, έμαθε πώς να οργανώνει τον αεροπορικό στόλο «συγκεντρώνοντας το μεγαλύτερο μέρος των αεροσκαφών δίωξης-βομβαρδισμού, έτσι ώστε να είναι σε θέση να συγκεντρώνει αεροπορική ισχύ σε οποιαδήποτε τοποθεσία χρειαζόταν». Ένας μελετητής της αεροπορικής ισχύος διατείνεται ότι αυτή η εξέλιξη είχε κρίσιμη σημασία για την Αμερικανική Αεροπορία καθώς «καθιέρωσε την αρχή της συγκέντρωσης δυνάμεων ως εναέριο δόγμα». Αν και υπερεκτιμημένη, αυτή η αντίληψη εκδηλώνεται και σήμερα με την Αμερικανική Αεροπορία να δίνει μεγάλη σημασία στην κεντρική διοίκηση της αεροπορικής ισχύος, σε επίπεδο θεάτρου επιχειρήσεων, έτσι ώστε να δημιουργηθεί η κρίσιμη μάζα-ισχύ, όταν και όπου απαιτηθεί.

Οι εξελίξεις στην τεχνολογία, όπως είναι τα αεροσκάφη απόκρυψης του ίχνους (Stealth) και τα όπλα ακριβείας, ήταν δύο άλλοι παράγοντες που οδήγησαν στη μείωση του συνολικού αριθμού αεροσκαφών εν υπηρεσία. Εάν χρειάζονταν 4.500 βομβαρδιστικά και 9.000 τόνοι βομβών για να καταστρέψουν ένα μικρό σπίτι στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, χρειάζονταν μόνο 95 αεροσκάφη και 190 τόνοι βομβών στο Βιετνάμ. Στην Επιχείρηση «Καταιγίδα της Ερήμου» τα στατιστικά μειώθηκαν σε πολύ χαμηλότερο επίπεδο, με ταυτόχρονη μείωση των απωλειών στο 0,05%. Την πρώτη ημέρα του Πολέμου του Κόλπου, οι σύμμαχοι σχεδίαζαν να προσβάλουν περισσότερους στόχους, σε μια ημέρα, από όσους είχε προσβάλει η 8η Αεροπορική Δύναμη το 1942 και το 1943 μαζί.

Η αξία και σημασία αυτού του επαναπροσδιορισμού είναι ότι λαμβάνοντας υπόψη μόνον αυτά τα στατιστικά, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η ποσότητα δεν είναι πλέον τόσο σημαντική παράμετρος. Δεν χρειάζεται επανάληψη των πρώτων ετών του Ψυχρού Πολέμου, όταν η Αμερικανική Αεροπορία επιδίωκε ποσότητα βομβαρδιστικών αεροσκαφών για να ξεκινήσει μια πυρηνική επίθεση κατά της Σοβιετικής Ένωσης. Αντ’ αυτού, ένα μικρός αριθμός σύγχρονων αεροσκαφών μπορεί να εκτοξεύσει έναν μεγάλο όγκο πυρηνικών όπλων με ακρίβεια.

Ορισμένοι αναλυτές υποστηρίζουν ότι οι πληροφορίες θα επιτρέψουν στην Αμερικανική Αεροπορία να εκτελέσει την αποστολή της χωρίς να διαθέτει ποσότητα. Σε μια σειρά τεσσάρων άρθρων που δημοσιεύσαμε στο «War on the Rocks», σχετικά με την επίτευξη αεροπορικής υπεροχής το 2030, ένας Πτέραρχος της Αμερικανικής Αεροπορίας δεν ανέφερε την παράμετρο της ποσότητας παρά μόνο στο τρίτο κατά σειρά άρθρο και μόνο για λίγο. Ανέφερε την παράμετρο της ποσότητας στο πλαίσιο της αρχής «από τα δεδομένα στη λήψη αποφάσεων» με στόχο την αεροπορική υπεροχή. Λέγοντας «από τα δεδομένα στη λήψη αποφάσεων» εννοούμε την επιδίωξη της αποφασιστικής λήψης αποφάσεων, με αξιοποίηση όλων των δεδομένων που συλλέγονται απ’ το σύνολο των Ενόπλων Δυνάμεων. Όπως εξήγησε:

«Είναι ο συνδετικός ιστός που ενώνει τις εγγύς και τις απομακρυσμένες δυνάμεις μας. Αυτός ο δεσμός επιτρέπει την μαζική εκτόξευση πυρών ακριβείας κατά του εχθρού … Τελικά, καθώς ο ρυθμός αυξάνει, η ποσότητα των καταστρεπτικών αποτελεσμάτων κάμπτει την εχθρική δύναμη και κατανικά την εχθρική στρατηγική Α2/AD. Ο εχθρός καθίσταται αναποτελεσματικός, επιτρέποντας έτσι τη διεξαγωγή του πλήρους φάσματος των κοινών επιχειρήσεων».

Με άλλα λόγια, η Αμερικανική Αεροπορία θα καταστήσει τις δυνάμεις της πιο αποτελεσματικές αξιοποιώντας τις πληροφορίες. Μ’ αυτόν τον τρόπο, η Αμερικανική Αεροπορία θα διασφαλίσει ότι η ποσότητα που διαθέτει θα παράγει το μεγαλύτερο δυνατό αποτέλεσμα και τον μεγαλύτερο δυνατό αντίκτυπο σε οποιαδήποτε στιγμή, σε οποιοδήποτε χρόνο και χώρο.

Αυτές οι τρεις παράμετροι μαζικής μείωσης της ποσότητας, δηλαδή η διοίκηση και ο έλεγχος, η τεχνολογία και οι πληροφορίες, συνεισφέρουν πολλά στη φονικότητα και την αποτελεσματικότητα της Αμερικανικής Αεροπορίας. Ωστόσο, εμπεριέχουν και μια σειρά μειονεκτημάτων, τα οποία θα μπορούσαν να αποδειχθούν μοιραία για την μαχητική ικανότητα της Αμερικανικής Αεροπορίας έναντι αντιπάλων ίδιας ισχύος.

Προβλήματα με την τρέχουσα αντίληψη περί ποσότητας

Ο πόλεμος είναι ένας ανταγωνισμός. Ενώ οι ΗΠΑ έχουν σημειώσει τεράστια πρόοδο στη φονικότητα των αεροσκαφών και των όπλων τους, οι βασικοί αντίπαλοι τους δεν έμειναν αδρανείς. Η αμερικανική αεροπορική ισχύς λειτουργεί σε μια κατάσταση ακραίας υπέρβασης, από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και μετά. Η επικρατούσα αντίληψη περί ποσότητας φαίνεται να αγνοεί ή να δίνει μικρή σημασία στην δυνατότητα αλληλεπίδρασης του εχθρού και του απρόβλεπτου του πολέμου. Στο πλαίσιο ενός πολέμου έναντι ενός εχθρού με ποσότητα μέσων και πόρων, δύο πυλώνες, που δικαιολογούν τον περιορισμό της ποσότητα, αρχίζουν να κλονίζονται: Η τεχνολογία και οι πληροφορίες.

Οι τεχνολογικές εξελίξεις, στις επιδόσεις των αεροσκαφών και των όπλων τους, επέτρεψαν στην Αμερικανική Αεροπορία να επιτύχει αποτελέσματα που οι πιλότοι του B’ Παγκοσμίου Πολέμου δεν μπορούσαν καν να φανταστούν. Τα σημερινά μαχητικά αεροσκάφη είναι σε θέση να προσβάλουν πολλούς στόχους, με ακρίβεια και σε μεγάλες αποστάσεις. Ωστόσο, οι συγκρούσεις κατά τις οποίες αναδεικνύονται τα πλεονεκτήματα των σημερινών μαχητικών αεροσκαφών και των όπλων τους, είναι σχετικά «εύκολα» επιχειρησιακά περιβάλλοντα. Ενώ οι επιδόσεις των συμμάχων στον πόλεμο με το Ιράκ και την επιχείρηση «Καταιγίδα της Ερήμου» ήταν εντυπωσιακές, εντούτοις είχαν καλύτερη εκπαίδευση, ήταν καλύτερα εξοπλισμένοι και είχαν στη διάθεση του μεγαλύτερη σε μέγεθος αεροπορική δύναμη σε σχέση με το Ιράκ. Ομοίως, οι αεροπορικές επιχειρήσεις στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, μετά το 2001, είχαν να αντιμετωπίσουν ελάχιστη ή μηδενική εχθρική αεροπορική παρουσία.

Πώς όμως θα απέδιδε η Αμερικανική Αεροπορία αν έπρεπε να αντιμετωπίσει έναν αντίπαλο με παρόμοια τεχνολογία, εκπαίδευση και ποσότητα; Οι Ένοπλες Δυνάμεις προσπαθούσαν και προσπαθούν να διατηρούν το τεχνολογικό πλεονέκτημα έναντι του αντιπάλου. Δυστυχώς όμως όταν συγκρούονται δύο αντίπαλοι, ισοδύναμης τεχνολογίας, τότε προκύπτουν απώλειες και φθορά. Οι αεροπορικές δυνάμεις, στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, επένδυσαν τεράστιες ποσότητες πόρων και κόπων για την βελτίωση των επιδόσεων, της εκπαίδευση και των τακτικών των αεροπορικών δυνάμεων. Όπως έγραψε ο Williamson Murray, «η αεροπορική μάχη … στηρίχθηκε στους αριθμούς των αεροσκαφών, στη βιομηχανική ικανότητα παραγωγής και στη διαθεσιμότητα εκπαιδευμένων πιλότων και τεχνικών». Και ήταν αυτοί οι παράγοντες, ίσως περισσότερο από οποιαδήποτε πρόοδο στην ταχύτητα των αεροσκαφών ή την ακρίβεια των βομβαρδιστικών, που οδήγησαν στην ήττα της Luftwaffe στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Luftwaffe δεν μπόρεσε να δημιουργήσει ένα τεχνικό πλεονέκτημα ικανό να αντισταθμίσει τις ελλείψεις που είχε σε ποσότητα. Ωστόσο, το κόστος διατήρησης της ποσότητας για την Αμερικανική Αεροπορία ήταν σημαντικό. Η 8η Αεροπορική Δύναμη υπέστη περισσότερες απώλειες (περίπου 26.000 νεκροί) απ’ ότι οι Αμερικανοί Πεζοναύτες (24.511 νεκροί).

Η υπεροχή, μέσω των πληροφοριών, έχει τα δικά της προβλήματα. Αν και οι πληροφορίες αυξάνουν την αποτελεσματικότητα της αεροπορικής ισχύος, εντούτοις ο βαθμός που συμβαίνει αυτό είναι ένα θέμα προς συζήτηση. Οι επιχειρήσεις, μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2011, και ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας που ακολούθησε, βασίστηκαν και βασίζονται στις πληροφορίες. Αν και οι περισσότερες αποφάσεις δράσης πάρθηκαν επί τη βάση πληροφοριών και δεδομένων, εντούτοις οι διαθέσιμες πληροφορίες δεν συνδέθηκαν με τη ευρύτερη στρατηγική εικόνα. Ομοίως, ο David Kilcullen υποστηρίζει ότι οι αντίπαλοι μπορούν να «κρυφτούν» μέσα σε δεδομένα και πληροφορίες και να τις εκμεταλλευτούν. Κανένας εχθρός δεν θα εντυπωσιαστεί από τα διαθέσιμα δίκτυα συλλογής πληροφοριών της Αμερικανικής Αεροπορίας και θα παραδοθεί. Αντίθετα θα προσαρμοστεί και θα επιχειρήσει να εκμεταλλευτεί κάθε ενέργεια ή δράση της Αμερικανικής Αεροπορίας. Για κάθε δράση μιας δύναμης, υπάρχει μια αντίθετη δύναμη αντίδρασης.

Προτάσεις

Οι προσπάθειες της Αμερικανικής Αεροπορίας να αποδημήσει της αρχής της ποσότητας είχαν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας εξαιρετικά ικανής και θανατηφόρας αεροπορικής δύναμης. Την ίδια στιγμή όμως αυτή η δύναμη είναι ανεπαρκής για μακροχρόνιες επιχειρήσεις έναντι ενός αντιπάλου που διαθέτει ποσότητα. Ενώ η Αμερικανική Αεροπορία καταβάλει κάποιες προσπάθειες προς την κατεύθυνση της ποσότητας, όπως είναι η μαζική παραγωγή του F-35, η προμήθεια του F-15EX και η ανάπτυξη, με μικρό σχετικά κόστος, αξιόλογων τεχνολογιών αεροσκαφών, το μόνο που έχει πετύχει είναι να κρύψει και όχι να λύσει το πρόβλημα. Ο αντίπαλος δεν θα επιλέξει να πλήξει μόνο τις «αξιόλογες τεχνολογίες», αλλά θα στοχεύσει όλα τα στοιχεία που συνθέτουν τη δυνατότητα προβολής ισχύος της Αμερικανικής Αεροπορίας: Τα βομβαρδιστικά, τα αεροσκάφη συλλογής πληροφοριών, επιτήρησης και αναγνώρισης, τα αεροσκάφη εναέριου ανεφοδιασμού, τα μαχητικά αεροσκάφη κ.ά. Η ποσότητα είναι σημαντική παράμετρος σε ολόκληρο το φάσμα της αεροπορικής ισχύος.

Η Αμερικανική Αεροπορία, στο πλαίσιο της αξιολόγησης της παραδοσιακής έννοιας της ποσότητας, θα πρέπει να ηγηθεί των προσπαθειών του Υπουργείου Άμυνας έτσι ώστε να διασφαλίσει ότι θα είναι προετοιμασμένη για μια πιθανή σύγκρουση έναντι αντιπάλων ίδιας ισχύος. Η πρώτη της πράξη θα πρέπει να είναι ο ορισμός της ποσότητας, στο πλαίσιο του επιχειρησιακού δόγματος που εφαρμόζει. Το ερώτημα είναι: Μπορεί η αρχή της ποσότητας να αποδομηθεί μέσω της αύξησης της αποτελεσματικότητας ή αυτό ισχύει μόνο για επιχειρήσεις σε «εύκολα» επιχειρησιακά περιβάλλοντα και έναντι αδύναμων αντιπάλων; Είναι η αρχή της ποσότητας επαρκής συνθήκη σε περίπτωση σύγκρουσης με αντίπαλο ίδιας ισχύος;

Δεύτερον, η Αμερικανική Αεροπορία θα πρέπει να μελετήσει καλά την ικανότητα της να επιχειρεί δυνάμεις με βάση τα ιστορικά επίπεδα απωλειών και φθοράς στο μεσοδιάστημα μεταξύ δύο συγκρούσεων. Στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το Αεροπορικό Σώμα έχανε περίπου το 5% των βομβαρδιστικών αεροσκαφών, στη διάρκεια αποστολών βομβαρδισμού, από απρόβλεπτους παράγοντες. Το ίδιο ποσοστό καταγράφηκε και από την Ισραηλινή Πολεμική Αεροπορία στον πόλεμο του 1973. Μπορεί η Αμερικανική Αεροπορία να απορροφήσει αυτό το ποσοστό απρόβλεπτων απωλειών μεταξύ δύο πολέμων; Υπάρχουν αεροπορικά μέσα η απώλεια των οποίων θα έχει πιο αρνητική επίδραση σε σχέση με άλλα; Τα υπάρχοντα σχέδια ενσωματώνουν αυτή την πιθανότητα;

Τέλος, το Υπουργείο Άμυνας θα πρέπει να δώσει ιδιαίτερη προσοχή στις προσπάθειες πιθανών αντιπάλων, όπως είναι η Κίνα, να αυξήσουν τη δική τους ποσότητα. Η Κίνα είναι σήμερα η δεύτερη μεγαλύτερη αεροπορική δύναμη στον κόσμο, με περισσότερα από 600 μαχητικά αεροσκάφη 4ης γενιάς και έναν αυξανόμενο αριθμό μαχητών αεροσκαφών 5ης γενιάς. Από την άλλη, η Αμερικανική Αεροπορία διαθέτει πάνω από 2.000 μαχητικά αεροσκάφη, εκ των οποίων πάνω από 350 είναι 5ης γενιάς. Ωστόσο, όπως αποδεικνύεται από την τεράστια επέκταση του Κινεζικού Στρατού και Ναυτικού, τα τελευταία 20 χρόνια, αυτό το πλεονέκτημα μπορεί να χαθεί την ερχόμενη δεκαετία.

Η πρόσφατη ανακοίνωση ότι το J-20 θα εισέλθει σε μαζική παραγωγή θα πρέπει να αξιολογηθεί ως προειδοποιητικό σημάδι ότι άλλα κράτη παίρνουν στα σοβαρά την αντίληψη της ποσότητας. Ενώ είναι πιθανό τα τεχνολογικά πλεονεκτήματα και τα δίκτυα να είναι σε θέση να αντισταθμίσουν μια μείωση στην ποσότητα, εντούτοις θα ήταν εγκληματικό να στηριχθούμε μόνο σ’ αυτά τα πλεονεκτήματα μόνο και μόνο για να ανακαλύψουμε ότι δεν είμαστε οι μόνοι που τα διαθέτουμε. Η Αμερικανική Αεροπορία θα πρέπει να διασφαλίσει ότι έχει τους αριθμούς ή τη βιομηχανική βάση-ικανότητα να παράξει τους αριθμούς που είναι απαραίτητοι για να επικρατήσει στο πεδίο της μάχης, ακόμη και χωρίς ξεκάθαρο τεχνολογικό πλεονέκτημα.

Συμπέρασμα

Όταν οι ΗΠΑ εισήλθαν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η ηγεσία του Αεροπορικού Σώματος πίστευε ότι τα ασυνόδευτα βομβαρδιστικά, σε αποστολές βομβαρδισμού ακριβείας, την ημέρα, θα μπορούσαν να κερδίσουν τον πόλεμο. Ήταν λάθος και μάλιστα με μεγάλο κόστος σε ζωές και μέσα. Αλλά, η ποσότητα επέτρεψε στους διοικητές να αντικαταστήσουν γρήγορα τις απώλειες και ταυτόχρονα να αυξήσουν τη συνολική ισχύ. Με άλλα λόγια, η ποσότητα επέτρεψε στους διοικητές και τους επιτελείς να κάνουν λάθη, στο πλαίσιο της αβεβαιότητας που παράγει μια νέα σύγκρουση. Οι επιτελείς, πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, έκαναν λάθος για τις τακτικές αυτού του πολέμου, αλλά έδωσαν στους διοικητές ποσότητα, την οποία προσάρμοσαν στις ανάγκες του πολέμου. Ακόμη και αν ένας πόλεμος δεν είναι πιθανός, η ποσότητα παραμένει αναγκαία και απαραίτητη συνθήκη για την αποτροπή.

Ομοίως, οι σημερινοί επιτελείς δεν χρειάζεται να σκεφτούν και να σχεδιάσουν τα πάντα σωστά, πρέπει όμως να διασφαλίσουν ότι οι διοικητές θα έχουν στη διάθεση τους τα μέσα και τους πόρους που χρειάζονται για να πολεμήσουν και να νικήσουν. Αυτό σημαίνει επανεξέταση της αντίληψης περί ποσότητας, επανεκτίμηση των πιθανών απωλειών και, για μια ακόμη φορά, έμφαση σε μια από τις παλαιότερες αρχές του πολέμου: Τους αριθμούς.

Μπορείτε να διαβάσετε το πρωτότυπο κείμενο, στην αγγλική γλώσσα, στον παρακάτω σύνδεσμο: