Το συγκεκριμένο άρθρο δημοσιεύτηκε στις 2 Αυγούστου του 2024 στην ιστοσελίδα AEI (American Enterprise Institute), με τον τίτλο «Will Turkey Attack NATO with American Ships?» (δείτε ΕΔΩ) και συντάκτη τον Michael Rubin (ο Michael Rubin είναι συνεργάτης στο AΕΙ και ειδικεύεται στο Ιράν, την Τουρκία και την ευρύτερη Μέση Ανατολή). Το άρθρο πραγματεύεται τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις και την αναξιοπιστία της Τουρκίας ως συμμάχου στο ΝΑΤΟ. Η μετάφραση έγινε από τη συντακτική ομάδα του «DefenceReview.gr».

«Ο Πρόεδρος Τζο Μπάιντεν στήριξε την πώληση νέων F-16 και συλλογών αναβάθμισης στην Τουρκία με τη λογική ότι η συμφωνία ήταν απαραίτητη για να πείσει τον Πρόεδρο της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, να άρει την αντίρρησή του για την ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ. Πολλοί στο Κογκρέσο προειδοποίησαν ότι ήταν αφελής. Ενώ οι διπλωμάτες μπορεί να πουν ότι η Τουρκία δεσμεύτηκε να χρησιμοποιεί την αναβαθμισμένη αεροπορική της δύναμη μόνο για την άμυνα του ΝΑΤΟ, η απόφαση αγνόησε δεκαετίες τουρκικής ιστορίας, αλυτρωτικούς ισχυρισμούς της χώρας και χρόνια εξαπάτησης από τον Ερντογάν.

Αναλυτές στην Ευρώπη υποστήριξαν την μη έγκριση του τουρκικού προγράμματος F-16 για έναν επιπλέον λόγο: Ο Ερντογάν είναι πολύ πιο πιθανό να χρησιμοποιήσει τα όπλα αυτά εναντίον των συμμάχων του ΝΑΤΟ (ή του Ισραήλ) παρά εναντίον της Ρωσίας. Τα χρόνια πριν από την πώληση, η Τουρκία πετούσε τακτικά τα F-16 της πάνω από ελληνικά νησιά και εδάφη, οδηγώντας τον Υπουργό Εξωτερικών, Antony Blinken, να ζητήσει ρητή υπόσχεση από την Τουρκία ότι θα σταματήσει τέτοιες υπερπτήσεις, ως προϋπόθεση της πώλησης. Τέτοιες εγγυήσεις, ωστόσο, δεν έχουν νόημα για τον Ερντογάν.

Ο Μπάιντεν μπορεί να πίστεψε ότι έτσι ενισχύει το ΝΑΤΟ, φέρνοντας τη Σουηδία και τη Φινλανδία στη Συμμαχία και ότι κατευνάζει τον Ερντογάν, αλλά οι αποφάσεις του έθεσαν σε κίνδυνο τη Συμμαχία. Οποιοσδήποτε πόλεμος εντός του ΝΑΤΟ θα μπορούσε να διαταράξει μόνιμα τη συμμαχία. Ένα τέτοιο σενάριο μπορεί να φαίνεται μακρινό στην Ουάσιγκτον. Και πάλι όμως, ξανά και ξανά, σχεδόν κάθε εξοργιστική πράξη που διαπράττει ο Ερντογάν έχει τις ρίζες της σε μια ιδέα που το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και η φιλοτουρκική κοινότητα των δεξαμενών σκέψης απορρίπτουν ως απίθανη. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, για παράδειγμα, η Τουρκία δεν πλήρωσε ποτέ το τίμημα για την απειλή του συμβούλου του Ερντογάν, Εγκεμέν Μπαγκίς, το 2011, να χρησιμοποιήσει το Τουρκικό Ναυτικό, ακόμη και εναντίον Αμερικανών που εργάζονται σε κυπριακά κοιτάσματα φυσικού αερίου. «Έχουμε εκπαιδεύσει τους πεζοναύτες μας για αυτό. έχουμε εξοπλίσει το ναυτικό μας για αυτό. Όλες οι επιλογές είναι στο τραπέζι. οτιδήποτε μπορεί να γίνει», είχε δηλώσει.

Στα τέλη του περασμένου μήνα, καθώς η πολιτική επικαιρότητα της Ουάσιγκτον αποσπούσε την προσοχή των Αμερικανών και η κρίση στη Μέση Ανατολή ήταν σε εξέλιξη, η Τουρκία άρχισε να παρεμβαίνει σε ιταλικό σκάφος που εργαζόταν σε πρόγραμμα, που χρηματοδοτείται από την ΕΕ, για την τοποθέτηση ενός υποβρύχιου καλωδίου για σύνδεση των δικτύων ηλεκτρικής ενέργειας Κρήτης και Κύπρου. Επί 40 ώρες, ελληνικά και τουρκικά πλοία βρέθηκαν απέναντι. Οι τουρκικές εφημερίδες υποστήριξαν-ψευδώς-ότι η Ελλάδα είχε συναινέσει σε αναθεώρηση για τα ελληνικά χωρικά ύδατα υπέρ της Τουρκίας.

Αυτό που ούτε οι τουρκικές δυνάμεις ούτε το Πεντάγωνο αναγνώρισαν ήταν το εξής: Από τα πέντε τουρκικά πολεμικά πλοία που συμμετείχαν στο επεισόδιο της Κάσου, δύο ήταν το «Gokova» (F-496) και το «Goksu» (F-497). Οι Αμερικανοί μπορεί να γνωρίζουν καλύτερα αυτά τα πλοία με τα προηγούμενα ονόματά τους: USS «Samuel Eliot Morison» και USS «Escotin», που αντιπροσωπεύουν το ένα τέταρτο των φρεγατών κατευθυνόμενων πυραύλων κλάσης «Oliver Hazard Perry» που έχουν δώσει οι ΗΠΑ στην Τουρκία.

Η Τουρκία μπορεί να είναι μέλος του ΝΑΤΟ, αλλά είναι καιρός τόσο οι Δημοκρατικοί όσο και οι Ρεπουμπλικάνοι να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα: Η Τουρκία είναι πιο πιθανό να χρησιμοποιήσει οποιοδήποτε αμερικανικό όπλο αποκτήσει εναντίον των Αμερικανών και των συμμάχων της στο ΝΑΤΟ παρά για την άμυνά της. Οι στρατιωτικές πωλήσεις δεν αφορούν μόνο το κέρδος. Δημιουργούν μια σχέση πολλών δεκαετιών που περιλαμβάνει όχι μόνο την ίδια την πώληση αλλά την εκπαίδευση και τη συντήρηση που τη συνοδεύουν. Αυτό το διπλωματικό μέρισμα λειτουργεί μόνο όταν οι κυβερνήσεις είναι σταθερές και μοιράζονται κοινές αξίες. Ένας καλός εμπειρικός κανόνας είναι ότι εάν η Ουάσιγκτον δεν μπορεί να προβλέψει τη μορφή μιας χώρας ή του συστήματος διακυβέρνησής της για μια δεκαετία στο μέλλον, είναι σοφότερο να μην της παρέχει εξελιγμένα όπλα.

Η Τουρκία είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Είναι καιρός να αναγνωρίσουμε ότι με τη μεταφορά όπλων στην Τουρκία, κάθε κυβέρνηση των ΗΠΑ, από τον Τζορτζ Μπους και μετά, δεν χτίζει σταθερότητα ούτε ενισχύει το ΝΑΤΟ. Επιτρέπουν τον πόλεμο και διακινδυνεύουν τη συνοχή του ΝΑΤΟ αν όχι την ύπαρξη του».