Τις πρώτες πρωινές ώρες της 26ης Φεβρουαρίου η Ινδία πραγματοποίησε αεροπορική επιδρομή στην πόλη Balakot του Πακιστάν. Στόχος των ινδικών Mirage-2000 ήταν, όπως ανακοίνωσαν οι πακιστανικές αρχές, μια ακατοίκητη περιοχή σε δασώδες ύψωμα πλησίον της πόλης Balakot. Στην καταγγελία του Πακιστάν η Ινδία απάντησε ότι προχώρησε σ’ αυτό το προληπτικό πλήγμα για να καταστρέψει υποδομές της τρομοκρατικής οργάνωσης «Jaish-e-Mohammed» στην περιοχή.
Την επομένη, 27 Φεβρουαρίου, το Πακιστάν ανταπέδωσε το πλήγμα με το γνωστό αποτέλεσμα την κατάρριψη ενός ινδικού MiG-21 και την κράτηση ενός Ινδού πιλότου μέχρι την απελευθέρωση του, την 1η Μαρτίου. Στην αεροπορική επιδρομή η Ινδία χρησιμοποίησε 12 Mirage-2000 εξοπλισμένα με κατευθυνόμενες βόμβες SPICE-2000, αντίστοιχες των αμερικανικών JDAM, και κατευθυνόμενα βλήματα Popeye, αμφότερα ισραηλινής προέλευσης. Τη δύναμη κρούσης συνόδευαν τέσσερα (4) Su-30MKI, αεροσκάφη έγκαιρης προειδοποίησης και ελέγχου, UAV τύπου Heron και αεροσκάφη εναέριου ανεφοδιασμού Il-78.
Οι αναλύσεις που ακολούθησαν την επιχείρηση της Ινδίας είναι πολλές και κυρίως επικεντρώνονται στις επιδόσεις του συνδυασμού των γαλλικών αεροσκαφών με τα ισραηλινά όπλα. Οι περισσότερες αναλύσεις, που ακολούθησαν την επιδρομή, εξετάζουν και αναλύουν το κατά πόσο οι προσβολές ακριβείας με κατευθυνόμενα όπλα είναι μια εύκολη υπόθεση ή όχι. Η απάντηση είναι ότι παρά το γεγονός ότι τα κατευθυνόμενα όπλα έχουν συνδράμει τα μέγιστα σ’ αυτό που αποκαλούμε «προσβολές ακριβείας», εντούτοις δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Είναι μια διαδικασία με πολλές παραμέτρους, η οποία απαιτεί εκτεταμένη εκπαίδευση και άρτια οργάνωση.
Σύμφωνα με δημοσιεύματα του ινδικού τύπου, αμέσως μετά το περιστατικό, στόχος της Ινδίας ήταν οι εγκαταστάσεις εκπαίδευσης της τρομοκρατικής οργάνωσης «Jaish-e-Mohammed» στην περιοχή, ενώ το βασικό μέσο επίτευξης των προσβολών ήταν οι κατευθυνόμενες βόμβες SPICE-2000, πιστοποιημένες τόσο στα Mirage-2000 όσο και στα Su-30MKI. Η συλλογή SPICE τροποποιεί τις βόμβες ελεύθερης πτώσης Mk.83 (1.000 λίβρες, 453 κιλά) και Mk.84 (2.000 λίβρες, 906 κιλά) σε πυρομαχικά ακριβείας (SPICE-1000 και SPICE-2000 αντίστοιχα). Η κάθε συλλογή ενσωματώνει ηλεκτροπτικό σύστημα καθοδήγησης και σύστημα GPS (Global Positioning System). Το μέγιστο βεληνεκές των SPICE ανέρχεται στα 100 χιλιόμετρα, ανάλογα με το ύψος άφεσης.
Ινδία και Πακιστάν αντιμάχονται, μέχρι σήμερα, για το αποτέλεσμα των επιδρομών, με την Ινδία να δηλώνει ότι πέτυχε τους στόχους που είχε θέσει, δηλαδή ότι κατέστρεψε με επιτυχία υποδομές και σκότωσε δεκάδες τρομοκράτες, ενώ το Πακιστάν ισχυρίζεται ότι η Ινδία δεν κατέστρεψε τίποτα. Μια ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια που έχει καταγραφεί στα ινδικά μέσα ενημέρωσης είναι ότι η Ινδία χρησιμοποίησε μια έκδοση του SPICE-2000 με μειωμένη ποσότητα εκρηκτικής ύλης, αλλά με μεγαλύτερη ικανότητα διάτρησης, ειδικά σχεδιασμένη να προσβάλει κτίρια, αλλά να μην εκτονώνει την καταστροφική της ισχύ στο πρώτο πλήγμα, αλλά να εξαπολύει την ισχύ της στο εσωτερικό του κτιρίου για μεγαλύτερα καταστροφικά αποτελέσματα.
Ωστόσο δορυφορικές εικόνες υψηλής ανάλυσης, από την European Space Imaging, οι οποίες είναι διαθέσιμες στο διαδίκτυο και αναφέρουν ημερομηνία λήψης την επομένη των επιδρομών (οι επεξηγηματικές προσθήκες στις εικόνες έχουν γίνει από την ιστοσελίδα «The Strategist»), δεν δείχνουν καταστροφή κτιρίων, ούτε σημείο εισόδου στην οροφή των κτιρίων, ενώ σημειώνουν τα σημεία πτώση των SPICE-2000, μακριά από τα κτίρια. Το ερώτημα που προκύπτει είναι εάν τα SPICE-2000 απέτυχαν να αποδώσουν σύμφωνα με τις προδιαγραφές τους ή υπήρξε πρόβλημα στις διαδικασίες στόχευσης.
Τα δεδομένα, όπως αυτά προκύπτουν από τις επεξηγηματικές προσθήκες επί των φωτογραφιών, είναι ότι τουλάχιστον τρείς (3) βολές SPICE-2000 αστόχησαν προς την ίδια κατεύθυνση και με παρόμοια απόκλιση βεληνεκούς, σε σχέση με τους πιθανούς στόχους, περίπου 150 με 200 μέτρα. Δεδομένου ότι τα SPICE-2000 χρησιμοποιούν ηλεκτροπτικό και σύστημα καθοδήγησης GPS και κατευθύνονται προς το στόχο με τη μέθοδο της ολίσθησης (glide), αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η ακρίβεια στην προσβολή προσδιορίζεται από τις ορθές τιμές υψομέτρου και γεωγραφικού μήκους και πλάτους. Το SPICE-2000 δεν πέφτει κάθετα στο στόχο, αλλά ολισθαίνει προς τη μοναδική τιμή που αναγνωρίζει και η οποία καθορίζεται από το υψόμετρο, το γεωγραφικό μήκος και το γεωγραφικό πλάτος, δηλαδή εκεί που είναι το επιθυμητό σημείο προσβολής. Οποιοδήποτε λάθος σε μια από αυτές τις τιμές σημαίνει αστοχία.
Από την άλλη πλευρά η χρήση του ηλεκτροπτικού συστήματος καθοδήγησης προϋποθέτει μεγάλη προεργασία πριν την επιδρομή με τη συλλογή φωτογραφικών δεδομένων και την ανάπτυξη συγκεκριμένου και λεπτομερούς σχεδίου πτήσης του βλήματος, με το οποίο θα «ενημερωθεί» το βλήμα και θα το ακολουθήσει. Τα δεδομένα δείχνουν ότι η Ινδία δεν επέλεξε τη χρήση του ηλεκτροπτικού συστήματος καθοδήγησης των SPICE-2000, αλλά το σύστημα καθοδήγησης GPS. Είναι όμως πιθανό το σύστημα GPS να προκαλέσει λάθος στις συντεταγμένες και να οδηγήσει ένα βλήμα στην αστοχία; (το κείμενο συνεχίζεται μετά τις φωτογραφίες)
Σύμφωνα με την εταιρία παροχής υπηρεσιών χαρτογράφησης esri μπορεί. Όπως αναφέρει η esri «η ακρίβεια του GPS, ως προς το ύψος, εξαρτάτε από πολλούς παράγοντες, αλλά ο πιο κρίσιμος είναι η καμπυλότητα της γης. Το ύψος μπορεί να μετρηθεί με δύο τρόπος. Το GPS υπολογίζει το ύψος πάνω από την ελλειψοειδή αναφορά, η οποία προσεγγίζει την επιφάνεια της γης. Το παραδοσιακό ορθομετρικό ύψος είναι το ύψος πάνω από μια φανταστική επιφάνεια, που ονομάζεται γεωειδής, η οποία καθορίζεται από τη βαρύτητα της γης και προσεγγίζεται από το Μέσω Επίπεδο της Θάλασσας. Η διαφορά μεταξύ των δύο υψών ονομάζεται γεωειδές ύψος».
Συνεπώς ένα βλήμα με σύστημα καθοδήγησης GPS μπορεί να αστοχήσει λόγω της διαφοράς μεταξύ της τιμής του ελλειψοειδούς ύψους και της τιμής του ορθομετρικού ύψους, δηλαδή της τιμής του γεωειδούς ύψους. Με άλλα λόγια απαιτείται η ακριβής μετατροπή της μίας από τις δύο τιμές στην άλλη για να προσδιοριστεί το ακριβές ύψους που βρίσκεται ο στόχος. Σε περίπτωση αδυναμία μετατροπής ή λανθασμένης μετατροπής, επέρχεται αστοχία. Κάτι τέτοιο μπορεί να έγινε και στην περίπτωσης των ινδικών προσβολών. Δηλαδή τα SPICE-2000 να προγραμματίστηκαν να πέσουν στην τιμή του ελλειψοειδούς ύψους, ενώ στην πραγματικότητα ο στόχος βρισκόταν στην τιμή του ορθομετρικού ύψους, η οποία, σύμφωνα με το «The Strategist» είναι 33 μέτρα (τιμή γεωειδούς ύψους). Έτσι τα βλήματα πέρασαν πάνω από τους στόχους και προσγειώθηκαν 150-200 μέτρα μακρύτερα. Με άλλα λόγια οι SPICE-2000 «έβλεπαν» τους στόχους 33 μέτρα ψηλότερα απ’ ότι ήταν στην πραγματικότητα.
Η επιδρομή της Ινδίας και τα αποτελέσματα της καταδεικνύουν ότι τα κατευθυνόμενα όπλα, είτε είναι βόμβες, είτε είναι βλήματα, έχουν βελτιώσει σημαντικά την ακρίβεια των αεροπορικών προσβολών, αλλά η διάθεση και χρήση τους, δεν εξασφαλίζουν το επιθυμητό αποτέλεσμα, χωρίς την κατάλληλη προετοιμασία, προπαρασκευή και φυσικά εκπαίδευση και εξοικείωση. Είναι πολύ χρήσιμα όπλα, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να υποκαταστήσουν τον ανθρώπινο παράγοντα.