Επανερχόμενοι στο ζήτημα του εκσυγχρονισμού των συστημάτων MLRS του Ελληνικού Στρατού, εξετάζουμε αυτή τη φορά την υποστρατηγκή διάσταση το Μ-270 όχι μόνο για το Πυροβολικό, αλλά και για όλες τις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις. Στο τι ακριβώς περιλαμβάνει η γερμανική πρόταση εκσυγχρονισμού του συστήματος MLRS, το DR αναφέρθηκε αναλυτικά σχετικά πρόσφατα, οπότε δεν θα επανέλθουμε (https://defencereview.gr/german-kmw-modernization-program-for-hellenic-artillery-m-270-mlrs/) .
Πέρα από τη δυνατότητα που προσφέρεται μέσω της γερμανικής πρότασης για την πλήρη και χωρίς περιορισμούς αξιοποίηση παλιών και νέων πυρομαχικών και από το εκσυγχρονισμένο σύστημα, το σημαντικότερο πλεονέκτημά της έναντι της αμερικανικής πρότασης, θα είναι η δυνατότητα χρήσης του νέας γενιάς πυραύλου cruise τύπου JFS-M που αναμένεται να ενταχθεί σε υπηρεσία εντός των επόμενων τριών ετών. Μέχρι το τέλος του 2025 δηλαδή.
Πρόκειται για εντελώς νέο όπλο στο οποίο το DR είχε αναφερθεί επιγραμματικά (https://defencereview.gr/ila-2022-i-mbda-paroysiazei-to-koryfaio-vlima-e/ ) . Παρακάτω θα αναφερθούμε συνολικά στις δυνατότητες του όπλου και τις επιχειρησιακές του προοπτικές. Όπως πολύ ορθά τέθηκε μέσα από το σχολιασμό σε αφιέρωμα του DR σχετικά με τη δημιουργία επαρκούς αντιβαλλιστικής άμυνας από την πλευρά της Ελλάδας, το κόστος είναι πραγματικά τεράστιο.
Επειδή αυτό είναι απόλυτα αληθές, η λογική οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις επιβάλλεται να αποκτήσουν και επιθετική –αποτρεπτική ισχύ, μέσω της απόκτησης ικανού αριθμού βαλλιστικών και cruise πυραύλων. Ελπίζουμε ότι και η ελληνική πολιτική και στρατιωτική ηγεσίες θα υιοθετήσουν άμεσα όχι μόνο αυτή τη λογική αλλά και τις νέες πρακτικές και τακτικές που πηγάζουν από τα διδάγματα στο σύγχρονο πεδίο επιχειρήσεων.
Οι ρωσικές δυνάμεις αξιοποίησαν στην Ουκρανία την αεροπορική τους ισχύ κατά την αρχική φάση των επιχειρήσεων και κατόπιν, λόγω των απωλειών τους κυρίως σε επιθετικά ελικόπτερα, στράφηκαν σχεδόν αποκλειστικά στην αξιοποίηση του πανίσχυρου Πυροβολικού τους, με παράλληλη ευρύτατη χρήση μη επανδρωμένων αεροσκαφών για σκοπούς στοχοποίησης. Το γεγονός ότι φτάσαμε να διαβάζουμε ως είδηση την ανταλλαγή μαχητικών τύπου Su-35 με εκατοντάδες μη επανδρωμένα αεροσκάφη από το Ιράν (!), μεταξύ Μόσχας και Τεχεράνης, είναι κάτι που μάλλον πρέπει να μας προβληματίσει πολύ σοβαρά σήμερα και οπωσδήποτε στο άμεσο μέλλον.
Ελπίζουμε επίσης ότι αυτά τα δεδομένα θα προβληματίσουν εξόχως την ελληνική στρατιωτική ηγεσία πρωτίστως, προς οριστική ματαίωση της φαραωνικής προμήθειας των τριών MQ-9B, τη στιγμή που είναι απόλυτη ανάγκη να αναζητηθούν οικονομικότερες και συνολικότερες λύσεις για την κάλυψη των τεράστιων αναγκών των Ενόπλων Δυνάμεων σε αυτό τον τομέα.
Κλείνουμε την παρένθεση και επιστρέφουμε στη γερμανική πρόταση εκσυγχρονισμού των ελληνικών Μ-270 και στο JFS-M (Joint Fire Support Missile). Πρόκειται για όπλο που εφόσον αποκτηθεί θα αποτελέσει την ισχυρότερη απάντηση στη αδιάκοπη και σε όλα τα επίπεδα προσπάθεια της Τουρκίας να απομονώσει τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου, δημιουργώντας μέσω δικτύου πυραυλικών συστημάτων, πλέγμα αντι-πρόσβασης και άρνησης περιοχής (Α2/AD).
Για να αποκτήσει τη δυνατότητα καταστροφής φυσαλίδων A2/AD ο Γερμανικός Στρατός αποφάσισε την ανάπτυξη ενός νέου πυραύλου cruise που θα μπορεί να εκτοξευθεί από τα συστήματα M-270 MLRS που διαθέτει σε υπηρεσία ως MARS (Medium Artillery Rocket System). Θα μπορεί δηλαδή να αξιοποιηθεί σε ικανούς αριθμούς. Η υιοθέτηση της λύσης βαλλιστικού πυραύλου για το σκοπό αυτό, προς αξιοποίηση από τα γερμανικά εκσυγχρονισμένα MARS II ήταν εναλλακτική με αρκετά μεγαλύτερο κόστος, αλλά και περιορισμούς.
Σε αντίθεση λοιπόν με τις ΗΠΑ όπου τελεί υπό ανάπτυξη ο βαλλιστικός PrSM (Precision Strike Missile), στην Ευρώπη υιοθετήθηκε η λύση πυραύλου cruise για την απόδοση ικανότητας πληγμάτων ακριβείας σε μεγάλες αποστάσεις από τα εκσυγχρονισμένα συστήματα M-270 MLRS του Γερμανικού και του Γαλλικού Στρατού σε πρώτη φάση. Με όσα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα συνεπάγεται αυτή η επιλογή.
Τα σύγχρονα πυρομαχικά που μπορεί να αξιοποιήσει το εκσυγχρονισμένο MARS II, όπως και το αμερικανικής διαμόρφωσης M-270A1, είναι η κατευθυνόμενη ρουκέτα GMLRS με ακτίνα 84 χιλιομέτρων, η ρουκέτα GMLRS-ER ακτίνας 120 τουλάχιστον χιλιομέτρων και ο MGM-168 Block 4A ATACMS, βεληνεκούς 300 τουλάχιστον χιλιομέτρων.
Η σημαντικότερη διαφοροποίηση λοιπόν, σε σχέση με τους Αμερικανούς, πέρα από τον εκσυγχρονισμό του ίδιου του συστήματος MLRS, εντοπίζεται στα όπλα μακρού πλήγματος. O PrSM θα αποκτήσει IOC, αρχική επιχειρησιακή ικανότητα δηλαδή, εντός του 2023. Η μεγαλύτερη των 500 χιλιομέτρων ακτίνα του, η μεγαλύτερη σε σχέση με αυτή του JFS-M πολεμική κεφαλή και η τροχιά σε συνδυασμό με τη μεγαλύτερη ταχύτητα μετάβασης στο στόχο, είναι τα σημαντικότερα πλεονεκτήματά του.
Το υψηλότερο κόστος του ανά μονάδα, σε συνδυασμό με το ότι θα μπορεί να φέρεται σε μικρότερους αριθμούς (δύο αντί τεσσάρων για τον JFS-M) από τους εκτοξευτές του συστήματος MLRS, είναι τα σημαντικότερα μειονεκτήματά του. Η ομάδα των γερμανικών εταιρειών που εμπλέκονται στην ανάπτυξη του JFS-M και της οποίας ηγείται η MBDA Γερμανίας, περιλαμβάνει τις KMW και ESG. H τελευταία έχει αναλάβει την ενσωμάτωση του όπλου στο σύστημα ADLER III του Γερμανικού Στρατού που χρησιμοποιείται για τη διαχείριση πληροφοριών και τη στοχοποίηση Πυροβολικού (C4I).
Προκειμένου να μειωθεί το κόστος ανάπτυξης του νέου πυραύλου cruise, αποφασίστηκε εξαρχής η αξιοποίηση συστημάτων και απαρτίων από άλλους πυραύλους της MBDA. Για παράδειγμα η αεροδυναμική διαμόρφωση του JFS-M είναι αυτή που έχει παγιωθεί για το αερομεταφερόμενο SmartGlider. Το μήκος του όπλου είναι 2,6 μέτρα και η μέγιστη διάμετρός του 29 εκατοστά. Το πτερυγικό εκπέτασμα φτάνει τα 1,5 μέτρα, ενώ τα τέσσερα ουραία πτερύγια έχουν διάταξη Χ.
Ο κινητήρας όπως σε όλα σχεδόν τα όπλα του είδους αυτού, είναι ένας μικρός στροβιλοκινητήρας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση αναπτύσσεται από εταιρεία με έδρα το ανατολικό τμήμα της Γερμανίας, η οποία δεν έχει κατονομαστεί προς το παρόν. Κατά την εκτόξευση η αρχική επιτάχυνση του όπλου, μέχρι την ανάπτυξη ταχύτητας πλεύσης επαρκούς για την ασφαλή λειτουργία του στροβιλοκινητήρα, θα εξασφαλίζεται από επιταχυντή (booster).
H MBDA έχει αναλάβει την ανάπτυξή του σε συνεργασία με τη Bayern-Chemie, που είναι και ο κατασκευαστής των περισσότερων επιταχυντών που χρησιμοποιούνται στα πυραυλικά συστήματα της MBDA. H ταχύτητα πλεύσης του JFS-M θα κυμαίνεται μεταξύ Mach 0,5 και Mach 0,9. Ήτοι μεταξύ 600 και 1000 χιλιομέτρων ανά ώρα.
Δεν έχει διευκρινιστεί μέχρι στιγμής αν η ώση του κινητήρα του όπλου θα είναι μεταβαλλόμενη (throttable) από το ίδιο το σύστημα ελέγχου πτήσης του όπλου, ή από το έδαφος, προκειμένου να επιτυγχάνεται η μέγιστη δυνατή απόσταση κρούσης που λόγω της συνθήκης INF τοποθετείται κάτω από τα 500 χιλιόμετρα.
Με τη μέγιστη ταχύτητα πλεύσης των 1000 χιλιομέτρων ανά ώρα, το JFS-M θα μπορεί να πλήττει στόχους σε απόσταση 499 χιλιομέτρων εντός 30 λεπτών. To βάρος του όπλου κατά την εκτόξευση του, θα ανέρχεται σε 250 έως 300 κιλά. Το σύστημα καθοδήγησής τους θα είναι συνδυασμός GNSS (ευρωπαϊκό δορυφορικό σύστημα ναυτιλίας) και INS, ενώ παράλληλα θα αξιοποιηθεί και σύστημα σύγκρισης-παραβολής απεικονίσεων (ψηφιακών φωτογραφιών) της ευρύτερης περιοχής του στόχου.
Οι απεικονίσεις αυτές που θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν από το σύστημα σχεδίασης αποστολής του JFS-M για τη σύνθεση μίας τρισδιάστατης απεικόνισης της περιοχής του στόχου, αλλά και του εδαφικού ανάγλυφου της διαδρομής του όπλου προς το στόχο ή τους στόχους που έχουν επιλεγεί, σε ελάχιστο χρονικό διάστημα. Αυτή η ολοκληρωμένη τρισδιάστατη απεικόνιση θα μπορεί να εισαχθεί στο σύστημα ναυτιλίας του JFS-M (Image Based Navigation) για την καθοδήγησή του μέχρι το στόχο.
To ίδιο σύστημα θα χρησιμοποιείται για την σχεδίαση διαδρομών οι οποίες θα τροφοδοτούν τα συστήματα καθοδήγησης πολλών JFS-M τα οποία θα κατευθύνονται στον ίδιο στόχο (Multiple Missile Simultaneous Impact – MMSI), που είναι αντίστοιχο του MRSI – Multiple Round Simultaneous Impact). Σκοπός είναι ο κορεσμός της εχθρικής αεράμυνας μέσω της επίθεσης από πολλές διαφορετικές κατευθύνσεις, ενώ μέσω του συστήματος σχεδίασης αποστολής μπορούν να αποφευχθούν και περιοχές στις οποίες είναι γνωστό ότι υπάρχει πυκνό αντιαεροπορικό/αντιπυραυλικό δίκτυο.
Ο αρχικός σχεδιασμός προέβλεπε την ενσωμάτωση τριών JFS-M σε κάθε έναν από τους δύο εκτοξευτές του MARS II. Σύνολο τέσσερα όπλα, αντί δύο PrSM ή ενός ATACMS. Πρόβλεψη υπάρχει ήδη για την ανάπτυξη εκτοξευτών JFS-M από μονάδες επιφανείας, αλλά και για την ανάπτυξη αερομεταφερόμενης έκδοσης η οποία φυσικά δεν θα διαθέτει επιταχυντή (booster). To JFS-M θα αξιοποιεί συνδυασμό σχεδιαστικών χαρακτηριστικών VLO και προφίλ πτήσης σε μικρό ύψος, προκειμένου να είναι δύσκολα εντοπίσιμο και ανασχέσιμο. Η φιλοσοφία Man-In-the-Loop θα είναι και εδώ σε ισχύ, οπότε θα υπάρχει η δυνατότητα παρέμβασης εν πτήσει προς αλλαγή του στόχου.
Η ανθρώπινη παρέμβαση θα διασφαλίζεται μέσω αμφίδρομης ζεύξης δεδομένων και εντολών ελέγχου. Πέρα από τη δυνατότητα αυτόματης και ταχείας σύγκρισης απεικονίσεων για την ακριβή ναυτιλία και ταυτοποίηση του στόχου, το JFS-M θα μπει σε παραγωγή σε αρκετές διαφορετικές εκδόσεις εξοπλισμένο είτε με ηλεκτροοπτικούς αισθητήρες (τηλεοπτικό ΕΟ ημέρας και υπέρυθρο IR), είτε ακόμα και με παθητικό ηλεκτρομαγνητικό και με μικρότερη πολεμική κεφαλή για την καταστροφή ραντάρ του αντιπάλου.
Το όπλο δηλαδή θα μπορεί αυτόνομα να αναζητά πηγές ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας και να τις πλήττει. Όλοι αυτοί οι αισθητήρες φυσικά δεν θα είναι ενσωματωμένοι σε ένα όπλο αλλά σε διαφορετικές εκδόσεις του που θα είναι κατάλληλες για την καταστροφή στόχων διαφορετικού είδους. Θωρακισμένων και μη, κινητών και σταθερών.
Καταλήγοντας, πρέπει να επισημανθεί ότι το κόστος του θα είναι πολύ χαμηλότερο από το αντίστοιχο των προηγούμενης γενιάς και μεγαλύτερων αερομεταφερόμενων SCALP-EG και TAURUS KEPD 350, με ότι αυτό σημαίνει. Η χαμηλότερη τιμή του αποδίδεται στην εκμετάλλευση ήδη διαθέσιμων τεχνολογιών και συστημάτων από άλλα πυραυλικά συστήματα της MBDA. Για την Ελλάδα και το Πυροβολικό της, οι επιχειρησιακές προοπτικές που φέρνει είναι πάρα πολύ σημαντικές για να αγνοηθούν.