H διαρκής, πολυεπίπεδη και από κάθε πλευρά παρακολούθηση των κινήσεων των ρωσικών δυνάμεων στην Ουκρανία, είναι ο παράγοντας που κατά κύριο λόγο έχει επιτρέψει στις δυνάμεις της να συνεχίσουν τις επιχειρήσεις και να επιτύχουν σημαντικά πλήγματα εις βάρος της ρωσικής πολεμικής μηχανής. Πρόκειται για παράγοντα στο οποίο έχει αποδοθεί ελάχιστη σημασία από τα διεθνή και εγχώρια μέσα μαζικής ενημέρωσης. Η επιχειρησιακή αξία της πληροφορίας δε, έχει υποβαθμιστεί (προφανώς σκόπιμα) και από πολλούς δυτικούς αναλυτές, προκειμένου να μην αναδειχθεί το μέγεθος της εμπλοκής των αμερικανικών κυρίως ενόπλων δυνάμεων στις επιχειρήσεις στην Ουκρανία.
Και τούτο διότι σημασία δεν έχει μόνον να διαθέτουμε τα όπλα που μπορούν να χτυπήσουν στόχους σε μεγάλες αποστάσεις αλλά να έχουμε και τα μέσα που μπορούν να δώσουν εικόνα των στόχων σε μεγάλες αποστάσεις.
Τα αεροσκάφη ηλεκτρονικής παρακολούθησης (E-8 JSTARS) αλλά και επιτήρησης (P-8A και E-3A Sentry) της Αμερικανικής Αεροπορίας και του ΝΑΤΟ και της βρετανικής RAF αντίστοιχα, σε συνδυασμό με τα μη επανδρωμένα RQ-4B Global Hawk που καθημερινά πετούν περιμετρικά της Ουκρανίας, δεν είναι οπωσδήποτε τα μοναδικά δυτικά πτητικά μέσα συλλογής πληροφοριών και επιτήρησης. Εξίσου βαρύνοντα ρόλο σε αυτή τη διαδικασία έχουν τα αμερικανικά κυρίως δορυφορικά δίκτυα επιτήρησης και συλλογής πληροφοριών. Στις απεικονίσεις που συλλέγουν αυτά τα δίκτυα έχει δοθεί πρόσβαση στις ουκρανικές δυνάμεις, μέσω ιδιωτικών εταιρειών παροχής υπηρεσιών, από ότι έχει ανακοινωθεί, προκειμένου να αποφεύγεται οποιαδήποτε αναφορά σε δυτικές δυνάμεις.
Τη μεγαλύτερη σημασία για την Ελλάδα και τις Ένοπλες Δυνάμεις της και συνεπώς και για την ελληνική αποτρεπτική ισχύ συνολικά, έχει το ότι μέσω του δορυφορικού δικτύου Helios που πλέον αποκτά σταδιακά πανευρωπαϊκό χαρακτήρα, η χώρα μας έχει εδώ και αρκετά χρόνια αποκτήσει πρόσβαση σε τέτοιες ζωτικής επιχειρησιακής αξίας, πληροφορίες. Η Ελλάδα μάλιστα ήταν και μεταξύ των πρώτων ευρωπαϊκών χωρών που συμμετείχαν στην τρίτη φάση της εξέλιξης του ευρωπαϊκού, στρατιωτικού, δορυφορικού δικτύου επιτήρησης/παρατήρησης Helios που πλέον μετεξελίσσεται στο MUSIS (Multinational Space-based Imaging System).
To πρόγραμμα MUSIS αποτελεί συνδυασμό όλων των ευρωπαϊκών δορυφορικών προγραμμάτων στρατιωτικής επιτήρησης/παρατήρησης. Των Helios II, μέλη του οποίου είναι η Γαλλία, η Ισπανία, η Ελλάδα και το Βέλγιο, του SARah που αποτελεί διάδοχο του γερμανικού δικτύου δορυφόρων SAR-Lupe, του ιταλικού COSMO-SkyMed και του ισπανικού SEOsat-Ingenio. H Ελλάδα ήταν μεταξύ των κρατών που συμμετείχαν στο πρόγραμμα MUSIS από την ιδρυτική του διακήρυξη του 2006. Μαζί με τη Γαλλία, τη Γερμανία, το Βέλγιο και την Ισπανία. Λίγο αργότερα, το 2010 (Δεκέμβριος), στο πρόγραμμα προσχώρησε και η Πολωνία, ενώ επίσημο ενδιαφέρον είχε εκδηλώσει και η Σουηδία.
Προς το παρόν η Γαλλία έχει αποφασίσει τον τερματισμό της λειτουργίας των δορυφόρων του δικτύου Helios λόγω ηλικίας, μετά την εκτόξευση και είσοδο σε τροχιά των πιό εξελιγμένων CSO-1 (Composante Spatial Optique) τον Δεκέμβριο του 2018 και CSO-2 τον Δεκέμβριο του 2020. Στο δίκτυο CSO στο οποίο θα προστεθεί και ένας τρίτος δορυφόρος, ο CSO-3, θα ενταχθούν και η Ισπανία μαζί με την Ελλάδα, ενώ ήδη έχει ενταχθεί η Σουηδία. Το γαλλικό δίκτυο CSO, στο οποίο συμμετέχουν επίσης η Γερμανία, η Ιταλία και το Βέλγιο, ενώ η Γαλλία έχει ήδη επενδύσει περισσότερα από 1,3 δισεκατομμύρια ευρώ σε αυτό.
Συνεπώς οι στόχοι της ενοποίησης του προγράμματος MUSIS δεν έχουν ακόμη υλοποιηθεί καθώς το δίκτυο CSO εξακολουθεί να συνεργάζεται με το γερμανικό SAR-Lupe για τη λήψη απεικονίσεων SAR (Synthetic Aperture Radar), μέχρι την αντικατάστασή του από το νεότερης γενιάς SARah. Η ίδια συνεργασία ισχύει και με το ιταλικό COSMO-SkyMed, ενώ ο ισπανικός SEOsat-Ingenio έχει απενεργοποιηθεί λόγω παλαιότητας
Η προϊστορία
Το στρατιωτικό δορυφορικό δίκτυο Helios, το συνολικό κόστος του οποίου ξεπέρασε τα δύο δισ. ευρώ, δημιουργήθηκε μετά από απόφαση της γαλλικής κυβέρνησης το 1986. Αποτελείται από δύο δορυφόρους της πρώτη γενιάς Helios-Ι και δύο 2ης γενιάς, Helios -ΙΙ. Πρόκειται για το πρώτο στρατιωτικό, δορυφορικό δίκτυο επιτήρησης/παρατήρησης που αναπτύχθηκε στην Ευρώπη, χρηματοδοτούμενο από κοινού από τη Γαλλία, Ιταλία και Ισπανία. Κύριος ανάδοχος για το σύστημα αλλά και για τον εξοπλισμό εδάφους και στις τρεις χώρες είναι η εταιρεία Astrium (Airbus Space σήμερα). Ο Helios IA εκτοξεύτηκε στις 7 Ιουλίου 1995, ενώ ο διάδοχός του Helios IB ακολούθησε στις 3 Δεκεμβρίου 1999.
Το σύστημα Helios I περιλαμβάνει το διαστημικό τμήμα με τους δύο δορυφόρους, το επίγειο τμήμα με το κύριο κέντρο ελέγχου του συστήματος, και, σε καθεμία από τις τρεις συμμετέχουσες χώρες, ένα κέντρο ελέγχου συστήματος και ένα κέντρο συλλογής δορυφορικών δεδομένων. Οι δορυφόροι Helios I αποτελούν σχεδίαση με ικανότητα πολλαπλών αποστολών, που αναπτύχθηκε στο πλαίσιο της στρατηγικής αυξημένης ομοιοτυπίας των συστημάτων Spot 4/Helios, με δυνατότητα μεταφοράς αποκλειστικά στρατιωτικού φορτίου. Το βάρος τους φτάνει τους 2,5 τόνους.
Για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος της επιχειρησιακής και στρατηγικής του αξίας, αρκεί να αναφερθεί ότι μέσω του προγράμματος Helios τέθηκε σε λειτουργία το μόνο εκτός ΗΠΑ και Ρωσίας πριν από 25 περίπου χρόνια, υψηλής διακριτικής ικανότητας δορυφορικό δίκτυο τηλεπισκόπισης. Επιτήρησης και παρακολούθησης για στρατιωτικούς σκοπούς για την ακρίβεια. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ευρωπαϊκου δορυφορικού δικτύου, που όπως θα αναλυθεί παρακάτω επεκτείνεται πολύ περισσότερο πλέον μέσω της συμμετοχής πολλών χωρών, είναι η ακρίβεια της περιστροφής και της θέσης των δορυφόρων του.
Αυτό το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ήταν που επέβαλλε την ανάπτυξη ενός εξαιρετικά πολύπλοκου συστήματος ελέγχου ύψους πτήσης και του αντίστοιχου λογισμικού. Από κοινού με τη Matra Systemès et Information, η Astrium ανέπτυξε έναν κινητό σταθμό συλλογής δορυφορικών δεδομένων, αποτελούμενο από ένα συγκρότημα κεραίας και έναν κλωβό.
To πρόγραμμα Helios μπήκε στη δεύτερη φάση του με την είσοδο σε τροχιά του δορυφόρου Helios IIA στα τέλη του 2004 (μεταφέρθηκε με πύραυλο – φορέα Ariane 5), από το κέντρο εκτοξεύσεων της ESA (European Space Agency) στο Κουρού της γαλλικής Γουιάνας, ενώ στις 18 Δεκεμβρίου 2009 εκτοξεύτηκε από το ίδιο κέντρο και με τον ίδιο φορέα, δεύτερος αναβαθμισμένος δορυφόρος, ο Helios ΙΙΒ.
Ο εξοπλισμός των αναβαθμισμένων δορυφόρων Helios II, περιλαμβάνει δύο συστήματα. Ένα μεσαίας διακριτικής ικανότητας, ευρέος οπτικού πεδίου, παρόμοιο με αυτό του Spot 5, και ένα πολύ υψηλής διακριτικής ικανότητας με δυνατότητα υπέρυθρης λειτουργίας. Το βάρος του Helios 2 είναι 4,2 τόνοι και περιλαμβάνει συστήματα προηγμένων ηλεκτροοπτικών, εξοπλισμό αποθήκευσης και εκπομπής απεικονίσεων, καθώς και συστήματα τηλεχειρισμού και τηλεμετρίας.
Η μεγαλύτερη διαφορά των δορυφόρων Helios Ι με τους Helios II, εντοπίζεται στην ύπαρξη δίαυλου υπέρυθρης παρατήρησης, που παρέχει δυνατότητα νυχτερινής λήψης απεικονίσεων. Επιπρόσθετα, οι Helios II παρέχουν υψηλότερη ανάλυση και ταχύτερη παραγωγή λεπτομερών χαρτών, για την ανάπτυξη υποδειγμάτων αναγλύφου, κάτι ιδιαίτερα σημαντικό για την καθοδήγηση του πυραύλου SCALP EG/SCALP Naval (MdcN).
Υπενθυμίζεται ότι ο υπολογιστής ναυτιλίας του πυραύλου, συγκρίνει τα δεδομένα του υψομετρικού ραντάρ με αποθηκευμένους ψηφιακούς χάρτες κατατομής αναγλύφου, για να καθορίσει την πραγματική του θέση και κατεύθυνση πτήσης, μηδενίζοντας ουσιαστικά σφάλματα του INS και του GPS. Ο επίγειος εξοπλισμός χρήστη του Helios II είναι απόλυτα συμβατός με τους δορυφόρους Helios I, ενώ η ανοικτή αρχιτεκτονική του δικτύου, επιτρέπει την απρόσκοπτη συνεργασία και με οποιοδήποτε άλλο μελλοντικό δορυφορικό σύστημα.
Το σύνολο των σταθμών εδάφους που υποστηρίζουν τη λειτουργία του HELIOS απαρτίζονται από τα εξής:
– Τον γαλλικό κεντρικό σταθμό (CPHF) στο Creil, ο οποίος είναι ο κεντρικός σταθμός ελέγχου του δορυφόρου. Από εκεί ελέγχονται και προγραμματίζονται όλες οι λειτουργίες, ενώ καθορίζεται και το ημερήσιο «πρόγραμμα» του δορυφόρου σύμφωνα με τις απαιτήσεις των χρηστών.
– Τους σταθμούς ελέγχου (Helios control center) της κάθε χώρας-χρήστη που συμμετέχει στο πρόγραμμα, που κάνει τις ακριβώς τις ίδιες λειτουργίες με τον γαλλικό σταθμό, χωρίς όμως να έχει τη δυνατότητα προγραμματισμού απευθείας στο δορυφόρο.
– Τους σταθμούς τηλεμετρίας της κάθε χώρας χρήστη, για τη συλλογή των εικόνων. Ο εν λόγω σταθμός προγραμματίζεται από τον χρήστη για την κάλυψη των δικών του αναγκών. Ειδικότερα, ο σταθμός τηλεμετρίας λαμβάνει απευθείας κρυπτογραφημένα δεδομένα μέσω του ειδικού «κλειδίου» που διαθέτει κάθε χώρα-χρήστης και τα προωθεί για ανάλυση και επεξεργασία.
Το επιχειρησιακό αποτύπωμα και οι δυνατότητες
Η ευκαιρία που δόθηκε στην Ελλάδα να αποκτήσει περισσότερα υποστρατηγικά όπλα, με καθαρά αποτρεπτικό χαρακτήρα όπως τo SCALP-Naval, μέσω της ναυπήγησης και ένταξης στο Στόλο των FDI Belhara HN, είχε να κάνει και με την πλήρη εκμετάλλευση του δορυφορικού δικτύου Helios II. Η ενεργοποίησή του για λογαριασμό των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων κατά το δεύτερο ήμιση της δεκαετίας του 2000, εξασφάλισε σε αυτές για πρώτη φορά στην ιστορία τους το τρίπτυχο, πληροφορία-πλατφόρμα-όπλο στο χώρο της υποστρατηγικής κρούσης.
Προς το παρόν, μετά την επιλογή του εκτοξευτή SYLVER A50 για τον εξοπλισμό των FDI Belhara HN, η εν λόγω επιλογή παραμένει διαθέσιμη μόνο για την Πολεμική Αεροπορία, μέσω του συνδυασμού Mirage 2000-5Mk.2 ή Rafale F3R και SCALP-EG. Ελπίδα μας είναι ότι πολύ σύντομα και το Ελληνικό Πυροβολικό θα αποκτήσει ικανότητα προσβολών σε μεγάλες αποστάσεις με υψηλή ακρίβεια και για αυτό άλλωστε το λόγο αυτός είναι ένας από τους τομείς στους οποίους το DR έχει αποδώσει ιδιαίτερη έμφαση μέσα από διαδοχικά και λεπτομερή αφιερώματα.
Είναι πλέον κοινά αποδεκτό πως είναι απαραίτητη για την άμυνα κάθε χώρας η συλλογή δορυφορικών δεδομένων πολύ υψηλής διακριτικής ικανότητας της περιοχής ενδιαφέροντος, καθ’ όλη τη διάρκεια του 24ώρου και υπό οποιεσδήποτε καιρικές συνθήκες. Η δυνατότητα αυτή έχει ουσιαστική και πρωταρχική σημασία για μια χώρα με εκτενή σύνορα όπως είναι η Ελλάδα και μέσω του προγράμματος HELIOS-II, είναι πραγματικότητα τα τελευταία 15 τουλάχιστον χρόνια. Οι δορυφορικές απεικονίσεις παρέχουν μοναδική δυνατότητα επιτήρησης, εντοπισμού και εξαγωγής δεδομένων στόχου (στοχοποίησης), τόσο των εχθρικών εγκαταστάσεων όσο και των εχθρικών δυνάμεων και των κινήσεών τους.
Συνοπτικά, τόσο στην ειρήνη όσο και σε περίοδο επιχειρήσεων, παρέχεται στις φίλιες δυνάμεις διαρκής ενημέρωση υψηλού επιπέδου ακρίβειας και πληρότητας. Μάλιστα, στην περίπτωση ανάπτυξης βαλλιστικών βλημάτων από μια χώρα, όπως στην περίπτωση της Τουρκίας, η δορυφορική επιτήρηση/παρακολούθηση σε μεγάλο βάθος, αποτελεί ίσως τη μοναδική λύση για έγκαιρο εντοπισμό και στοχοποίηση της θέσης των πυραύλων αυτών. Οι σύγχρονοι βαλλιστικοί πύραυλοι είναι συνήθως κινούμενοι ή διαθέτουν πολλαπλές σταθερές βάσεις εκτόξευσης.
Για ευνόητους λόγους, ειδικά τον καιρό της ειρήνης, ο εντοπισμός και η στοχοποίηση των βάσεων αυτών, που συνήθως βρίσκονται πολλά χιλιόμετρα μακριά από τα σύνορα, στο εσωτερικό της χώρας, δεν μπορεί να εξασφαλιστεί από τα αεροσκάφη φωτοαναγνώρισης ή τις εναλλακτικές πλατφόρμες συλλογής πληροφοριών, όπως για παράδειγμα τα αερομεταφερόμενα συστήματα που διαθέτουν εξοπλισμό SAR (Synthetic Aperture Radar) ή ηλεκτροπτικές συλλογές. Αυτό ισχύει ειδικά για την Τουρκία λόγω της μεγάλης απόστασης (βάθους), που χωρίζει τις μικρασιατικές ακτές με το ανατολικό τμήμα της.
Και από νότο προς βορρά όμως, η απόσταση είναι μεγάλη. Επομένως, είναι πρακτικά αδύνατη η αποτελεσματική αξιοποίηση φωτοαναγνωριστικών ή ηλεκτρονικής αναγνώρισης, επανδρωμένων και μη αεροσκαφών σε τόσο μεγάλο βάθος πάνω από την τουρκική ενδοχώρα. Ο μόνος ασφαλής και ακριβής τρόπος είναι τα δορυφορικά συστήματα τηλεπισκόπησης υψηλής διακριτικής ικανότητας. Είναι λοιπόν αναγκαιότητα η δημιουργία μιας ολοένα αυξανόμενης βάσης δορυφορικών δεδομένων επιτήρησης/παρατήρησης, που μπορούν να αξιοποιηθούν σε πλειάδα εφαρμογών, στις οποίες περιλαμβάνονται:
• Η δημιουργία και η συνεχής ενημέρωση του τρισδιάστατου μοντέλου εδάφους (Digital Elevation Model-DEM) των περιοχών ενδιαφέροντος, χρησιμοποιώντας τεχνικές συμβολομετρίας (Interferometric techniques).
• Ο εντοπισμός πιθανών θέσεων εκτόξευσης βαλλιστικών πυραύλων, καθώς και δημιουργίας ξεχωριστής βάσης δεδομένων με το σύνολο των εντοπισμένων πιθανών θέσεων εκτόξευσης πυραύλων. Αναγνώριση, προσδιορισμός και ανανέωση στόχων.
• Ο έλεγχος κίνησης εχθρικών μηχανοκίνητων ή μη σχηματισμών, τόσο κατά τη διάρκεια ασκήσεων του εχθρού όσο και κατά τη διάρκεια κρίσεων.
• Η σύνθεση τρισδιάστατων μοντέλων εδάφους των διαδρόμων που πρόκειται να χρησιμοποιήσουν τα βομβαρδιστικά αεροσκάφη, προκειμένου να πλήξουν τους στόχους τους σε περίοδο επιχειρήσεων. Με τη μέθοδο αυτή τα αεροσκάφη θα πετούν σε πολύ μικρό ύψος με μεγάλη ασφάλεια και με το ραντάρ εκτός λειτουργίας, ώστε η εκπομπή του να μην εντοπίζεται από τα εχθρικά συστήματα εντοπισμού ηλεκτρομαγνητικών εκπομπών.
• Η σύνθεση μοντέλων του εχθρικού εδάφους για χρήση στους εξομοιωτές πτήσης των μαχητικών αεροπλάνων (Mirage 2000-5Mk.2, F-16V και Rafale F3R) καθώς και των αρμάτων μάχης!
Επιπρόσθετα, το HELIOS II αποτελεί πολύτιμο εργαλείο σε ευρεία γκάμα τομέων κοινωνικού χαρακτήρα, όπως στη χαρτογράφηση των προς αναδάσωση.
Περιλαμβάνοντας πλήρεις δυνατότητες επιτήρησης και παρατήρησης καθόλη τη διάρκεια του εικοσιτετραώρου και ακόμα και υπό άσχημες καιρικές συνθήκες από τη στιγμή που έχει ενσωματωθεί και δυνατότητα σύνθεσης απεικονίσεων μέσω ραντάρ συνθετικού διαφράγματος (SARah), το πρόγραμμα MUSIS εισάγει τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις σε μία εντελώς νέα περίοδο δυνατοτήτων. Φυσικά οι συνήθεις περιορισμοί των δορυφορικών δικτύων εξακολουθούν να ισχύουν.
Συνεπώς η ανάγκη δημιουργίας στόλων μη επανδρωμένων αεροσκαφών κυρίως, και από τους τρεις Κλάδους των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων για σκοπούς κάλυψης επιχειρησιακών αναγκών καθαρά τακτικού χαρακτήρα στο πεδίο, παραμένει. Εδώ θα πρέπει άμεσα και στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό να εμπλακεί η εγχώρια βιομηχανία, με στόχο φυσικά να εξασφαλιστεί η μέγιστη δυνατή αυτονομία και προστασία της πληροφορίας και παράλληλα το χαμηλότερο δυνατό κόστος αγοράς και χρήσης. Στο εξόχως κρίσιμο αυτό κεφάλαιο θα επανέλθουμε.
Θα επαναλάβουμε ως εκ τούτων τη φράση που γράψαμε στην αρχή του παρόντος άρθρου:
Σημασία δεν έχει μόνον να διαθέτουμε τα όπλα ή τις πλατφόρμες που μπορούν να χτυπήσουν στόχους σε μεγάλες αποστάσεις αλλά να έχουμε και τα μέσα που μπορούν να δώσουν εικόνα των στόχων σε μεγάλες αποστάσεις.
Το τρίπτυχο που πρέπει να μας απασχολεί και να βελτιώσουμε συνολικά στο οικοδόμημα των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων βασίζεται στις τρεις λέξεις: Όπλα- Πλατφόρμες – Πληροφορίες (δηλαδή δυναμική και ταχεία στοχοποίηση σε βάθος και με ακρίβεια).