Μία από τις πιο σημαντικές παρατηρήσεις που εντοπίσαμε στα σχόλια σας σχετικά με τους πυραύλους οριζόντιας πτήσης (cruise), μεγάλης ακτίνας και ακρίβειας, είναι ότι η τιμή αγοράς τους είναι εξαιρετικά υψηλή. Για οποιαδήποτε χώρα, όχι μόνο για την Ελλάδα.
Stand-off όπλα ανεμοπορίας
Το ποσό των 1,5 ή 2 και περισσότερων εκατομμυρίων δολαρίων για την αγορά κάθε τέτοιου όπλου, το καθιστά αυτόματα ακατάλληλο για την καταστροφή τακτικών στόχων. Επομένως συγκεντρώσεις προσωπικού, άρματα μάχης και τεθωρακισμένα οχήματα, αντιαεροπορικά συστήματα μικρής και μέσης ακτίνας, κοινές κτιριακές εγκαταστάσεις, είναι ορισμένοι μόνο από τους στόχους για τους οποίους οι πύραυλοι cruise είναι ακατάλληλοι, κυρίως λόγω του υψηλού κόστους τους.
Για την καταστροφή τέτοιων στόχων λοιπόν, αναπτύχθηκε μία ξεχωριστή κατηγορία όπλων αέρος – εδάφους που θα δούμε ακολούθως. Είναι οι κατευθυνόμενες βόμβες που παράλληλα εξοπλίζονται και με μηχανισμούς πτερύγων και οι μικροί πύραυλοι οριζόντιας πτήσης που πρακτικά διαφέρουν μόνο ως προς το ότι διαθέτουν κινητήρα για να πετούν αυτόνομα σε μεγαλύτερες αποστάσεις.
Εδώ και 20 περίπου χρόνια παγιώθηκε η ιδέα της τοποθέτησης μηχανισμού πτερύγων και συστημάτων καθοδήγησης INS/GPS σε συμβατικές βόμβες προκειμένου να μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να προσβάλουν σταθερούς στόχους, ανεμοπορώντας σε σαφώς μεγαλύτερες αποστάσεις σε σχέση με τις βόμβες κατεύθυνσης λέιζερ και κατόπιν και αυτές που αξιοποιούν καθοδήγηση INS/GPS (JDAM) και που κατάργησαν την ανάγκη κατάδειξης του στόχου.
Το σημαντικότερο μειονέκτημα αυτών των καθοδηγούμενων βομβών, όπως και των συμβατικών που αντικατέστησαν, είναι ότι η οριζόντια απόσταση που διανύουν μετά την άφεση τους, είναι ανάλογη του ύψους που πετά το αεροπλάνο που τις μεταφέρει. Είναι μειονέκτημα γιατί το εκθέτει στην εχθρική αντιαεροπορική άμυνα. Η ακτίνα μίας JDAM για παράδειγμα, μπορεί να φτάσει μέχρι και τα 28 χιλιόμετρα, υπό την προϋπόθεση ότι η άφεσή της θα πρέπει να γίνει από ύψος πολύ μεγαλύτερο των 30.000 ποδών.
Μία απόπειρα που έγινε για την αναβάθμιση του κιτ JDAM, έτσι ώστε να φέρει και πτυσσόμενες πτέρυγες προκειμένου να δώσει σε συμβατικές βόμβες χαρακτηριστικά ανεμοπορούντος όπλου (JDAM-ER/ Extended Range)), τελικά δεν προχώρησε. Μόνο η κυβέρνηση της Αυστραλίας, που μάλιστα συμμετείχε στο πρόγραμμα ανάπτυξης του εν λόγω κιτ, το αγόρασε. Οι αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις δεν αγόρασαν ποτέ το κιτ JDAM-ER γιατί μπορούσε να προσαρμοστεί μόνο σε βόμβες των 500 λιβρών, αυξάνοντας την ακτίνα τους μέχρι τα 65 χιλιόμετρα. Και γιατί μπορούσε να πλήξει μόνο σταθερούς στόχους.
Σημαντικότερος εκπρόσωπος των ανεμοπορούντων κατευθυνόμενων βομβών ακριβείας, είναι το ισραηλινό κιτ SPICE (Smart, Precise Impact, Cost-Effective). Αυτό επιβεβαιώνεται και από το ότι έχει σημειώσει τη μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία σε σχέση με όλα τα αντίστοιχα δυτικά όπλα, περιλαμβανομένων και των αμερικανικών JDAM, παρά τη χαμηλότερη τιμή τους.
Το κιτ αυτό μετατρέπει τις απλές βόμβες 1000 (450 κιλά) και 2000 λιβρών (900 κιλά), σε όπλα stant-off με ακτίνα 60 τουλάχιστον χιλιομέτρων και ακρίβεια τριών μέτρων (CEP) για το SPICE 2000 (βόμβες MK-84, BLU-109, RAP-2000).
Ακόμα μεγαλύτερη είναι η ακτίνα για το κιτ SPICE 1000 (περί τα 120 χιλιόμετρα) που περιλαμβάνει και πτέρυγες και μπορεί να τοποθετηθεί σε συμβατικές βόμβες (MK-83, MPR1000, BLU-110, RAP-1000). To κιτ SPICE 2000 βάρους 150 κιλών σχεδόν διπλασιάζει το μήκος της βόμβας Mk.84 σε 4,2 μέτρα. Στο ρύγχος βρίσκονται τέσσερα σταθερά πτερύγια, εκτεπάσματος 60 εκατοστών.
Στο ουραίο τμήμα βρίσκονται τέσσερα τραπεζοειδή πτερύγια εκπετάσματος 1,2 μέτρων και πίσω τους υπάρχουν άλλα τέσσερα κινούμενα πτερύγια ελέγχου με εκπέτασμα 70 εκατοστών. Το SPICE 2000 πετά στη μέγιστη ακτίνα του με άφεση από μεγάλο ύψος (42.000 πόδια) και υψηλή υποηχητική ταχύτητα. Στο μικρότερο SPICE 1000, τα πτερύγια ρύγχους δεν υπάρχουν. Αντιθέτως έχουν τοποθετηθεί πτέρυγες που εκτείνονται επιτρέποντας μικρότερη γωνία κατολίσθησης και άρα μεγαλύτερη οριζόντια απόσταση από το σημείο άφεσης.
Το συγκρότημα ρύγχους του SPICE περιέχει μονάδα καθοδήγησης GPS/INS και ηλεκτροπτικό ερευνητή διπλής διαμόρφωσης, CCD και υπέρυθρης απεικόνισης (ΙR), αποδίδοντας ικανότητα προσβολής όλο το εικοσιτετράωρο. Το σύστημα καθοδήγησης επίσης χρησιμοποιεί αντιπαραβολή εικόνας (scene-matching guidance) για Αυτόνομη Πρόσκτηση Στόχου (ΑΤΑ). Στο πίσω τμήμα του όπλου υπάρχει υποδοχή (slot) για εισαγωγή εμπορικής κάρτας μνήμης (64ΜΒ), ίδια με αυτή που χρησιμοποιείται σε κοινές ψηφιακές φωτογραφικές μηχανές.
Το ουραίο συγκρότημα περιέχει τα ηλεκτρονικά καθοδήγησης, ελέγχου πτήσης και διασύνδεσης με το αεροσκάφος, την παροχή ισχύος, τους μηχανισμούς ενεργοποίησης πτερυγίων και την προαιρετική ζεύξη δεδομένων. Μετά την άφεση από το αεροσκάφος, το SPICE χρησιμοποιεί καθοδήγηση GPS/INS. Περί τα 17 χιλιόμετρα από τον στόχο ενεργοποιούνται οι ηλεκτροοπτικοί αισθητήρες που αναζητούν τα τοπογραφικά χαρακτηριστικά της περιοχής του στόχου.
Η προαιρετική ψηφιακή ζεύξη δεδομένων επιτρέπει την παρέμβαση του πληρώματος στη στοχοποίηση. Στην περίπτωση αυτή όμως, απαιτείται η μεταφορά ατρακτιδίου ζεύξης δεδομένων στο μαχητικό-πλατφόρμα. Η συμβολογία καθοδήγησης του όπλου από τον χειριστή, παρουσιάζεται στο HUD. Για όλους αυτούς του λόγους η οικογένεια των κιτ SPICE έχει επιτύχει σημαντική εμπορική επιτυχία.
Οι Αμερικανοί αποπειράθηκαν αρχικά να διασφαλίσουν stand-off δυνατότητα μέσω της ανάπτυξης ενός όπλου (όχι κιτ προσαρμογής σε βόμβες) καθοδήγησης INS/GPS, βάρους 250 λιβρών (113 κιλκών) για σταθερούς στόχους, που ονόμασαν Small Diameter Bomb. To αρχικό συμβόλαιο υπογράφηκε από τη Boeing το 2005, αλλά το πρόγραμμα εγκαταλείφθηκε. Η Raytheon ήταν αυτή που κέρδισε το συμβόλαιο για το περισσότερο εξελιγμένο SDB II, ή GBU-39/B StormBreaker που πλέον εισέρχεται μετά από πολλά χρόνια καθυστερήσεων σε υπηρεσία στην Αμερικανική Αεροπορία (https://defencereview.gr/kathysterisi-enos-etoys-stis-paradose/).
Σε αντίθεση με το SDB I, το StormBreaker μπορεί να καταστρέψει και κινούμενους στόχους. Μετά την άφεση κατευθύνεται προς την περιοχή του στόχου με καθοδήγησης INS/GPS. Το πλήρωμα του μαχητικού από το οποίο έγινε η άφεση, μπορεί να αλλάξει την πορεία του όπλου, επικοινωνώντας με αυτό μέσω data link (Link 16). Η μέγιστη ακτίνα του αναφέρεται ότι ανέρχεται σε 110 χιλιόμετρα και περιορίζεται στα 75 περίπου για κινούμενους στόχους.
Για τη φάση πρόσκτησης του στόχου (ΤΑ-Target Aquisition), χρησιμοποιεί αισθητήρα ραντάρ χιλιοστομετρικού μήκους κύματος, μη ψυχόμενο αισθητήρα IR και ημιενεργό λέιζερ. Το όπλο σε ημι-αυτόνομη λειτουργία κατηγοριοποιεί συγκεκριμένη κατηγορία στόχων.
Η κοίλου γεμίσματος εκρηκτική θραυσματογόνος πολεμική κεφαλή του StormBreaker είναι επαρκής εναντίον συγκεντρώσεων προσωπικού, τεθωρακισμένων οχημάτων, κοινών κτιρίων, σκαφών επιφανείας μικρού μεγέθους και γενικά “μαλακών¨στόχων. Λόγω της ιδιότητάς του αυτής, προς αποτροπή πρόκλησης παράπλευρων απωλειών, αποδόθηκε έμφαση από τους Αμερικανούς στη μεταφορά μεγάλου αριθμού τέτοιων όπλων από τα μαχητικά τους αεροπλάνα.
Το F-15E μπορεί να μεταφέρει μέχρι 28 SDB II, ανά τέσσερα σε εφτά ειδικούς φορείς BRU-61/A, ενώ το F-35 στη διαμόρφωση Block 4 και στις τρεις εκδόσεις, θα μεταφέρει οκτώ εσωτερικά και μέχρι 16 εξωτερικά. Η Raytheon είχε προτείνει το StormBreaker στη Βρετανία για το πρόγραμμα SPEAR 3 (Selective Precision Effects at Range Capability 3) to 2014. Χωρίς επιτυχία όμως όπως θα δούμε, αφού οι Βρετανοί αποφάσισαν την ανάπτυξη ενός αυτοπροωθούμενου όπλου από την MBDA.
H ισραηλινή Rafael ανέπτυξε όπλο αντίστοιχο του SDB εδώ και πολλά χρόνια. Το Spice 250 ίδιου βάρους με το SDB και εκρηκτική θραυσματογόνο κεφαλή βάρους 75 κιλών, εντάχθηκε σε υπηρεσία στην Αεροπορία του Ισραήλ πριν από το 2005. Tο σύστημα καθοδήγησής του είναι ίδιας φιλοσοφίας με αυτό των SPICE 1000 και 2000, παρά το γεγονός ότι δεν είναι add-on kit, αλλά κανονικό ανεμοπορών όπλο. Η ακτίνα του φτάνει τα 100 χιλιόμετρα και πλέον η ισραηλινή εταιρεία έχει υπό ανάπτυξη μία νέα έκδοση του με ακτίνα 150 χιλιομέτρων.
Το Spice 250 ER επειδή είναι εφοδιασμένο με μικρό στροβιλοκινητήρα βέβαια δεν κατατάσσεται στα ανεμοπορούντα όπλα, οπότε θα το δούμε στο επόμενο αφιέρωμά μας στους μινι πυραύλους cruise.