Ο Ντόναλντ Τραμπ φτάνει τη Δευτέρα στην Ιερουσαλήμ για να «γιορτάσει» την εκεχειρία που ο ίδιος επέβαλε μεταξύ Ισραήλ και Χαμάς, έπειτα από δύο χρόνια αιματηρού πολέμου που έληξε χωρίς νικητή. Η παρέμβασή του δεν αποτελεί εξαίρεση στην αμερικανική ιστορία καθώς από το 1948 έως σήμερα, κάθε πρόεδρος των ΗΠΑ έχει παρέμβει για να συγκρατήσει τις φιλοδοξίες του Ισραήλ όταν αυτές έφταναν να απειλούν τα στρατηγικά συμφέροντα της Ουάσιγκτον. Ο βασικός κανόνας παραμένει αμετάβλητος: Οι Αμερικανοί δεν παρεμβαίνουν όταν το Ισραήλ πλήττει Παλαιστινίους, αλλά σταματούν κάθε ενέργεια που μπορεί να βλάψει τα περιφερειακά ή παγκόσμια συμφέροντά τους. Κάθε φορά που η Ουάσιγκτον θεωρεί πως ο μικρός της σύμμαχος ξεπερνάει τα όρια, απαιτεί τον τερματισμό των επιχειρήσεων-και το Τελ Αβίβ συμμορφώνεται.
Η ιστορία επαναλαμβάνεται: Το 1948, ο τότε πρωθυπουργός Νταβίντ Μπεν Γκουριόν αναγκάστηκε να αποσύρει τον στρατό του από το Σινά μετά από εντολή του Λευκού Οίκου. Το ίδιο συνέβη το 1956, όταν ο Ντουάιτ Αϊζενχάουερ, σε σπάνια σύμπλευση με τη Μόσχα, επέβαλε νέα απόσυρση. Οι ΗΠΑ κρατούσαν πάντα τα ηνία, αποφασίζοντας πότε και πώς τελειώνει κάθε ισραηλινός πόλεμος. Από τον πόλεμο του 1967 έως σήμερα, η Ουάσιγκτον επιλέγει πότε το Ισραήλ θα σταματήσει και πότε θα συνεχίσει. Η αμερικανική στήριξη λειτουργεί με αντάλλαγμα τη σταθερότητα. Στην ψυχροπολεμική περίοδο, οι ΗΠΑ ισορροπούσαν μεταξύ Ισραήλ και Σαουδικής Αραβίας, ανάμεσα στο «πετρέλαιο και στους Εβραίους». Στη σύγχρονη εκδοχή, ο Τραμπ ακολουθεί πιστά την παράδοση. Υποστήριξε στρατιωτικά το Ισραήλ στις συγκρούσεις με το Ιράν, αλλά σταμάτησε τον Νετανιάχου όταν εκείνος επιχείρησε να ανατρέψει το καθεστώς στην Τεχεράνη.
Το ίδιο έκανε και τώρα, όταν το Ισραήλ, μετά την επίθεση της Χαμάς, εξαπέλυσε καταστροφική εκστρατεία στη Γάζα. Η στάση του Τραμπ άλλαξε τη στιγμή που ο Νετανιάχου επιτέθηκε στο Κατάρ, τη χώρα που φιλοξενεί τη μεγαλύτερη αμερικανική βάση στη Μέση Ανατολή και έχει χρηματοδοτήσει, μεταξύ άλλων, το προεδρικό του αεροσκάφος. Η ενέργεια αυτή ξεπέρασε τα όρια που η Ουάσιγκτον επιτρέπει στο Ισραήλ. Από εκείνη τη στιγμή ξεκίνησε η αντίστροφη μέτρηση για την επιβολή της εκεχειρίας. Όπως ο Αϊζενχάουερ το 1956 αγνόησε τα όνειρα του Μπεν Γκουριόν για «Τρίτο Ισραηλινό Βασίλειο», έτσι και ο Τραμπ αγνόησε για τις υποσχέσεις του Νετανιάχου να «αλλάξει το πρόσωπο της Μέσης Ανατολής». Πίσω από τις δηλώσεις φιλίας και τις προγραμματισμένες χειραψίες της Δευτέρας, κρύβεται ένα πιο σκληρό μήνυμα: Ο Τραμπ ετοιμάζεται να επανεξετάσει τη στρατιωτική βοήθεια των ΗΠΑ προς το Ισραήλ.
Στην Ουάσιγκτον, το ζήτημα της βοήθειας έχει γίνει πολιτικά «τοξικό». Δημοκρατικοί και ολοένα περισσότεροι Ρεπουμπλικάνοι θεωρούν ότι η στήριξη προς το Ισραήλ επιβαρύνει την αμερικανική θέση διεθνώς. Ο Νετανιάχου το γνωρίζει και, όπως φάνηκε, επιχειρεί να παρουσιάσει μια εικόνα αυτάρκειας ώστε να μειώσει σταδιακά την εξάρτηση της χώρας του από τις ΗΠΑ. Ο Νετανιάχου χρειάζεται την πολιτική κάλυψη του Τραμπ ενόψει εκλογών, ακόμη κι αν ο Αμερικανός πρόεδρος τον ταπείνωσε, τερματίζοντας τον πόλεμο πριν από την «ολοκληρωτική εξάλειψη» της Χαμάς. Ωστόσο, η πραγματική μάχη τώρα αρχίζει, με την προσπάθεια του Ισραήλ να διατηρήσει την αμερικανική υποστήριξη, σε μια Ουάσιγκτον που δείχνει κουρασμένη από την απεριόριστη στρατηγική δέσμευση στη Μέση Ανατολή.