Στην επίλυση μιας μακράς διένεξης, όπως είναι το Κυπριακό, τα θέματα ασφαλείας είναι τα πλέον καθοριστικά για την βιωσιμότητα και αποτελεσματικότητα της όποιας λύσης. Μέχρι στιγμής, το σχέδιο Ανάν μάς προσέφερε όχι μόνο το πλαίσιο αλλά και μία συγκεκριμένη μορφή για το πώς η Τουρκία εννοεί τα θέματα ασφαλείας αλλά και για το πώς οι διεθνείς μεσολαβητές συμπεριφέρονται υποστηρικτικώς προς την Τουρκία, όταν αυτή προβάλλει τις αντιλήψεις της επί του θέματος στο πλαίσιο λύσης του προβλήματος.

Γράφει ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΙΑΚΩΒΟΥ για το ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟ

Ήδη από την δεκαετία του 1950, όταν η Τουρκία μπήκε δυναμικώς στο παιγνίδι του Κυπριακού, διαμορφώνοντας υψηλή στρατηγική σε βάθος χρόνου, συνέδεσε την στρατηγική στο ζήτημα με τη δική της αντίληψη για την ασφάλεια. Μέσω αυτής της στρατηγικής, η Τουρκία επιδιώκει το γεωστρατηγικό έλεγχο της Κύπρου αλλά και ευρύτερα της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου. Είναι αυτή την πτυχή που αγνοούν όλοι αυτοί που εντελώς λανθασμένα επικεντρώνονται στην εσωτερική διάσταση του Κυπριακού, προσπαθώντας να ανακαλύψουν ή να εφεύρουν δήθεν σφαγές Τούρκων από Έλληνες στην Κύπρο, ανάγοντας τέτοιου είδους γεγονότα ως την ουσία του κυπριακού ζητήματος.

Με τη δημιουργία του ανεξαρτήτου κυπριακού κράτους, η Τουρκία, μέσω του Συντάγματος, κατόρθωσε να μετατρέψει και να νομιμοποιήσει την τουρκική μειονότητα ως κοινότητα και να την εξισώσει με την ελληνική πλειονότητα μέσω του βέτο του αντιπροέδρου. Επιπλέον, μέσω της συνθήκης εγγυήσεως και της συνθήκης συμμαχίας πέτυχε να αποκλείσει την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, η ίδια να καταστεί μια από τις εγγυήτριες δυνάμεις της Κυπριακής Δημοκρατίας, να διαθέτει μόνιμα στο νησί στρατιωτικό απόσπασμα, να συμμετέχει μέσω του τριμερούς στρατηγείου στο σχεδιασμό και διεξαγωγή της άμυνας της Κύπρου και να εξασφαλίσει τα λεγόμενα «επεμβατικά δικαιώματα» των εγγυητριών δυνάμεων.

Τι είναι όμως στην ουσία η συνθήκη εγγυήσεως; Η Ελλάς, η Τουρκία και το Ηνωμένο Βασίλειο εγγυήθηκαν: α) την ανεξαρτησία, την εδαφική ακεραιότητα και την ασφάλεια της Κυπριακής Δημοκρατίας, β) την απαγόρευση της Ενώσεως όλης ή μέρους της Κύπρου με άλλο κράτος και γ) την απρόσκοπτη εφαρμογή του Συντάγματος του 1960. Σε περίπτωση παραβίασης των τριών αυτών προνοιών, οι εγγυήτριες δυνάμεις όφειλαν να διαβουλευθούν μεταξύ τους, ούτως ώστε να αναλάβουν από κοινού, δηλαδή συμπεφωνημένη δράση με μόνο στόχο την αποκατάσταση των πραγμάτων σύμφωνα με τις τρεις προαναφερθείσες πρόνοιες. Κατά συνέπεια, οι εγγυήτριες δυνάμεις δεν μπορούσαν να προσφύγουν στη βία, αν προηγουμένως δεν είχαν τη σύμφωνο απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Η Τουρκία δεν είχε κανένα δικαίωμα στρατιωτικής εισβολής στην Κύπρο. Η συγκεκριμένη ενέργεια της Τουρκίας αντίκειται στο άρθρο 2.4 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ, ο οποίος ειρήσθω εν παρόδω αποτελεί διάταξη αναγκαστικού δικαίου και δεν επιτρέπεται η παραβίαση του κάτω από όποιες συνθήκες.

Σήμερα, ενόψει της πιθανότητας συζήτησης του κρισίμου θέματος των εγγυήσεων στη Γενεύη είναι καλό να προσέξουμε το ακόλουθο. Στη συνθήκη εγγύησης υπάρχει το άρθρο 4 το οποίο λέει ότι «… Εκάστη των εγγυητριών δυνάμεων επιφυλάσσει εις εαυτήν το δικαίωμα να ενεργήσει (to take action) προς τον αποκλειστικό σκοπό της αποκατάστασης της τάξης των πραγμάτων της καθιερουμένης διά της παρούσας συνθήκης». Υπήρξαν πολλές ερμηνείες σχετικώς με το ότι η διατύπωση αυτή δεν έδινε κανένα δικαίωμα στρατιωτικής επέμβασης στις εγγυήτριες δυνάμεις, με πιο χαρακτηριστική αυτή της νομικής υπηρεσίας του ΟΗΕ άμα τη υποβολή εντάξεως της Κυπριακής Δημοκρατίας στον διεθνή οργανισμό. Πιο συγκεκριμένως, μετά την υπογραφή της, η συνθήκη εγγυήσεως κατετέθη στη Γραμματεία του ΟΗΕ, συμφώνως με το άρθρο 102 του καταστατικού του χάρτη. Η Γραμματεία την έστειλε στη νομική υπηρεσία του Οργανισμού προκειμένου να γνωματεύσει στο κατά πόσο η φράση «to take action» περιελάμβανε και το ενδεχόμενο ανάληψης στρατιωτικής δράσης. Η απάντηση της νομικής υπηρεσίας ήταν κατηγορηματική και έχει ως εξής: «Σε καμιά περίπτωση δεν σημαίνει ανάληψη στρατιωτικής δράσης». Το 1974 όταν η Τουρκία πραγματοποίησε εισβολή στην Κύπρο αυτή η διατύπωση του ΟΗΕ εξατμίστηκε μπροστά στη δυναμική των γεγονότων αφού κανένας διεθνής παράγοντας δεν απέτρεψε την ανάληψη τουρκικής στρατιωτικής δράσης.

Σήμερα, η Τουρκία θέλει να διατηρήσει το πλεονέκτημα των εγγυήσεων του 1960. Αυτό μπορεί να το πετύχει με δύο τρόπους: Είτε να διατηρηθεί η συνθήκη εγγυήσεως ως έχει, είτε μέσω του ομόσπονδου κρατικού σχήματος, στο οποίο οι δύο ισότιμες πολιτείες θα ασκούν κυριαρχικά δικαιώματα για όλα τα θέματα που δεν ανήκουν στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση και κατά συνέπεια να μπορεί να επικαλεσθεί το νόμιμο της επεμβάσεώς της έπειτα από πρόσκληση της τουρκοκυπριακής Πολιτείας στο μελλοντικό ομοσπονδιακό κρατικό μόρφωμα. Συνεπώς, θα ήταν ολέθριο σφάλμα εκ μέρους της ελληνικής πλευράς να δεχθεί είτε τη μία είτε την άλλη επιλογή, για τις οποίες η Τουρκία θα επιμένει μέχρι τέλους στην τελική διαπραγμάτευση.

ΠΗΓΗ: Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ