Προς απογοήτευση των συγγενών των 44 μελών του πληρώματος του υποβρυχίου ARA San Juan, που εξακολουθεί να αγνοείται από την Τετάρτη 15 Νοεμβρίου, το Ναυτικό της Αργεντινής ανακοίνωσε την Παρασκευή ότι εγκαταλείπει τις προσπάθειες διάσωσης.
«Παρά τις υπεράνθρωπες προσπάθειες που καταβάλαμε, είναι αδύνατο να εντοπίσουμε το υποβρύχιο», δήλωσε χαρακτηριστικά ο εκπρόσωπος του Ναυτικού της χώρας. Ο ίδιος μάλιστα επεσήμανε ότι η έρευνα διάσωσης έχει διαρκέσει διπλάσιο χρόνο από το διάστημα που υπολογίζεται ότι το πλήρωμα μπορούσε να επιβιώσει σε περίπτωση ανεύρεσής του.
«Ο χρόνος επιβίωσης στο υποβρύχιο εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, όπως για παράδειγμα από το αν η ατμόσφαιρα είναι αμόλυντη από χλώριο, υδρογόνο, καυσαέρια μηχανών, αλλά και αν το υποβρύχιο παρέμεινε στεγανό όταν επικάθισε στο βυθό, έτσι ώστε η ατμοσφαιρική πίεση στον χώρο να παραμείνει σε φυσιολογικά επίπεδα», λέει στο kathimerini.gr ο Υποναύαρχος Πολεμικού Ναυτικού (ε.α), Ραδάμανθυς Φουντουλάκης, ο οποίος διατελεί Εφορος Δημοσίων Σχέσεων του Ελληνικού Συνδέσμου Υποβρυχίων.
Ωστόσο, και υπό αυτές τις προϋποθέσεις, «δεν αναμένεται ένα πλήρωμα να επιβιώσει πάνω από 10 ημέρες», σύμφωνα με τον κ. Φουντουλάκη. Εξάλλου, ειδικοί που επικαλούνται τα ξένα μέσα ανέφεραν ότι το San Juan είχε τόσο διαθέσιμο αέρα ώστε να αντέξει το πλήρωμα για 7 έως 10 ημέρες.
Η αλήθεια βέβαια είναι ότι η ενημέρωση για ύποπτο ήχο που μοιάζει με έκρηξη η οποία ακούστηκε κοντά στην τελευταία γνωστή θέση του υποβρυχίου άρχισε να περιπλέκει τα πράγματα και να ξεθωριάζει τις ελπίδες για επιζώντες.
Το πλήρωμα, η εκπαίδευση και τα πιθανά σενάρια εξαφάνισης
Ερωτηθείς να σχολιάσει την τελευταία καταγεγραμμένη επαφή με το υποβρύχιο, στην οποία αναφερόταν μηχανική βλάβη που σχετιζόταν με βραχυκύκλωμα στις μπαταρίες του, μετά από εισροή υδάτων, ο Υποναύαρχος (ε.α.) Φουντουλάκης επισημαίνει ότι «η εισροή θαλάσσης στους χώρους συστοιχιών είναι μια από τις πλέον επικίνδυνες καταστάσεις». «Οι χώροι που βρίσκονται οι εν λόγω συστοιχίες απομονώνονται με θύρες ασφάλειας και είναι ιδιαίτερα δύσκολο να βρεθεί νερό εκεί», εξηγεί ο κ. Φουντουλάκης, ενώ υπογραμμίζει:
«Στη περίπτωση όμως που συμβεί κάτι τέτοιο σημαίνει ότι υπάρχει σοβαρότατο πρόβλημα στο υποβρύχιο καθόσον η αντίδραση της θαλάσσης με τον ηλεκτρολύτη προκαλεί έκλυση χλωρίου και πυρκαγιά στο χώρο των στοιχείων».
Στο πλαίσιο αυτό, ο κ. Φουντουλάκης εξηγεί ωστόσο ότι ένα καλά εκπαιδευμένο πλήρωμα μπορεί μέσω συγκεκριμένων διαδικασιών να αντιμετωπίσει τέτοιου είδους κρίσιμες καταστάσεις, «κυρίως με απομόνωση αεραγωγών του χώρου ώστε να μην μολυνθεί ο υπόλοιπος χώρος του υποβρυχίου, ηλεκτρική απομόνωση των στοιχείων που έχουν βραχυκυκλώσει, ενεργοποίηση των αναπνευστικών συσκευών κλπ.».
Ετσι, το υποβρύχιο κάνοντας χρήση της στεγανής μπαταρίας θα ανέβει κοντά στην επιφάνεια είτε αν το επιτρέπει ο καιρός θα αναδυθεί. Τα επόμενα βήματα είναι η ανανέωση ατμόσφαιρας και η επιστροφή στη βάση.
Αν λάβουμε υπόψη ότι τα υποβρύχια βασίζονται σε συστήματα τα οποία λειτουργούν είτε με αέρα είτε με υδραυλικό ελαίου είτε με ηλεκτρισμό, ο κ. Φουντουλάκης τονίζει ότι «για να βυθιστεί ένα τέτοιο σκάφος» χρειάζεται συνδυασμό παραγόντων, όπως «να έχει πρόβλημα τουλάχιστον σε δύο από τα τρία αυτά συστήματα», κακές αρχικές εκτιμήσεις βλαβών και λάθος χειρισμούς από τα μέλη του πληρώματος.
Ακόμα και αν βυθιστεί το υποβρύχιο και επικαθίσει «σχετικά όρθιο και στεγανό» τότε υπάρχουν ειδικά βαθυσκάφη διαθέσιμα και στο Ναυτικό Αργεντινής, που μπορούν να φέρουν το πλήρωμα στην επιφάνεια της θάλασσας σε ομάδες. «Συνήθως τα πληρώματα εκπαιδεύονται για ελεύθερη διαφυγή με ειδικές στολές από βάθη 40-50 μέτρα, ενώ σε δύσκολες καταστάσεις έχουν γίνει και διαφυγές από τα 90 μέτρα», αναφέρει ο κ. Φουντουλάκης.
Ωστόσο, «δεν ξέρουμε αν οι Αργεντίνοι είχαν στείλει ποτέ το χαμένο πλήρωμα για τέτοια εκπαίδευση», αναφέρει χαρακτηριστικά αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο το πλήρωμα να μην ήταν επαρκώς εκπαιδευμένο. Τα στοιχεία, δε, που έρχονται στη δημοσιότητα δείχνουν «πολύ λίγη θαλάσσια εμπειρία».
«Απειρα τα πιθανά σενάρια»
Οσο για το πιο πιθανό σενάριο του τι ακριβώς να έχει συμβεί στο υποβρύχιο, ο κ. Φουντουλάκης τονίζει ότι είναι δυστυχώς άπειρα, «και εφόσον δεν υπάρχουν black boxes σε αυτά τα πλοία, δεν πιστεύω ότι θα μάθουμε εύκολα το τι πραγματικά έφταιξε». Σύμφωνα με τον ίδιο, η κακοκαιρία και οι λίγες ώρες εν πλω τα τελευταία χρόνια για το αργεντίνικο πλήρωμα μπορεί να δίνουν μια εξήγηση για το πως φτάσαμε ως εδώ.
«Το γεγονός ότι το San Juan επικοινώνησε με τη βάση του αποδεικνύει ότι αρχικά αντιμετώπισε την κατάσταση αλλά μετά πρέπει να συνέβη και άλλη αστοχία υλικού ή και λάθη χειρισμού από το πλήρωμα», συμπλήρωσε ο Υποναύαρχος ενώ τόνισε ότι δεν πρέπει να αμελήσουμε το γεγονός ότι το εν λόγω σκάφος αντιμετώπισε θάλασσα 8 και 9 μποφόρ με ωκεάνια κύματα.
Το χειρότερο σενάριο
Το χειρότερο σενάριο θα ήταν, σύμφωνα με τον Υποναύαρχο, να υπήρχε κάποια διάβρωση στο ανθεκτικό κύτος του υποβρυχίου, ίσως από κάποια διαρροή ηλεκτρολύτη με αποτέλεσμα την ρήξη του σκάφους. Η διαρροή μάλιστα πιθανότητα να μην έγινε άμεσα αντιληπτή ή να επιδεινώθηκε με την πάροδο του χρόνου.
«Η έκρηξη, δε, που ακούστηκε κοντά στη τελευταία του θέση, σημαίνει μάλλον ότι το σκάφος συνεθλίβη στεγανό και όχι πλήρες ύδατος, οπότε δεν μπορούμε να μιλάμε και για ανεξέλεγκτη διαρροή. Η έκλυση χλωρίου που προκύπτει από τη διαρροή και το βραχυκύκλωμα σε συνδυασμό με πυρκαγιά στο κέντρο ελέγχου του υποβρυχίου ίσως προκάλεσε την νάρκωση – δηλητηρίαση του πληρώματος, ενώ στη προσπάθεια ταχείας ανόδου το υποβρύχιο να μετράπηκε σε βόμβα βάθους».
«Επαναλαμβάνω χρειάζονται τουλάχιστον τρεις συγχρόνως ανωμαλίες για να βυθιστεί ένα τέτοιο σκάφος», τονίζει ο κ. Φουντουλάκης.
Γιατί είναι δύσκολος ο εντοπισμός;
«Τα υποβρύχια έχουν κατασκευαστεί για να εντοπίζονται δύσκολα, καθώς ρόλος τους είναι να συμμετέχουν σε μυστικές επιχειρήσεις παρακολούθησης», είχε αναφέρει προ ημερών ο λέκτορας του Πανεπιστημίου του Κεντάκι, ειδικός σε θέματα Εθνικής Ασφάλειας, Δρ. Ρόμπερτ Φάρλει, ενώ σημείωσε ότι ο εντοπισμός είναι δύσκολος όταν το υποβρύχιο βρίσκεται στο βυθό της θάλασσας, καθώς σε τέτοιες καταστάσεις δεν παράγει κανέναν ήχο.
Οσο για τον εντοπισμό τους σε περίπτωση κινδύνου, ο Υποναύαρχος Φουντουλάκης σχολιάζει στο kathimerini.gr ότι «οι ωκεανοί είναι απέραντοι». «Αν το σκάφος δεν έχει δυνατότητα όντας βυθισμένο να προκαλέσει τον εντοπισμό του με ακουστικά σήματα ή εκδίωξη φωτοβολίδων – λέμβων – πομπών ανάγκης, τότε οι διασώστες βασίζονται στα δικά τους Sonar και κάμερες υπερύθρων», εξηγεί, ενώ υπογραμμίζει ότι τα μέσα αυτά έχουν από τη φύση τους πολύ μικρή εμβέλεια εντοπισμού σε αντίθεση με τα ραντάρ στην επιφάνεια.