Στις 26 Aπριλίου του 2016 είχε ανακοινωθεί από τον Πρωθυπουργό της Αυστραλίας Malcolm Turnbull ότι η γαλλική DCNS ήταν ο μεγάλος νικητής ενός εκ των σημαντικότερων προγραμμάτων ναυπήγησης υποβρυχίων συμβατικής (μη πυρηνικής) πρόωσης, σε παγκόσμιο επίπεδο.

Υπενθυμίζουμε ότι η DCNS, μαζί με την Γερμανική ThyssenKrupp Marine Systems που πρότεινε μια έκδοση 89 μέτρων του υποβρυχίου Type 216 και τον Ιαπωνικό όμιλο εταιρειών Mitsubishi Heavy Industries και Kawasaki Shipbuilding, που πρότεινε μια έκδοση 4.000 τόννων των υποβρυχίων Soryu-c που ήδη διαθέτει το Ιαπωνικό ναυτικό αλλά εξοπλισμένων με νέο σύστημα πρόωσης μπαταριών ιόντων λιθίου, πρότεινε μια μη πυρηνική έκδοση των πυρηνοκίνητων υποβρυχίων Barracuda του Γαλλικού Ναυτικού, εξοπλισμένων όμως με σύστημα πρόωσης hydrojet (pump-jet), στην θέση της κλασικής έλικας των 2 άλλων ανταγωνιστικών προτάσεων.

Η έκδοση αυτή ονομάστηκε Shortfin Barracuda Block 1A θα έχει εκτόπισμα 4.000 τόννων και αφορά την ναυπήγηση 12 συνολικά υποβρυχίων σε ένα πρόγραμμα που μπορεί να φτάσει τα 50 δισ. δολάρια.Τα νέα Shortfin Barracuda Block 1A θα αντικαταστήσουν τα υφιστάμενα υποβρύχια κλάσεως Collins.

Και ενώ αμυντικοί αναλυτές και δημοσιογράφοι προέκριναν ως επικρατέστερη την πρόταση της Ιαπωνικής κοινοπραξίας, οι Αυστραλοί επέλεξαν τους Γάλλους.

Οι λόγοι της απόρριψης της Ιαπωνικής πρότασης

Σε πρόσφατες δηλώσεις του στην ετήσια συγκέντρωση του Παρατηρητηρίου για τη Νοτιοανατολική Ασία στις 17 Νοεμβρίου, ο Sam Bateman, νυν ερευνητής στο Αυστραλιανό Εθνικό Κέντρο Ωκεάνιων Πόρων και Ασφάλειας και πρώην ανώτερος αξιωματικός του Ναυτικού της Αυστραλίας, εξήγησε τους λόγους που οδήγησαν στην απόρριψη της πρότασης της Ιαπωνίας:

1.Η έλλειψη εμπιστοσύνης εκ μέρους των Αυστραλών στην αμυντική βιομηχανία της Ιαπωνίας: Οι αρμόδιες επιτροπές της Αυστραλίας ύστερα από μια εξαντλητική μελέτη διαπίστωσαν ότι υπάρχει αβεβαιότητα στην ικανότητα της Ιαπωνίας να παραδώσει τέτοιας πολυπλοκότητας πολεμικό υλικό, που οφείλεται στην ομολογουμένως μικρή εμπειρία της Ιαπωνίας στις πωλήσεις στον τομέα της άμυνας. Η τεράστια εμπειρία των Γάλλων σε πωλήσεις δισ. δολαρίων, με πελάτες δεκάδες ναυτικά παγκοσμίως, έγειρε καταθλιπτικά την ζυγαριά υπέρ της Γαλλικής πρότασης.

Να σημειωθεί ότι η Ιαπωνία απολάμβανε ένα στρατηγικό πλεονέκτημα, καθώς υπήρξε «κάποια πίεση από την πλευρά των ΗΠΑ» στην Αυστραλία για να πάρει ιαπωνικά υποβρύχια. Οι Αμερικανοί είχαν την διάθεση να ενδυναμώσουν όχι μόνο τις πωλήσεις αμυντικού υλικού ενός στρατηγικού εταίρου αλλά συνολικότερα και τις σχέσεις Ιαπωνίας – Αυστραλίας. Αλλά οι Αυστραλοί δεν ενέδωσαν καθώς δεν ήταν διατεθειμένοι να υπερκεράσουν τα τεχνολογικά και επιχειρησιακά  κριτήρια επιλογής τους, μπροστά στις γεωπολιτικές επιδιώξεις ενός διαχρονικά εξαίρετου στρατηγικού συμμάχου, όπως οι ΗΠΑ.

2.Οι Αυστραλοί αξιολόγησαν ως πολύ δυνατά σημεία των Shortfin Barracuda Block 1A την αθόρυβη πρόωση hydrojet (pump-jet), την γενικότερη διάχυση τεχνολογίας πολύ χαμηλού ακουστικού και θερμικού ίχνους από την κλάση Barracuda του Γαλλικού Ναυτικού και την διαλειτουργικότητα που εξασφαλίζει ο κοινός προμηθευτής του συστήματος μάχης με τα state-of-the-art πυρηνοκίνητα υποβρύχια κλάσης Virginia του Αμερικανικού Πολεμικού Ναυτικού. Ο προμηθευτής αυτός είναι η Lockheed Martin.

Ας σημειωθεί ότι η Lockheed Martin Australia (LMA) είναι κοντά στην ολοκλήρωση ενός νέου εργαστηρίου Αρχιτεκτονικής Συστημάτων Μάχης στο Endeavour House της Νότιας Αυστραλίας, στην Αδελαΐδα. «Είμαστε στη διαδικασία ολοκλήρωσης των απαιτήσεων κατασκευής και ασφάλειας και σχεδιάζεται να ανοίξει το 1ο τρίμηνο του 2017», σύμφωνα με δηλώσεις εκπροσώπου της LMA.

Το εργαστήριο περιλαμβάνει ένα κέντρο εντολών για επιχειρήσεις υποβρυχίων, όπου οι επιχειρησιακές ανάγκες του Βασιλικού Αυστραλιανού Ναυτικού μπορούν να δοκιμαστούν και να επικυρωθούν σε ένα προσομοιωμένο περιβάλλον. Σύμφωνα με την Lockheed Martin, το όφελος από την ίδρυση εργαστηρίου συστημάτων μάχης παράλληλα με την πρώιμη φάση σχεδιασμού υποβρυχίων ήταν ένα από τα βασικά διδάγματα από την επιτυχία του προγράμματος υποβρυχίων κλάσης Virginia των ΗΠΑ, συμβάλλοντας έτσι στη μείωση του κινδύνου και στην ελαχιστοποίηση του κόστους ανάπτυξης.

3. Αναμφισβήτητα, ένα από τα πιο σημαντικά κριτήρια επιλογής της Γαλλικής πρότασης είναι η συμμετοχή της αυστραλιανής βιομηχανίας στην κατασκευή του υποβρυχίου στόλου και η διατήρηση της σε μακροπρόθεσμη βάση. Η DCNS αναφέρει ότι δεσμεύεται να αναπτύξει κατά τα επόμενα χρόνια μια κυρίαρχη βιομηχανική ικανότητα στην υποβρύχια τεχνολογία που θα δημιουργήσει τεράστιες ευκαιρίες απασχόλησης σε ολόκληρη την Αυστραλία.Ήδη βρίσκεται σε φάση αξιολόγησης της συνεργασίας της με δεκάδες ερευνητικά και πανεπιστημιακά ιδρύματα της Αυστραλίας καθώς και με πάνω από 450 εταιρείες και τοπικούς προμηθευτές.

Καθώς το πρόγραμμα εκτυλίσσεται, η DCNS σχεδιάζει επίσης να δημιουργήσει πέντε κέντρα αριστείας που θα ενισχύσουν ευκαιρίες σταδιοδρομίας σε τομείς όπως τα σύνθετα υλικά, η υδροδυναμική, τα υλικά του σκάφους, η συγκόλληση, η θαλάσσια διάβρωση και η βελτιστοποίηση της ενέργειας.

Είναι ένα όραμα για το μέλλον που μοιράζεται μαζί με την Lockheed Martin Australia (LMA). Η LMA σκοπεύει να συνεργαστεί με πολλές αυστραλιανές εταιρείες, μεταξύ των οποίων οι Thales και Saab, με τις οποίες συνεργάστηκε για την αρχιτεκτονική του συστήματος μάχης, για να παράσχει την τεχνική ικανότητα που απαιτείται για τη στήριξη του προγράμματος μελλοντικών υποβρυχίων. Ο εκπρόσωπος της Lockheed αναφέρει ότι η ανάμειξή του θα συνεπάγεται επενδύσεις στη μηχανική, τη διαχείριση σχεδίων και άλλες βιομηχανίες υψηλής τεχνολογίας στην Αυστραλία και είναι πιθανό να δημιουργήσει περίπου 200 εξειδικευμένες θέσεις εργασίας κατά τη φάση σχεδιασμού και κατασκευής του έργου, καθώς η εταιρεία ενσωματώνει το σύστημα μάχης στο ειδικό εργαστήριο προσομοίωσης της Αδελαΐδας.

Οι Αυστραλοί δαπανούν μεγάλα ποσά για την άμυνα της χώρας τους αλλά κάτω από ένα στρατηγικό όραμα διάχυσης κορυφαίας τεχνολογίας στην βιομηχανική και πανεπιστημιακή κοινότητα της χώρας τους.

Θα μπορέσουμε να τους μιμηθούμε κάποια στιγμή και να μάθουμε από τα τραγικά λάθη του παρελθόντος;

Πάντως να είστε σίγουροι για ένα πράγμα: για πρόγραμμα που μπορεί να φτάσει τα 50 δισ. δολάρια θα επιλέξουν τορπίλες νέας γενιάς, που θα είναι η MK 48 Mod 7 της Lockheed Martin (προϊόν συνεργασίας Αυστραλιανού και Αμερικανικού Ναυτικού) και όχι «δοκιμασμένες και αξιόπιστες τορπίλες» δεκαετίας 60-70!

 

 

»