Τον Ιανουάριο της χρονιάς που διανύουμε υπήρξε η είδηση ότι η Τουρκία ενδιαφέρεται για την απόκτηση τουλάχιστον τριών φρεγατών κλάσης Type 23 Duke του Βρετανικού Ναυτικού που θα βγουν εκτός υπηρεσίας τα επόμενα χρόνια. Δύο μήνες αργότερα επανήλθε η είδηση ότι η Τουρκία βρισκόταν σε συζητήσεις με την βρετανική πλευρά για ένα mega-deal που θα περιλάμβανε μεταχειρισμένα Eurofighter, C-130J, φρεγάτες Type 23 κ.α. ύψους αρκετών δισεκατομμυρίων λιρών.
Τρία χρόνια νωρίτερα στο πλαίσιο της κούρσας των διεκδικητών του ελληνικού προγράμματος ενίσχυσης του Π.Ν. είχαν προταθεί οι ίδιες φρεγάτες από τη βρετανική Babcock για να καλύψουν την απαίτηση μεταχειρισμένων πλοίων που περιλαμβανόταν στο πρόγραμμα. Άγνωστο βέβαια εάν θα ήταν άμεσα διαθέσιμες. Το ζητούμενο με τα μεταχειρισμένα πλοία είναι να εξασφαλίζουν μακρύ ορίζοντα επιχειρησιακής αξιοποίησης και όχι να αποτελούν λύση για μερικά χρόνια όπως έγινε κατά το πρόσφατο παρελθόν με τα μεταχειρισμένα αμερικανικά πλοία (αντιτορπιλικά ADAMS, φρεγάτες KNOX).
Οι βρετανικές φρεγάτες Type 23 είναι από τις λίγες διαθέσιμες κλάσεις πλοίων οι οποίες τα προηγούμενα χρόνια πέρασαν από πρόγραμμα εκσυγχρονισμού, με σκοπό να παραμείνουν αξιόμαχες μέχρι την έλευση των νέων φρεγατών Type 26 και Type 31, που ναυπηγούνται αυτή τη στιγμή στα βρετανικά ναυπηγεία για λογαριασμό του Royal Navy. Θεωρητικά και δυνητικά μιλώντας θα μπορούσαν να αποδώσουν υψηλής επιχειρησιακής αξίας μεταχειρισμένες μονάδες όμως το βασικό τους μειονέκτημα είναι η αύξηση της πολυτυπίας συστημάτων για το ΠΝ.
Η ανάγκη για νέες μονάδες για την αντικατάσταση των παλαιών φρεγατών “S” είναι παραπάνω από έκδηλη και λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος του προβλήματος, παράλληλα με την αδυναμία εξεύρεσης των απαραίτητων κονδυλίων η λύση βρίσκεται στις μεταχειρισμένες μονάδες. Αν και όπως διαφαίνεται η πιθανότητα κάλυψης της ανάγκης αυτής με τα συγκεκριμένα πλοία είναι πολύ μικρή δεν παύει να είναι μια πιθανότητα. Από την άλλη, στην περίπτωση που η Τουρκία προχωρήσει τελικά στην απόκτησή τους το παρόν άρθρο θα είναι μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία ενδελεχούς γνωριμίας με έναν πιθανό μελλοντικό αντίπαλο.
Η φρεγάτα Type 23 ήταν η απαίτηση του Royal Navy στα τέλη της δεκαετίας του 1970 για μία ελαφριά ανθυποβρυχιακή φρεγάτα που θα έφερε ως κύριο εξοπλισμό ένα συρόμενο σόναρ για την αποκάλυψη και αντιμετώπιση των υποβρυχίων της σοβιετικής τότε Ρωσίας κατά την έξοδό τους στον Ατλαντικό ωκεανό. Ο κύριος παράγοντας της σχεδίασης ήταν η κατασκευή ενός πλοίου με μικρότερο κόστος κατασκευής αλλά κυρίως χρήσης από τις φρεγάτες Type 22, που έφταναν 222-273 άτομα προσωπικό ανάλογα με το batch, για την αντικατάσταση των παλαιότερων Type 21. Ο πόλεμος των Φώκλαντ υπήρξε καταλυτικός στην απόφαση για την τελική διαμόρφωση του οπλισμού της νέας κλάσης που τώρα έφερε επιπλέον κάθετο εκτοξευτή 32 αντιαεροπορικών βλημάτων σημείου SeaWolf και οκτώ πυραύλους Επ.-Επ. AGM-84 Harpoon σε δύο τετραπλούς εκτοξευτές Mk141 εγκατεστημένους μπροστά από την υπερκατασκευή του πλοίου. Διαμορφώνοντας έτσι ένα πλοίο με πλήρεις ικανότητες ναυτικού πολέμου και αυξημένες δυνατότητες ανθυποβρυχιακού πολέμου.
Κατασκευάστηκαν συνολικά 16 φρεγάτες της κλάσης από τις οποίες οι τρεις HMS Norfolk, HMS Marlborough & HMS Grafton πωλήθηκαν το 2005 στην Χιλή. Από τις υπόλοιπες 13 φρεγάτες μόνο έντεκα παραμένουν σε υπηρεσία με την HMS Monmouth να έχει αποσυρθεί το 2021 και την HMS Montrose να έχει αποσυρθεί τον Απρίλιο του 2023. Οι υπόλοιπες αναμένεται να αποσυρθούν σταδιακά με την παράλληλη είσοδο των νέων φρεγατών σε υπηρεσία.
Η σχεδίαση
Η Type 23 είναι ένα πλοίο εκτοπίσματος 4500 τόνων περίπου με πλήρες φόρτο, ολικού μήκους 133,3 μέτρων, μήκος ισάλου 123 μέτρων, μέγιστου πλάτους 16,2 μέτρων και πλάτους ισάλου 15 μέτρων, βύθισμα 5,5 μέτρων και 7,3 μέτρα στο θόλο του σόναρ. Η σχεδίαση της γάστρας έγινε με γνώμονα την ικανοποίηση των παραμέτρων επιχειρησιακής πλεύσης στο δύσκολο περιβάλλον του βόρειου Ατλαντικού και για υψηλή αντοχή της γάστρας στην ταχύτητα πλεύσης. Η φόρμα που προέκυψε διαθέτει χαμηλό πρισματικό συντελεστή γάστρας και βαθιά τμήματα στο πλωριό τμήμα που οδηγούν σε ένα μέτριο συμβιβασμό ως προς τη μέγιστη ταχύτητα. Το μήκος των εξάλων στο πλωριό τμήμα έχει αυξηθεί καθώς και το μήκος των παρατροπίδιων για περαιτέρω βελτίωση της σταθερότητας. Επίσης έχει αυξημένη ικανότητα πλεύσης μετά από πλήγμα καθώς και περιθώριο προσθήκης επιπλέον βάρους κατά τη διάρκεια της ζωής του πλοίου χωρίς να επηρεάζεται η πλευστότητα επωφελούμενο από την αύξηση του εμβαδού της επιφάνειας της ισάλου κατά την αύξηση του εκτοπίσματος του πλοίου.
Όσον αφορά τη δομή της κατασκευής οι βρετανοί προκειμένου να περιορίσουν το κόστος χρησιμοποίησαν μια υβριδική δομή με την αντοχή της γάστρας να επιτυγχάνεται εγκάρσια κάτι που το συναντάμε κυρίως σε εμπορικά πλοία. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα μια βαρύτερη δομή που όμως ήταν οικονομικότερη στην κατασκευή. Το αποτέλεσμα της φιλοσοφίας της μειωμένης πολυπλοκότητας ήταν μια πιο στιβαρή κατασκευή με βελτιωμένη σχεδιαστικά φόρμα γάστρας και ανοχή στη διάβρωση. Ταυτόχρονα δόθηκε μεγάλη προσοχή στην απόδοση κόπωσης, η οποία σε προηγούμενες σχεδιάσεις υπέφερε από αβεβαιότητες σχετικά με τα φορτία και τις τοπικές τάσεις. Η δομή είναι εξ ολοκλήρου κατασκευασμένη από μαλακό χάλυβα (mild steel) του εμπορίου, εκτός από έναν μικρό αριθμό ζωνών κατασκευασμένες από χάλυβα υψηλότερης σκληρότητας στις κρίσιμες περιοχές. Η νέα φιλοσοφία κατασκευής είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση του κόστους ναυπήγησης ανά μονάδα σε περίπου 25% σε σχέση με την προηγούμενη κλάση φρεγατών.
Το κύριο σύστημα πρόωσης του πλοίου είναι ένας συνδυασμός ηλεκτροπρόωσης και αεροστρόβιλων (CODLAG) που κινούν δύο άξονες που καταλήγουν σε δύο πεντάφυλλες προπέλες σταθερού βήματος. Η διάταξη αυτή, πρωτοπόρα την εποχή εκείνη, υιοθετήθηκε για την μείωση του εκπεμπόμενου θορύβου. Το συγκρότημα ισχύος αποτελείται από δύο ναυτικούς αεροστρόβιλους Spey SM-1A/C της Rolls Royce με ισχύ στα 12750 kW έκαστος για επίτευξη υψηλών ταχυτήτων που δίνουν κίνηση στους άξονες μέσω μειωτήρων. Ο αεροστρόβιλος Spey SM-1A/C είναι ουσιαστικά η ναυτική εκδοχή του γνωστού αεροπορικού αεροστρόβιλου TF41 που φορούσαν και τα ελληνικά Α-7 Corsair. Για χαμηλές ταχύτητες χρησιμοποιούνται τα δύο ηλεκτρικά μοτέρ συνεχούς ρεύματος κομπλαρισμένα απευθείας στους δύο άξονες, ισχύος 1500 kW. Ρεύμα στα μοτέρ δίνουν οι τέσσερις δώδεκα-κύλινδρες ηλεκτρογεννήτριες Paxman Valenta 12RP2000CZ ισχύος 1300 kW η καθεμιά. Οι ηλεκτρογεννήτριες είναι τοποθετημένες ανά ζεύγη, δύο στο μηχανοστάσιο κάτω από την ίσαλο γραμμή και δύο τοποθετημένες στο ύψος του κύριου καταστρώματος. Όλες είναι τοποθετημένες σε ειδικές βάσεις για τη μείωση των κραδασμών ενώ οι δύο που βρίσκονται βαθιά μέσα στο κύτος φέρουν επιπλέον ειδικό κάλυμμα για τη μείωση του παραγόμενου θορύβου. Το πλοίο επιτυγχάνει μέγιστη ταχύτητα πάνω από 28 κόμβους ενώ έχει αναφερθεί ακόμη και επίτευξη 32 κόμβων κατά τις δοκιμές σε ένα από τα πλοία της κλάσης. Με ηλεκτροπρόωση το πλοίο επιτυγχάνει 17 κόμβους ενώ με την οικονομική ταχύτητα των 15 κόμβων έχει εμβέλεια 7800 ν.μ. Το μεταφερόμενο καύσιμο ανέρχεται στους 800 τόνους. Οι προπέλες του σκάφους είναι της Stone Vickers και έχουν διάμετρο 3,962 μέτρα. Τέλος το πλοίο διαθέτει και μία γεννήτρια έκτακτης ανάγκης ισχύος 250 kW.
Το 2015 ξεκίνησε το πρόγραμμα PGMU (Power Generation Machinery Upgrade) όπου οι τέσσερις ηλεκτρομηχανές Paxman Valenta 12RP2000CZ του κάθε πλοίου αντικαταστάθηκαν από ισάριθμες MTU 12V 4000 M53B ισχύος 1650 kW. Επιπλέον αντικαταστάθηκαν και οι δύο ηλεκτρομότορες που έδιναν ρεύμα 440V στα διάφορα συστήματα του πλοίου. Επίσης αναβαθμίστηκαν οι πίνακες διανομής ρεύματος και το MCAS του πλοίου.
Η λειτουργία του συστήματος πρόωσης και των βοηθητικών μηχανημάτων ελέγχεται ηλεκτρονικά από το σύστημα MCAS (Machinery Control and Surveillance System) της Vosper Thorneycroft Controls Ltd που βρίσκεται στο Κέντρο Ελέγχου Πλοίου (SCC). Το σύστημα αυτό μπορεί να παρακολουθεί πάνω από 2000 ξεχωριστές παραμέτρους και να ειδοποιεί το προσωπικό βάρδιας μέσω φωτεινών και ακουστικών σημάτων. Το σύστημα ελέγχεται από δύο μόνο χειριστές μέσω οθονών πλάσματος και όλα τα σημαντικά μηχανήματα μπορούν να ξεκινήσουν/σταματήσουν από το SCC. Ο πρωτεύων έλεγχος του ηλεκτρικού συστήματος του πλοίου γίνεται επίσης από το SCC, ενώ ο δευτερεύων έλεγχος γίνεται από τους δύο κύριους πίνακες διανομής, κατανεμημένους πλώρα και πρύμνα για την ελαχιστοποίηση των επιπτώσεων από οποιασδήποτε πλήγμα.
Μία ακόμη αλλαγή στις νέες φρεγάτες ήταν ότι η παραγωγή καθαρού νερού για χρήση από το πλήρωμα και τα διάφορα συστήματα του πλοίου γίνεται με σύστημα αντίστροφης ώσμωσης και όχι με τη χρήση εβαπορέτας όπως συνηθιζόταν στις προηγούμενες κλάσεις πολεμικών πλοίων του Βρετανικού Ναυτικού.
Το πλοίο είναι χωρισμένο σε πέντε ζώνες όσον αφορά την πυρασφάλεια και τον αερισμό/εξαερισμό. Το δίκτυο πυρασφάλειας διαθέτει πέντε αντλίες νερού από τις οποίες οι τρεις κεντρικές μπορούν να διανείμουν το νερό στα δεξιά και αριστερά καλύπτοντας τις δύο πλευρές του σκάφους. Το σύστημα κλιματισμού του πλοίου ομαδοποιείται σε 5 ξεχωριστά τμήματα, το καθένα με τη δική του Μονάδα Φιλτραρίσματος Αέρα, για την ελαχιστοποίηση της εξάπλωσης καπνού, έκρηξης και πυρκαγιάς. Δεν επιτρέπεται η διέλευση καπνού από τα όρια της ζώνης αερισμού.
Ιδιαίτερη μέριμνα έχει δοθεί για την ελαχιστοποίηση της ακουστικής, θερμικής και Η/Μ υπογραφής του πλοίου. Ο συνδυασμός ηλεκτροπρόωσης με προπέλα σταθερού βήματος μεγάλης διαμέτρου και χαμηλών στροφών έχει αποδειχθεί ότι προσφέρει την καλύτερη μείωση θορύβου και είναι κατάλληλη για επιχειρήσεις Α/Υ πολέμου. Επίσης αποσβεστήρες κραδασμών και ειδικά καλύμματα έχουν τοποθετηθεί στα κύρια μηχανήματα του πλοίου ενώ σύστημα Masker Air έχει τοποθετηθεί στη γάστρα. Το σύστημα αυτό δημιουργεί ένα στρώμα από φυσαλίδες γύρω από τη γάστρα και την προπέλα του πλοίου εμποδίζοντας τον ήχο να μεταδοθεί ή ελαττώνει την ισχύ του ώστε η μετάδοση να σβήσει και να σταματήσει σε κοντινή απόσταση εμποδίζοντας έτσι, την αποκάλυψη του πλοίου από μεγάλες αποστάσεις. Στο θερμικό σκέλος, όλα τα καυσαέρια αναμειγνύονται στην τσιμινιέρα με τον αέρα από το σύστημα εξαερισμού μειώνοντας τη θερμοκρασία τους και επομένως την υπέρυθρη υπογραφή. Στο Η/Μ φάσμα έχει γίνει προσεκτική σχεδίαση της γάστρας και της υπερκατασκευής για τη μείωση της Η/Μ υπογραφής. Τέλος έχει εγκατασταθεί ένα νέο σύστημα απομαγνητισμού για τη μείωση και της μαγνητικής υπογραφής του σκάφους.
Το πλοίο διαθέτει ενδιαιτήσεις για 185 άτομα πλήρωμα. Με την προσθήκη των επιπλέον συστημάτων η αρχική πρόβλεψη για 145 άτομα πλήρωμα ανέβηκε στα 169. Η τοποθέτηση των χώρων ενδιαίτησης του πληρώματος έχει γίνει με γνώμονα τη μείωση της καταπόνησης του πληρώματος από την κίνηση του πλοίου και μακριά από περιοχές υψηλού θορύβου και δονήσεων. Αυτές βρίσκονται κυρίως στο δεύτερο κατάστρωμα. Οι ενδιαιτήσεις του χαμηλόβαθμου πληρώματος αποτελούνται από τέσσερα διαμερίσματα προς την πρύμνη του πλοίου ενώ των αξιωματικών βρίσκονται πλώρα σε καμπίνες των 2-, 4- και 6- κλινών.
Στην πρύμνη υπάρχει το ελικοδρόμιο και το υπόστεγο του ελικοπτέρου ικανό να φιλοξενήσει και να εξυπηρετήσει ένα ανθυποβρυχιακό ελικόπτερο μεγέθους ΕΗ101.
Οπλισμός
Οι φρεγάτες φέρουν ένα κύριο ναυτικό πυροβόλο L55 Mk8 των 4,5 ιντσών. Το πυροβόλο αυτό σχεδίασης του 1960 είναι διπλού ρόλου κατάλληλο για χρήση κατά στόχων επιφανείας, αέρος και στόχων εδάφους. Ο ρυθμός βολής του είναι 25 βλήματα/λεπτό με μέγιστη εμβέλεια τα 27,5 χλμ με νέου τύπου βλήματα υψηλής εκρηκτικότητας. Το πυροβόλο απαρτίζεται από ένα πλήθος ηλεκτρικών και υδραυλικών συστημάτων και η διάτρηση του σκάφους για την εγκατάστασή του φτάνει τα τρία καταστρώματα. Κατά τη διάρκεια της περιοδικής επισκευής των πλοίων και στο πλαίσιο της σταδιακής αναβάθμισης των πλοίων της κλάσης όλα τα πυροβόλα αναβαθμίστηκαν στο επίπεδο Mod 1 . Στο επίπεδο Mod.1 αντικαταστάθηκε το υδραυλικό σύστημα τροφοδοσίας από ηλεκτρικό και το κάλυμμα του πυροβόλου με νέο χαμηλής διατομής ραντάρ.
Για αντιαεροπορική άμυνα τα πλοία διαθέτουν ένα σύστημα κάθετης εκτόξευσης Α/Α πυραύλων με 32 κελιά. Το σύστημα αυτό κατά τη διάρκεια του προγράμματος εκσυγχρονισμού LIFEX αντικαταστάθηκε από το Sea Ceptor με πυραύλους CAMM. Οι νέοι πύραυλοι με εμβέλεια 25 χλμ υπερδιπλασιάζουν τη απόσταση αναχαίτησης σε σχέση με τους παλαιότερους πυραύλους Sea Wolf που έφεραν τα πλοία με εμβέλεια 10 χλμ.
Για προσβολή πλοίων επιφανείας σε μεγάλες αποστάσεις διαθέτουν δύο τετραπλά κάνιστρα Mk141 για πυραύλους Επ./Επ. AGM-84. Επίσης διαθέτουν δύο σταθερούς διπλούς τορπιλοσωλήνες για ελαφρές τορπίλες των 324 χιλ εκατέρωθεν στο τμήμα του υπόστεγου του ελικοπτέρου. Τέλος για εγγύς άμυνα κατά ασύμμετρων απειλών διαθέτει δύο σταθμούς πυροβόλων των 30 χιλ. Οι σταθμοί αυτοί με το πρόγραμμα LIFEX αναβαθμίστηκαν σε πλήρως τηλεχειριζόμενους.
Το DNA (2) της Bae Systems είναι πλέον το σύστημα διαχείρισης μάχης, το οποίο αντικατέστησε το αρχικό DNA (1) κατά τη διάρκεια του προγράμματος LIFEX. Το νέο σύστημα είναι βασισμένο στο σύστημα διαχείρισης μάχης των αντιτορπιλικών Type 45 αποτελούμενο από υλικά COTS και λειτουργικό σύστημα Windows.
Ηλεκτρονικά
Το αρχικό κύριο ραντάρ τριών διαστάσεων Type 996 αντικαταστάθηκε από το τριών διαστάσεων ραντάρ Type 997 Artisan. Το νέο ραντάρ λειτουργεί στις συχνότητες E/F, έχει εμβέλεια 200 χλμ και μπορεί να διαχειρίζεται μέχρι 800 ίχνη. Κατά την απόσυρση των φρεγατών το ραντάρ αυτό θα χρησιμοποιηθεί στις νέες φρεγάτες Type 26. Το πλοίο επίσης φέρει δύο ραντάρ ναυτιλίας το Kelvin Hughes Type 1007 στις συχνότητες I/J και το Racal Decca Type 1008 στις συχνότητες E/F.
Στον ανθυποβρυχιακό τομέα το πλοίο διαθέτει το σόναρ γάστρας μέσης εμβέλειας Type 2050 και το συρόμενο σόναρ Type 2031Z σε τρείς από τις φρεγάτες σε υπηρεσία. Στις υπόλοιπες οκτώ φρεγάτες το Type 2031Z αντικαταστάθηκε από το νεότερο σόναρ της Thales Type 2087 που είναι ουσιαστικά το CAPTAS 4. Μετά από αυτή την αναβάθμιση, οι τρεις φρεγάτες με το παλιό σόναρ αναφέρονται ως GP (General Purpose) και οι υπόλοιπες οκτώ ως ASW (Anti-Submarine Warfare).
Αντίμετρα
Το πλοίο διαθέτει το σύστημα ηλεκτρονικών αντιμέτρων (ECM) Type 675(2) και τα συστήματα (ESM) UAF(1) στα αρχικά πλοία και UAT στα επόμενα. Σύστημα εκτόξευσης αντιμέτρων είναι το Sea Gnat με εγκατεστημένες τέσσερις μονάδες εκτόξευσης αντιμέτρων. Όσον αφορά τον Α/Υ τομέα η φρεγάτα φέρει το νέο συρόμενο δόλωμα Type 2070 που αντικατέστησε το παλιό Type 182 κατά τη LIFEX.
Τέλος κατά τη διάρκεια του προγράμματος αναβάθμισης LIFEX εκτός από παρεμβάσεις στον ηλεκτρονικό εξοπλισμό και στον οπλισμό του πλοίου έγιναν και επεμβάσεις στους χώρους του πληρώματος προσφέροντας μεγαλύτερη άνεση καθώς και αναβάθμιση του εξοπλισμού του μαγειρείου. Η δομική επάρκεια της κατασκευής και όλα τα δίκτυα σωληνώσεων επιθεωρήθηκαν και έγινε αντικατάσταση τμημάτων όπου χρειαζόταν. Περίπου 12 χιλιόμετρα καλωδιώσεων χρειάστηκε να αντικατασταθούν κατά τη διάρκεια του προγράμματος. Επίσης τοποθετήθηκε πτερύγιο πρύμνης με σκοπό επίτευξης μεγαλύτερης ταχύτητας και ανάλογης μείωσης της κατανάλωσης καυσίμου.