Στα πλαίσια των προγραμμάτων επανεξοπλισμού των Ενόπλων Δυνάμεων, παρατηρείται μια προώθηση ορισμένων υποπρογραμμάτων απόκτησης υλικού αμερικανικής κατασκευής, τα οποία δεν φαίνεται ότι εξυπηρετούν άμεσες και κρίσιμες ανάγκες των ΕΔ στα πλαίσια του εθνικού αμυντικού σχεδιασμού, αλλά μάλλον εξυπηρετούν περισσότερο τις συμμαχικές υποχρεώσεις της χώρας είτε στα πλαίσια συμμαχικών ασκήσεων, είτε στα πλαίσια συμμετοχής σε καθημερινές ή έκτακτες διεθνείς αποστολές του ΝΑΤΟ. Τα περισσότερα από αυτά τα προγράμματα έχουν ανέβει ψηλά στην λίστα προτεραιοτήτων του ΥΠΕΘΑ, σε σημείο που εξοβελίζουν άλλα πιο κρίσιμα προγράμματα των ΕΔ.
Γράφει ο Διεθνολόγος
Η αρχή σε αυτήν την τάση, φαίνεται να έχει ξεκινήσει με την παλαιότερη απόφαση εκσυγχρονισμού των P-3B Orion του ΠΝ. Μια απόφαση ιδιαίτερα αμφισβητήσιμη σε τεχνικό και επιχειρησιακό επίπεδο και για την οποία μάλιστα ο ίδιος ο ανάδοχος (Lockheed Martin) συνέστησε αρχικώς να μην προχωρήσει λόγω του υψηλού ρίσκου που περιείχε. Η απόφαση αυτή για έναν ακριβό εκσυγχρονισμό πεπαλαιωμένων αεροσκαφών, όταν οι φρεγάτες ΜΕΚΟ 200ΗΝ έχριζαν άμεσης ανάγκης εκσυγχρονισμού υπήρξε μια απόφαση άκρως προβληματική, η οποία από την πορεία των εξελίξεων έχει αποδειχτεί ότι ήταν εσφαλμένη, με το πρόγραμμα των P-3B να αντιμετωπίσει σοβαρότατα τεχνικά προβλήματα και δυσκολίες και να μην έχει ξεκινήσει ακόμα τις παραδόσεις των αεροσκαφών και το αντίστοιχο πρόγραμμα των ΜΕΚΟ να μην έχει καν υπογραφεί, ενώ οι προβλεπόμενες παραδόσεις έχουν ήδη καθυστερήσει. Και η Lockheed Martin είναι υπόλογη γι’ αυτές τις καθυστερήσεις με το ελληνικό δημόσιο να πρέπει να επιβάλει ρήτρες.
Δόθηκε αδικαιολόγητη προτεραιότητα στα εναέρια μέσα του Πολεμικού Ναυτικού (σε αυτό μπορεί να προστεθεί και η μετέπειτα απόφαση για προμήθεια ελικοπτέρων MH-60R), αντί για τα ίδια τα πλοία του Στόλου που ήταν γερασμένα! Μια τέτοια προτεραιότητα, σίγουρα δεν εξυπηρετεί τον εθνικό σχεδιασμό για ναυτική ισχύ στο Αιγαίο, αλλά ταιριάζει περισσότερο σε μια συμμαχική διάσταση, για την παρακολούθηση των ρωσικών πλοίων στο Αιγαίο και την Μεσόγειο επ’ ωφελείας του ΝΑΤΟ.
Στην πρόσφατη λίστα προγραμμάτων κατά προτεραιότητα του ΥΠΕΘΑ, μπορούμε να εντοπίσουμε τα προγράμματα των AAV-7 και των MQ-9B SeaGuardian, κόστους 291 και 387 εκ ευρώ αντίστοιχα:
Η μεν περίπτωση των AAV-7, καταδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο τον παρωχημένο τρόπο στρατηγικής σκέψης της ανώτατης στρατιωτικής ηγεσίας. Το σχέδιο δημιουργίας ναυτικής βάσης αποβατικών σκαφών στον Αλμυρό Βόλου για την υποστήριξη των Πεζοναυτών είναι βγαλμένο από άλλες μακρινές εποχές και στερείται ρεαλισμού στα πλαίσια ενός σύγχρονου και ταχυκίνητου πολέμου.
Πεζοναύτες και AAV-7 που θα εδρεύουν στην ηπειρωτική Ελλάδα, σε περίπτωση πολέμου θα πρέπει να φορτωθούν σε αργοκίνητα αρματαγωγά και να πλεύσουν προς τις εσχατιές του Αιγαίου, υπό την συνεχή απειλή του τουρκικού υποβρυχίου στόλου και των εναέριων μέσων των τουρκικών ΕΔ. Μια τέτοια αποβατική δύναμη απαιτεί ισχυρή και συνεχή δύναμη συνοδείας από πολεμικά σκάφη επιφανείας, που στην ελληνική περίπτωση απλώς δεν υπάρχει και θα πρέπει πρώτα να δημιουργηθεί.
Μόνο οι 3 FDI HN πληρούν απολύτως τα κριτήρια συνοδείας και ασφαλώς δεν είναι δυνατόν να δεσμευτούν όλες οι FDI HN και ο υπόλοιπος Στόλος για να συνοδεύσουν τέτοια παράτολμα ναυτικά εγχειρήματα. Και εάν τελικά φτάσει αλώβητη αυτή η αποβατική δύναμη στον προορισμό της, σε τι χρόνο θα φτάσει εκεί και τι επίπεδο αντίστασης θα συναντήσει εκεί; Σκοπός της ελληνικής στρατηγικής στα νησιά, θα πρέπει να είναι η επιτυχής άμυνα και η απόκρουση των εχθρικών προσπαθειών κατάληψης τους ή τουλάχιστον η γρήγορη ανακατάληψη νησιών ή νησίδων από ταχυκίνητες αερομεταφερόμενες και αμφίβιες δυνάμεις, προτού ο εχθρός προλάβει να σταθεροποιηθεί στα εδάφη που κατέλαβε και προτού ενισχυθεί από επιπλέον δυνάμεις.
Είναι προφανές ότι τα AAV-7 φορτωμένα σε αργοκίνητα αρματαγωγά δεν καλύπτουν αυτές τις απαιτήσεις. Καλύπτουν όμως την ανάγκη συμμετοχής σε συμμαχικές αμφίβιες ασκήσεις και επιχειρήσεις! Μέσα σε αυτά τα πλαίσια εντάσσεται και η επιθυμία απόκτησης ενός μεταχειρισμένου αποβατικού δεξαμενής των 15000 τόνων από το USN, ένα πλοίο με μεγάλες απαιτήσεις επάνδρωσης και υποστήριξης. Εάν στόχος μας είναι η υπεράσπιση των νησιών του Αιγαίου, τότε θα έπρεπε να φροντίσουμε για την αμυντική θωράκιση των ίδιων των νησιών με επιπλέον SPIKE NLOS, περιφερόμενα πυρομαχικά, επάκτιες συστοιχίες βλημάτων κατά πλοίων, σύγχρονο πυροβολικό κτλ.
Παράλληλα, θα έπρεπε να φροντίσουμε για την οριστική επίλυση των προβλημάτων υποστήριξης των μεταφορικών ελικοπτέρων των ΕΔ και των C-130 της ΠΑ, τα οποία είναι τα μόνα υπάρχοντα μέσα που μπορούν να μεταφέρουν άμεσα σημαντικές δυνάμεις ενίσχυσης αλλά και ανακατάληψης των νησιών.
Η δε περίπτωση του MQ-9B SeaGuardian δείχνει την ελληνική προσήλωση σε ακριβές πλατφόρμες που εκ των πραγμάτων δεν μπορούν να αποκτηθούν σε σημαντικούς αριθμούς και οι οποίες μάλιστα αποκτούνται και άοπλες! To SeaGuardian έχει όντως υψηλές ικανότητες επιτήρησης, το απαγορευτικό του όμως κόστος επιτρέπει την απόκτηση ενός πολύ μικρού αριθμού αεροχημάτων, που είναι ανεπαρκής τόσο σε ρόλους επιτήρησης, πόσο μάλλον προσβολής.
Οι ΕΔ έχουν κυρίως την ανάγκη ενός τακτικού UAV προσβολής σε σημαντικούς αριθμούς, ενώ τα καθήκοντα στρατηγικής επιτήρησης μπορούν να αναλάβουν τα Heron και αναβαθμισμένες εκδόσεις τους, με την εγκατάσταση του ανάλογου εξοπλισμού αποστολής. Δεν υπάρχει κανένας επιχειρησιακός λόγος για την ύπαρξη δύο διαφορετικών συστημάτων στρατηγικής επιτήρησης σε ΠΑ και ΠΝ, άλλωστε σε ρόλο επιτήρησης, οι αισθητήρες είναι αυτοί που κάνουν τη διαφορά.
Την ίδια στιγμή ο ΕΣ αποκτά τα τακτικά συστήματα Patroller σε μικρό σχετικά αριθμό και με ερώτημα εάν αυτά θα έχουν τη δυνατότητα χρήσης ρουκετών laser, ενώ η ανάπτυξη του ελληνικού UCAV «ΓΡΥΠΑΣ» μόλις τώρα άρχισε. Και το ερώτημα που προκύπτει είναι: η απόκτηση των SeaGuardian τι προσφέρει περισσότερο σε σχέση με τον υπάρχοντα συνδυασμό Erieye και Heron και ο οποίος μπορεί να αναβαθμιστεί σε νεότερες και ικανότερες εκδόσεις (αναβάθμιση των Erieye και μετάβαση στα Heron Mk2/TP);
Μήπως και εδώ η αποστολή εικόνας του SeaGuardian στα νατοϊκά στρατηγεία, χρησιμεύει περισσότερο για την παρακολούθηση των ρωσικών πλοίων που πλέουν σε Αιγαίο και Μεσόγειο, παρά για την εξυπηρέτηση εθνικών σκοπών; Αντί να αποκτηθεί ένας πολύ περιορισμένος αριθμός από πανάκριβα SeaGuardian μήπως θα ήταν καλύτερα να αποκτηθούν προσωρινά επιπλέον Patroller για τον ΕΣ και να χρηματοδοτηθούν περισσότερο τα ελληνικά προγράμματα UCAV «ΓΡΥΠΑΣ» και «TALOS 2», ώστε να επιταχυνθούν και να αποδώσουν πιο γρήγορα καρπούς; Άλλωστε μιλάμε για δύο οπλισμένα UAV, κάτι που δεν αναμένεται για την περίπτωση των SeaGuardian.
Οι ΕΔ έχουν περισσότερο την ανάγκη αυτή τη στιγμή από UAV τακτικής προσβολής παρά από UAV στρατηγικής επιτήρησης. Για την ανάγκη κάλυψης της τελευταίας, ο συνδυασμός αναβαθμισμένων Erieye και βελτιωμένων εκδόσεων των Heron δικτυωμένων με όλα τα απαραίτητα links δεδομένων, φαντάζει ως μια πιο κατάλληλη και αποδοτική λύση για τις ΕΔ.
Από τα παραπάνω είναι σαφές ότι υπάρχουν ορισμένα προγράμματα εξοπλισμών που προωθούνται από το ίδιο το ΓΕΕΘΑ και που έχουν ανέβει ψηλά στη λίστα προτεραιότητας υλοποίησης, αλλά που σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να δικαιολογηθούν ως επιχειρησιακές προτεραιότητες των ΕΔ που υπηρετούν τον εθνικό αμυντικό σχεδιασμό, αλλά απεναντίας ίσως να μπορούν να αποδοθούν σε μια προσπάθεια εξυπηρέτησης συμμαχικών υποχρεώσεων και αναγκών.
Με δεδομένο όμως της ύπαρξης συγκεκριμένων οικονομικών περιορισμών, τέτοιοι αποπροσανατολισμοί από τις πραγματικές εθνικές ανάγκες, στερούν πολύτιμη χρηματοδότηση από προγράμματα εξοπλισμών που καλύπτουν πραγματικά τις τελευταίες.