Στην Ελλάδα η εξοπλιστική πολιτική είναι συνυφασμένη με τον όρο «αποτροπή». Όμως ενώ η πραγματική αποτροπή είναι μια στρατηγική αμοιβαίας καταστροφής που η μια πλευρά προσπαθεί να πείσει την αντίπαλη ότι τα οφέλη από μια επιθετική της ενέργεια θα είναι κατά πολύ μικρότερα από το πιθανό κόστος των αντιποίνων, δυστυχώς στην Ελλάδαη έννοια της αποτροπής έχει εσκεμμένως υποστεί μια σοβαρή αλλοίωση.
Γράφει ο Θεόδωρος Γ. Κωστής
Επεξηγηματικά αυτή η αλλοίωση έχει συνυφάνει την αποτροπή με την έννοια του στρουθοκαμηλισμού, δηλαδή η Ελλάδα δεν διεκδικεί οτιδήποτε, είτε αυτό είναι εδάφη στην Μικρά Ασία, είτε είναι η εξόρυξη των υδρογονανθράκων στην Αν. Μεσόγειο, άρα δεν υπάρχει λόγος να υπάρχει κάποια επιθετικότητα από κάποιον αντίπαλο. Αντιθέτως κάθε επιθετικότητα από κάποιον εχθρό αντιμετωπίζεται με υποχώρηση στα αιτήματα του, δηλαδή με οδυνηρή ήττα χωρίς πόλεμο που ονομάζεται πιο διπλωματικά και ως «κατευνασμός». Τέτοια παραδείγματα είναι τα γεγονότα στα Ίμια στο πεδίο του υβριδικού πολέμου και η συμφωνία των Πρεσπών στα πλαίσια του πολιτικού πολέμου.
Τώρα δυνατή διπλωματία χωρίς δυνατό στράτευμα δεν υφίσταται. Δυστυχώς αυτή η ηττοπαθής ύπνωση έχει επιφέρει την επιλογή όπλων χωρίς κάποια άμεση αναφορά σε μια Υψηλή Στρατηγική για την Ελλάδα, αλλά οι εξοπλισμοί, όταν και όποτε εγκρίνονται, απλά γίνονται για να υπάρχουν σε περίπτωση επίθεσης από την Τουρκία. Αυτή είναι η έννοια της αποτροπής που έχει υιοθετηθεί στην Ελλάδα και που υποστηρίζεται από ορισμένες δεξαμενές σκέψεις και πρόσωπα που συμβουλεύουν την εκάστοτε κυβέρνηση, δηλαδή η περιστασιακή αγορά οπλικών συστημάτων χωρίς οργανωμένο σχέδιο.
Επιπροσθέτως η αποτροπή, ως μια στρατηγική που εκ κατασκευής επιδιώκει την διατήρηση της υφισταμένης κατάστασης των πραγμάτων, δεν βοηθάει την Ελλάδα για την χάραξη μιας ενεργειακής πολιτικής που να συμπεριλαμβάνει την εξόρυξη των υδρογονανθράκων από το Αιγαίο και την Αν. Μεσόγειο.
Αποτροπή & Στρατηγικά Όπλα
Η έννοια του γεωστρατηγικού όρου της αποτροπής έχει νόημα μόνο ανάμεσα σε δυνάμεις με στρατηγικά όπλα, όπως για παράδειγμα τις χώρες που έχουν πυρηνικά οπλοστάσια. Αναλυτικά ο παραπάνω όρος είχεκαθιερωθεί από αμερικανούς πολιτικούς επιστήμονες, όπως χαρακτηριστικά ο Schelling (1960), ακριβώς για να μην συμβεί πυρηνικός πόλεμος ο οποίος θα ήταν ταυτόχρονα καταστροφικός και για τις δύο πλευρές (Mutually Assured Destruction – MAD).
Άλλωστε γι αυτό το λόγο το Χόλλυγουντ παρήγαγε σχετικές ταινίες πουείτε προσπαθούσαν να διακωμωδήσουν μεν την κατάσταση αλλά να τονίσουν έντονα δε τα κύρια μειονεκτήματα ενός πυρηνικού πολέμου μεταξύ Αμερικής και Σοβιετικής Ένωσης (Dr Strangelove, 1964) είτεέδειχναν την φρίκη μιας τέτοιας αμοιβαίας καταστροφής με έμφαση στην τρομερή υποβάθμιση που θα είχε υποστεί ο αμερικανικός τρόπος ζωής (The Day After, 1983). Όμως ας αναλογιστούμε ότι ακόμη και σε αυτή την περίπτωση μεταξύ δυνάμεων με τεράστια πυρηνικά οπλοστάσια υπήρχαν καταστάσεις που έφτασαν στο χείλος του πολέμου (brinkmanship), όπως για παράδειγμα με την κρίση των πυραύλων στην Κούβα το 1962.
Αφού ένας πυρηνικός πόλεμος θα φέρει μια τεράστια καταστροφή σε όλες τις πλευρές, η αξία της κτήσης πυρηνικών όπλων είναι σημαντική για την σταθερότητα των κρατών. Για παράδειγμα είναι εξαιρετικά δύσκολη η εκδήλωση μιας πορτοκαλί επανάστασης ή γενικότερα μιαςπροσπάθειας αλλαγής ενός πολιτεύματος σε κάποιο πιο φιλοαμερικανικόσε μια πυρηνική δύναμη όπως η Ρωσία, η Κίνα και η Βόρειος Κορέα.
Υποστρατηγικά & Τακτικά Όπλα στα πλαίσια μιας Υψηλής Στρατηγικής
Τώρα για μη-πυρηνικές δυνάμεις η αποτροπή δεν είναι μια αποτελεσματική μέθοδος αποφυγής μιας πολεμικής σύρραξης. Σε αυτή την περίπτωση η στρατιωτική σύρραξη έχει πολύ μεγάλες πιθανότητες να συμβεί, ιδιαίτερα όσο η μια πλευρά πιστεύει στην μέθοδο της αποτροπής. Στην Ελλάδα αυτές οι μεγάλες πιθανότητες σύρραξης ονομάζονται ευφημικά «θερμά επεισόδια» και συνήθως σημαίνουν την υποχώρηση της Ελλάδας σε κάθε τέτοια περίπτωση. Συγκεκριμένα αυτή η υποχώρηση ονομάζεται «κατευνασμός», και σημαίνει ήττα χωρίς διεξαγωγή πολέμου, μιας και ο αντίπαλος έχει κερδίσει τον σκοπό του χωρίς στρατιωτική αντίσταση.
Για την ευκολία της ανάγνωσης τα στρατηγικά όπλα είναι αυτά που η καταστροφή που επιφέρουν είναι δύσκολα ελεγχόμενη σε τοπικό επίπεδο καθώς και οι επιπτώσεις της χρήσης τους έχουν μεγάλη χρονική διάρκεια (πυρηνικός χειμώνας), τα υποστρατηγικά όπλα έχουν μικρότερη ακτίνα καταστροφής και λιγότερη χρονική επίπτωση (καταστροφή φράγματος) και τα τακτικά όπλα χρησιμοποιούνται ενάντια σε σημειακούς στόχους μεγάλης αξίας (αεροπλανοφόρα, AWACS).
Διπλωματική Προέλαση – Diplomatic Advance
Μεταξύ πυρηνικών δυνάμεων η αποτροπή είναι αρκετά αποτελεσματική αλλά στην περίπτωση μεταξύ μη-πυρηνικών δυνάμεων η αποτελεσματική στρατηγική είναι η διπλωματική προέλαση, δηλαδή η προβολήστρατιωτικής δύναμης μαζί με κατάλληλες στρατηγικές πρωτοβουλίες στα πλαίσια του πολιτικού πολέμου, που να επιτρέπουν την προώθηση των συμφερόντων ενός κράτους εις βάρος ενός άλλου.
Φυσικά η διπλωματική προέλαση μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάθε περίπτωση. Άλλωστε αυτή η στρατηγική είχε υιοθετηθεί και από την Αμερική ιδιαίτερα εις βάρος της Ρωσίας, δηλαδή μετά την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, με την σταδιακή επέκταση του ΝΑΤΟ και την διεξαγωγή γυμνασίων στην Πολωνία, τις χώρες Βαλτικής αλλά και στην Ουκρανία (RAPID TRIDENT-2021). Επιπροσθέτως αυτή ακριβώς είναι και η τακτική της Τουρκίας με την μέθοδο του «Mavi Vatan» που δυστυχώς δεν βρίσκει απόκρουση από την ελληνική πλευρά με την υιοθέτηση μιας αντίστοιχης στρατηγικής ενδεικτικά για την Μικρά Ασία.
Όμως επειδή υπάρχει πάντοτε η πιθανότητα στρατιωτικής σύρραξης, για την καθυστέρηση αυτής της συγκυρίας είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την υποστήριξη της υψηλής στρατηγικής ενός κράτους η απόκτηση υποστρατηγικών όπλων (καταστροφή στρατιωτικών & πολιτικών υποδομών, αεροδρόμια, στρατώνες, μονάδες παραγωγής ενέργειας, φράγματα) και τακτικών όπλων για στόχους μεγάλης αξίας (θέσεις πυροβολικού, φρεγάτες, αεροπλανοφόρα, υποβρύχια). Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε αυτό το οπλοστάσιο και ως «επιθετικό»προσπαθώντας να δώσουμε ένα τόνο σοβαρότητας και αποφασιστικότητας προς την Τουρκία [Νικήτας Ι., (2022)].
Υψηλή Στρατηγική
Επιπροσθέτως η επιλογή των εξοπλισμών θα πρέπει να ακολουθεί μια σαφή στρατηγική ρότα, μια υψηλή στρατηγική. Όλα τα δυνητικά μέτωπα θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, χαρακτηριστικά το αλβανικό, το σκοπιανό, το τουρκικό και το λιβυκό. Η Βουλγαρία τουλάχιστον δεν δείχνει εμφανή επιθετικότητα αλλά δεν εκφράζει και αμέριστη συμπαράσταση προς την Ελλάδα.
Για παράδειγμα θα πρέπει να υιοθετηθεί από την Ελλάδα ένα στρατηγικό αφήγημα που να επιζητά την απελευθέρωση των εδαφών στην Μικρά Ασία? Στο αμυντικό σκέλος, η υπεράσπιση των νήσων του Αιγαίου θα περιοριστεί στο θέατρο επιχειρήσεων του Αιγαίου ή θα συμπεριλαμβάνει επιχειρήσεις στην Μικρά Ασία? Ο θύλακας αντι-πρόσβασης/άρνησης περιοχής στο Αιγαίο θα πρέπει να υποστηρίζεται πρωταρχικώς με τον στόλο ή με μονάδες πυροβολικού? Αντιστοίχως στην Αν. Μεσόγειο θα δρα ο στόλος υπό την κάλυψη υποβρυχίων ή θα δρουν τα υποβρύχια πιο αυτόνομα ίσως με τη συνεργασία μη-επανδρωμένων πλατφόρμων?Γενικότερα αυτά τα παραδείγματα δεν αποκλείουν το ένα το άλλο, αλλά απλώς δίνουν μια ιδέα για την χάραξη μιας υψηλής στρατηγικής για την μεγιστοποίηση των πιθανοτήτων νίκης σε περίπτωση εχθροπραξιών. Άρα αναλόγως των στρατηγικών σχεδίων θα πρέπει να γίνονται και οι κατάλληλοι αμυντικοί εξοπλισμοί.
Γεωπολιτικό Όραμα & Πηγές Προμηθειών Οπλικών Συστημάτων
Σίγουρα αξίζει η αγορά οπλικών συστημάτων από χώρες που έχουν παρόμοιο γεωπολιτικό όραμα με την Ελλάδα, όπως είναι η Γαλλία. Η Γαλλία έχει υποφέρει από ισλαμιστικές επιθέσεις, όπως στο περιοδικό Charlie Hebdo, αλλά και σε πολλές άλλες περιστάσεις όπωςχαρακτηριστικά στο θέατρο Bataclan. Επιπροσθέτως η αντι-ισλαμιστικήατζέντα της Γαλλίας ταιριάζει σε εξαιρετικά μεγάλο βαθμό με τις γεωπολιτικές βλέψεις της Ελλάδας. Άλλωστε ένας από τους ισλαμιστές δολοφόνους στο περιστατικό του Bataclan είχε περάσει ως «πρόσφυγας» από τη Λέρο δίνοντας έναυσμα για περισσότερη συνεργασία της Ελλάδας με τη Γαλλία στην καταπολέμηση της ισλαμιστικής τρομοκρατίας.
Επίσης μπορεί να υπάρξει καλύτερη συνεργασία με πολεμικές βιομηχανίες χωρών που έχουν παράλληλο γεωπολιτικό όραμα. Όμως η απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ύπαρξη μιας αμυντικής βιομηχανίας στην Ελλάδα που να παράγει κάποια στρατιωτική δυνατότητα σε ανταγωνιστικά πρότυπα. Για παράδειγμα η ανάπτυξη αυτόνομων μη-επανδρωμένων οχημάτων με την χρήση της τεχνητής νοημοσύνης θα μπορούσαν να δώσουν ένα οπλικό σύστημα που να ξύπναγε το ενδιαφέρον για συνεργασία με άλλες αμυντικές βιομηχανίες.
Ιδιαίτερα για την χώρα μας η εξοπλιστική πολιτική θα πρέπει να περιλαμβάνει περισσότερες από μια πηγές προμήθειας οπλικών συστημάτων, αφού στην Ελλάδα στην ουσία δεν υπάρχει βαριά αμυντική βιομηχανία. Επιπροσθέτως οι εκάστοτε προμήθειες πρέπει να συνάδουν και να ενισχύουν την υψηλή στρατηγική της πατρίδας μας. Επιπροσθέτως η απόκτηση οπλικών συστημάτων μόνο από χώρες του ΝΑΤΟ δεν εξυπηρετεί ορθά την κατάστρωση μιας αποτελεσματικής υψηλής στρατηγικής για την Ελλάδα, αφού για παράδειγμα η Τουρκία έχει αναπτυγμένη την βιομηχανία παραγωγής μη-επανδρωμένων συστημάτων και τα καλύτερα αντιαεροπορικά συστήματα για αυτή την περίπτωση ανήκουν στο ρωσικό οπλοστάσιο.
Δυστυχώς στην Ελλάδα υπήρξε αποδεδειγμένα μεγάλη διαφθορά στις αμυντικές προμήθειες, γεγονός που μείωσε την ποσότητα των οπλικώνσυστημάτων που θα μπορούσαν να αγοραστούν και ιδιαίτερα να κατασκευαστούν αλλά και έδωσε αφορμή για θέσπιση νομοθεσίας που δεν ευνοούσε την γρήγορη προμήθεια μελλοντικών οπλικώνσυστημάτων.
Περαιτέρω σήμερα υπάρχει μια μεγάλη συζήτηση για την επιβιωσιμότητα των συμβατικών πλατφόρμων, όπως για παράδειγμα των μαχητικών αεροσκαφών ή των πολεμικών πλοίων. Αναλυτικά υπάρχει μια στροφή στο δόγμα που τείνει να αντικαταστήσει αυτές τις επανδρωμένες πλατφόρμες με μη-επανδρωμένα συστήματα.
Επίσης σημαντικό ρόλο έχουν τα συστήματα αυτοπροστασία και απομακρυσμένης προστασίας στα πλαίσια του ηλεκτρονικού πολέμου. Γενικότερα η πεποίθηση είναι ότι όποιο επανδρωμένο μαχητικό αεροσκάφος δεν έχει τα κατάλληλα οπλικά συστήματα επίθεσης μακράς εμβέλειας, δηλαδή πυραυλικά συστήματα και την κατάλληλη αυτοπροστασία δεν είναι στρατιωτικό αλλά είναι είτε τουριστικό είτε για χρήση καμικάζι.
Άρα η παραγωγή μιας αποτελεσματικής αμυντικής βιομηχανίας θα πρέπει να αφουγκράζεται την αλλαγή των στρατιωτικών δογμάτων και με πυξίδα την υψηλή στρατηγική της χώρας να προσαρμόζει την παραγωγή της κατάλληλα με τις σωστές τακτικές και επιχειρησιακές ανάγκες.
Θεωρητικές βάσεις για μια αποτελεσματική Αμυντική Βιομηχανία
Η αμυντική βιομηχανία είναι συνδεδεμένη πιο πολύ με την γεωπολιτική και όχι απλά με την οικονομία. Όμως η κατασκευή στρατηγικών και υποστρατηγικών όπλων (μη-πυρηνικώνν) σημαίνει ότι η αντίστοιχη χώρα μπορεί να έχει γνώμη στην διαμόρφωση των διεθνών ισορροπιώνιδιαίτερα με όμορα ανταγωνιστικά κράτη, όπως είναι η Ελλάδα και η Τουρκία.
Αυτό το γεγονός βέβαια δεν σημαίνει ότι η αμυντική βιομηχανία μιας χώρας μπορεί να ασχολείται με ανούσια και κοστοβόρα προγράμματααπλώς για να δικαιολογείται κάποια παραγωγή.
Ειδικότερα η αμυντική βιομηχανία πρέπει να παράγει οπλικά συστήματα τα οποία θα ανταποκρίνονται και να προσαρμόζονται στην υψηλή στρατηγική της χώρας. Για παράδειγμα η γεωστρατηγική υφή της Ελλάδας επιτάσσει προπαντός ισχυρή αεροπορία μαζί με δυνατή ανάπτυξη για μη-επανδρωμένα οχήματα κάθε τύπου. Η έμφαση στην ενίσχυση του αεροπορικού όπλου είναι απαραίτητη επειδή η αεροπορία μπορεί να μεταβεί γρήγορα πάνω από θαλάσσια περιβάλλοντα, όπως οι περιοχές του Αιγαίου Αρχιπελάγους, του Ιονίου Πελάγους, του Λιβυκού Πελάγους, των περιοχών της Αν. Μεσογείου καθώς φυσικά και σε κάθε άλλο χερσαίο μέρος της Ελλάδος που θα μπορεί να υπάρχει ανάγκη.Επιπροσθέτως θα πρέπει να δοθεί βαρύτητα στο υποβρυχιακό όπλο καθώς και στον ανθυποβρυχιακό πόλεμο.
Πολιτικός Πόλεμος & Πληθυσμιακή Συνοχή
Σίγουρα κάθε εξοπλιστική προσπάθεια σημαίνει την υπεράσπιση του εθνικού πληθυσμού κάθε χώρας. Δυστυχώς στην Ελλάδα οι πολιτικές συγκυρίες ανέδειξαν ότι ο άοπλος εισβολέας έχει περισσότερη αποτελεσματικότητα απόβασης και δημιουργίας προφυλακής για το αντίπαλο κράτος πάρα ο οπλισμένος τούρκος στρατιώτης. Η στρατιωτική στολή, εκτός από αρκετά άλλα στοιχεία, δείχνει την πίστη του εκάστοτε στρατιώτη σε ένα σκοπό που είναι αντίθετος από το κράτος που προσπαθεί να εισβάλλει. Σε αντίθετη περίπτωση, εάν είναι σε πολιτική περιβολή, χαρακτηρίζεται ως κατάσκοπος και σε συνθήκες πολέμου εκτελείται με συνοπτικές διαδικασίες.
Επίλογος
Περισσότερη σημασία έχει η αποφασιστικότητα ενός κράτους για την υπεράσπιση των βωμών και των εστιών του, είτε μόνο με πολιτικό πόλεμο είτε σε συνδυασμό με ήπια στρατιωτική δύναμη, δηλαδή υβριδικό πόλεμο, είτε με πλήρη συμβατικό πόλεμο. Όμως θέληση ενός λαού για την άμυνα του εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις εγχώριες δυνατότητες παραγωγής οπλικών συστημάτων από την εθνική αμυντική βιομηχανία του.
Όσο αφορά τις προμήθειες των οπλικών συστημάτων αυτές θα πρέπει να γίνονται με γνώμονα την υψηλή στρατηγική της Ελλάδας. Προφανώς η υψηλή στρατηγική προϋποθέτει τις αντίστοιχες βαρύνουσες και πραγματικές συμμαχίες που να μοιράζονται το όσο πιο δυνατόν παράλληλο γεωπολιτικό όραμα για το μέλλον, αφού μόνο από συμμάχους και γενικότερα φιλικές χώρες με βαριά αμυντική βιομηχανία μπορούν να γίνουν οι ορθές προμήθειες οπλικών συστημάτων.
*Ο Δρ Θεόδωρος Γ. Κωστής είναι στρατηγικός σύμβουλος σε θέματα άμυνας, γεωπολιτικής, ναυτιλίας και ανώτατης εκπαίδευσης με τεκμηριωμένη προϋπηρεσία σε σχετικά εθνικά & ευρωπαϊκά έργα καθώς και ως διδάσκων σε στρατιωτικές σχολές.