Παραδοσιακά στην Ελλάδα οι άρχουσες ελίτ, λόγω του μεταπρατικού χαρακτήρα τους και κατ’ επέκτασιν του ισχυρού συνδρόμου εξάρτησης από τη Δύση, αντιλαμβάνονταν την έννοια του εθνικού συμφέροντος συχνά με διαφορετικό τρόπο από το λαϊκό σώμα, από τον κορμό της κοινωνίας. Αυτή η απόκλιση εμφανιζόταν κυρίως στο επίπεδο της εξωτερικής πολιτικής. Από ένα χρονικό σημείο και πέρα, όμως, η απόκλιση αυτή εμφανίσθηκε και στον χώρο της εκπαίδευσης. Για την ακρίβεια μία ομάδα ιστορικών, με επικεφαλής τον Αντώνη Λιάκο, προσπαθούν μέσω της αποδόμησης να υφαρπάξουν την εθνική ταυτότητα.
Γράφει ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΛΥΓΕΡΟΣ για το SL PRESS
Η επιχείρηση αυτή εκδηλώθηκε όταν άρχισαν να επικρατούν μεταμοντέρνες αποδομητικές αντιλήψεις αφενός σε νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας ανώτερα και μεσαία αστικά στρώματα, αφετέρου στον χώρο της Αριστεράς. Η διαμάχη για το βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ’ Δημοτικού της Ρεπούση πριν 11 χρόνια ήταν σημείο καμπής αυτής της επιχείρησης, η οποία ακολουθεί παρασκηνιακές διαδρομές και οχυρώνεται πίσω από τον ισχυρισμό της επιστημονικής αυθεντίας.
Ο πυρήνας εκείνης της διαμάχης ήταν βαθύτατα ιδεολογικός και αφορούσε ακριβώς τον διαφορετικό τρόπο, με τον οποίον γίνεται αντιληπτή στις σημερινές συνθήκες η έννοια του ίδιου του έθνους και τελικώς η έννοια της εθνικής ταυτότητας. Στη μία πλευρά ήταν οι δυνάμεις της αποδόμησης στο όνομα της καταπολέμησης του εθνικισμού. Στην άλλη οι δυνάμεις που θεωρούν τον πατριωτισμό θεμελιώδη ορίζουσα ενός εθνικού κράτους, όπως η Ελλάδα.
Πέρα από την κάθετη ιδεολογική διάκριση σε Αριστερά-Δεξιά, που σε γενικές γραμμές αντιστοιχεί στον κομματικό χάρτη, έχει διαμορφωθεί και μία δεύτερη, η οποία τέμνει οριζοντίως και τις πολιτικές και τις κοινωνικές ελίτ. Όπως συμβαίνει πάντα δε σε τέτοιες αντιπαραθέσεις, και στη μία και στην άλλη πλευρά στοιχίζονται διαφορετικές μεταξύ τους δυνάμεις. Μακάρι στη μία να υπήρχαν μόνο κάποιοι γραφικοί εθνικιστές, ή στην άλλη μόνο κάποια αντεθνικά στοιχεία. Έχουμε, όμως, να κάνουμε με δύο ρεύματα, στους κόλπους των οποίων υπάρχουν και σοβαρές και γελοιογραφικές εκδοχές, και συντηρητικοί και προοδευτικοί, και ιδεολόγοι και ωφελιμιστές.
Κάθε λογικός Έλληνας συμφωνεί ότι η Ελλάδα πρέπει να είναι εξωστρεφής, πρέπει να συμμετέχει δυναμικά και δημιουργικά στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Το κρίσιμο ερώτημα είναι εάν θα το κάνει, κουβαλώντας τις εθνικές της αποσκευές, ή ως εθνικά πολτοποιημένη κοινωνία, προσαρμοσμένη στις προδιαγραφές της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης.
Εθνομηδενισμός και εθνική ταυτότητα
Το βασικό πρόβλημα με το βιβλίο της ΣΤ’ Δημοτικού τότε ήταν ότι υπηρετούσε το δεύτερο. Στο όνομα της κατά τα άλλα σωστής θέσης ότι πρέπει να μην καλλιεργούμε τη μισαλλοδοξία στους μαθητές, πήγε στο άλλο άκρο: απονεύρωσε την ιστορία, πολτοποίησε την αίσθηση του ανήκειν σε ένα έθνος και τροφοδότησε μία διαδικασία που οδηγεί στον εθνομηδενισμό.
Οι αριστεροί και νεοφιλελεύθεροι που αποδομούν το έθνος, έχοντας υψώσει τη σημαία του αντι-εθνικισμού, θα έπρεπε να γνωρίζουν πως μόνο αυτός που έχει ιθαγένεια μπορεί να την αναγνωρίσει ειλικρινώς και στον άλλο. Διαφορετικά, η στάση έναντι του άλλου εκφυλίζεται στις επιταγές του πολιτικά ορθού. Σε μία τυπική αναγνώριση, δηλαδή, που ενίοτε κρύβει βαθειά περιφρόνηση. Θα έπρεπε, επίσης, να γνωρίζουν πως η πολτοποίηση των εθνών είναι η άλλη όψη της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης.
Σε κάθε χώρα, η διδασκαλία της ιστορίας στα σχολεία εκ των πραγμάτων είναι από τις βασικές λειτουργίες διαμόρφωσης της εθνικής συνείδησης. Ως εκ τούτου, τα σχολικά εγχειρίδια οφείλουν να υπηρετούν ταυτοχρόνως και ισορροπημένα δύο αποστολές: αφενός να διδάσκουν την ιστορική αλήθεια, αφετέρου να καλλιεργούν το εθνικό αίσθημα. Είναι αληθές πως σε κάποιες περιπτώσεις αυτό είναι αντιφατικό και για να γίνει υπέρβαση αυτής της αντίφασης χρειάζεται να γίνουν κάποιες εκπτώσεις.
Ένας μαθητής Γυμνασίου και πολύ περισσότερο Δημοτικού έχει ανάγκη από μία ιστορική αφήγηση, η οποία θα τον βοηθήσει, χωρίς ψεύδη και ακρότητες, να συγκροτήσει την εθνική του ταυτότητα. Όταν θα ενηλικιωθεί και θα έχει την ευκαιρία να μελετήσει και να κατανοήσει τους σκληρούς νόμους της Ιστορίας, τότε θα μπορεί να σταθεί κριτικά απέναντι και στις σκοτεινές πτυχές της ιστορίας του δικού του έθνους.
Οι «ταλιμπάν» του εθνομηδενισμού
Το επίμαχο βιβλίο απευθυνόταν στους μαθητές της ΣΤ’ Δημοτικού. Το πρόβλημα δεν ήταν ότι ξέφευγε απλώς από μία στείρα ελληνοκεντρική ανάγνωση της ιστορίας. Αυτό θα ήταν θετικό. Η Ρεπούση, όμως, (όπως και όλη αυτή η ομάδα) έχει αναθέσει στον εαυτό της την αποστολή να ξεριζώσει τον εθνικισμό! Έτσι, υπέβαλε την ιστορία στην δική της προκρούστεια κλίνη. Δεν ήταν τυχαίο, βεβαίως, ότι εξωράισε την οθωμανική κατοχή. Στην πραγματικότητα, προσπαθούσε να περάσει από το παράθυρο μία δογματική αντίστροφη “εθνική ιδεολογία”, πολύ πιο επικίνδυνη από τους-μάλλον αγαθούς-εθνικούς μύθους, που με φανατισμό προσπαθεί να αποδομήσει.
Εάν επρόκειτο για δικό της βιβλίο και πάλι δεν θα υπήρχε πρόβλημα. Ο καθένας είναι ελεύθερος να γράφει και να εκδίδει τις όποιες ιδεοληψίες του. Επρόκειτο, όμως, για σχολικό εγχειρίδιο. Την ευθύνη για τα σχολικά εγχειρίδια έχουν οι αρμόδιες κρατικές αρχές και άποψη επί του θέματος δικαιούται να έχει ο κάθε πολίτης, όπως για κάθε άλλο ζήτημα που αφορά τον δημόσιο βίο. Με άλλα λόγια, εν προκειμένω δεν υπάρχει το δικαίωμα της επιστημονικής αυθεντίας που επικαλούνται, πίσω από το οποίο στην πραγματικότητα κρύβεται μία ακραία ιδεοληψία.
Δεν θα άξιζε ίσως να θυμηθούμε εκείνο το επεισόδιο αν από τότε δεν είχαν μεσολαβήσει οι πρωτοβουλίες των υπουργών Παιδείας της κυβέρνησης Τσίπρα, που αποπνέουν εθνομηδενισμό. Το πρόβλημα, λοιπόν, είναι εδώ. Μπορεί να μην έχει την οξύτητα που έχουν τα μνημονιακά οικονομικά και κοινωνικά μέτρα, αλλά αφορά τον πυρήνα της συλλογικής μας ύπαρξης. Στην πραγματικότητα, όπως προανέφερα, πρόκειται για επιχείρηση “ταλιμπάν” με σκοπό την υφαρπαγή της εθνικής ταυτότητας.