Με αφορμή τις πρόσφατες δηλώσεις της τουρκικής ηγεσίας αναφορικά με την πώληση 4 κορβετών τύπου «Ada» στο Πακιστάν, αναζωπυρώθηκαν οι συζητήσεις σχετικά με την κατάσταση στην ελληνική αμυντική ναυπηγική βιομηχανία, σε συνδυασμό με την ανάγκη ανανέωσης του ελληνικού στόλου. Υπενθυμίζεται ότι η κορβέτα τύπου «Ada» αποτελεί το αρχικό προϊόν του προγράμματος «Εθνικό πλοίο» (Milgem) της Τουρκίας, το οποίο σχεδιάζεται να αποδώσει και την πρώτη εθνικά σχεδιασμένη φρεγάτα, κλάσης TF-100. Δεν είναι όμως το μοναδικό.
Γράφει ο Στρατηγός Μιχαήλ Κωσταράκος (πρόεδρος της Στρατιωτικής Επιτροπής της Ε.Ε)
Το Τουρκικό Πολεμικό Ναυτικό (TCG) επιχειρεί με πλειάδα πλοίων τουρκικής σχεδίασης και κατασκευής πέραν των κορβετών τύπου «Ada», όπως Αρματαγωγά (LST, κλάσης L-402 Bayraktar), ταχέα αποβατικά (LCT, κλάσης C-151), περιπολικά/ανθυποβρυχιακά σκάφη (κλάσης Tuzla Ρ-1200). Ο σχεδιασμός για το μέλλον είναι εντυπωσιακός, καθώς περιλαμβάνει την απόκτηση (ήδη σε εξέλιξη, με τα πλοία σε διάφορα στάδια αποδοχής, ναυπήγησης ή σχεδιασμού), φρεγατών αντιαεροπορικής άμυνας (κλάσης TF-2000), πλοίου διάσωσης υποβρυχίων (κλάσης Alemdar), Υποστήριξης/ Ανεφοδιασμού Ανοικτής Θαλάσσης (πρόγραμμα DIMDEG).
Από την άλλη πλευρά του Αιγαίου, η αξιοποίηση του ελληνικού δυναμικού, πολιτικού και στρατιωτικού, για την κάλυψη των αμυντικών αναγκών, δεν είναι επιτυχής, ούτε επαρκής. Αυτή η αποτυχία έχει επιπτώσεις σε όλους τους Κλάδους των Ενόπλων Δυνάμεων (ΕΔ), ιδιαιτέρως όμως αντανακλά στην κάλυψη των αναγκών του Πολεμικού Ναυτικού (ΠΝ), αναγκών οι οποίες είναι γνωστές, αυξημένες και ανελαστικές. Ο ρόλος τον οποίον καλείται να διαδραματίσει το ΠΝ στην ειρήνη και στον πόλεμο είναι εξαιρετικά σημαντικός για την υπεράσπιση της εθνικής κυριαρχίας και των εθνικών συμφερόντων. Παρά ταύτα, η πρόσφατη προσέγγισή του στην απόκτηση των μέσων που θα του επιτρέψουν να φέρει εις πέρας την αποστολή του με αξιοποίηση των εθνικών δυνατοτήτων είναι τουλάχιστον συντηρητική και ανεπαρκής.
Δεν πρόκειται να επεκταθώ σε ανάλυση της κατάστασης ή των δυνατοτήτων των κύριων μονάδων κρούσης του Στόλου, των φρεγατών. Οι ασχολούμενοι με τα της εθνικής άμυνας τα γνωρίζουν, ενώ αριθμός εξειδικευμένων άρθρων στο διαδίκτυο αναλύει την κατάσταση. Γεγονός αποτελεί ότι οι περισσότερες εξ’ αυτών μετρούν ήδη αρκετές δεκαετίες σκληρής επιχειρησιακής χρήσης στα νερά του Αιγαίου, αλλά και πέραν αυτών, υπό ελληνική και ολλανδική σημαία. Αυτό συνεπάγεται ότι σε βάθος δεκαετίας-δεκαπενταετίας, τουλάχιστον εννέα από τις υπάρχουσες φρεγάτες θα πρέπει να έχουν αντικατασταθεί. Αυτή η πραγματικότητα αποτελεί τον κύριο λόγο για τον οποίον το ΠΝ άρχισε να εξετάζει τους πιθανούς αντικαταστάτες ήδη από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, στρεφόμενο τελικά προς τις γαλλικής σχεδίασης φρεγάτες τύπου FREMM το 2004.
Παράλληλα εξετάσθηκε και επιδιώχθηκε από όλες τις μέχρι τώρα ηγεσίες του Κλάδου η προμήθεια ή παραχώρηση από τις ΗΠΑ μεταχειρισμένων αντιτορπιλικών κλάσης Arleigh Burke, τα οποία συνθέτουν τον κύριο όγκο των μονάδων επιφανείας του Αμερικανικού Ναυτικού. Αμφότερες οι προσπάθειες δεν είχαν αποτέλεσμα, για λόγους που έχουν εξηγηθεί πολλές φορές από επίσημους ή ανεπίσημους φορείς.
Πρόσφατα η Ελλάδα επέδειξε ενδιαφέρον για τη νέα, επίσης γαλλικής σχεδίασης, φρεγάτα τύπου Belh@rra, η οποία βρίσκεται ακόμα στο στάδιο του σχεδιασμού. Το πρώτο πλοίο της κλάσης εκτιμάται ότι θα παραδοθεί στον χρήστη το 2025. Γίνεται προφανές ότι τόσο ο μεγάλος αριθμός των προς απόκτηση μονάδων όσο και το κόστος που μία σύγχρονη και επαρκώς εξοπλισμένη φρεγάτα έχει, οδηγούν νομοτελειακά στην απόκτηση ενός μείγματος hi-low, δηλαδή ενός μικρού αριθμού φρεγατών AAW ρόλου (όπως οι Belh@rra των €600 εκ./μονάδα), οι οποίες θα συνεπικουρούνται και θα συμπληρώνονται στις Ομάδες Μάχης από μεγαλύτερο αριθμό φρεγατών πολλαπλού ρόλου και μικρότερου κόστους κτήσης και λειτουργίας.
Οι τελευταίες λογικά θα αναλάβουν και την διεκπεραίωση του κυριότερου όγκου των αποστολών ρουτίνας και χαμηλότερων απαιτήσεων.
Οι συγκεκριμένες φρεγάτες κάλλιστα θα μπορούσαν να αποτελέσουν το προϊόν ενός εγχώριου προγράμματος ανάπτυξης πολεμικού πλοίου, προσαρμοσμένου στις ελληνικές απαιτήσεις.
Ένα τέτοιο πρόγραμμα αποτελούσε το σχέδιο της κορβέτας Als Class® 100, εκτοπίσματος 2.655 τόνων το οποίο εξέλιξε η σχεδιαστική ομάδα Als NSD (Naval Ship Designs) σε συνεργασία με τη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων (ΣΝΔ) και το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο (ΕΜΠ). Ένα πρόγραμμα το οποίο το 2013 προχώρησε σημαντικά σε επίπεδο αρχικής σχεδίασης και ενσωμάτωσης των παρατηρήσεων του ΓΕΝ, ιδιαίτερα στο σκέλος της ικανοποίησης των επιχειρησιακών απαιτήσεών του στην ΝΑ Μεσόγειο, και μετεξελίχθηκε στην φρεγάτα Als Class® 125, πλήρους εκτοπίσματος 5.000 τόνων. Ήταν μια προσπάθεια την οποία θεώρησα πολύ σημαντική, η οποία θα απέδιδε το δικό μας «εθνικό» πλοίο προσαρμοσμένο στη νέα γεωπολιτική κατάσταση στη ΝΑ Μεσόγειο και γι’ αυτό την υποστήριξα με όλες μου τις δυνάμεις.
Το πρόγραμμα εξελισσόταν αδαπάνως για το ΥΠΕΘΑ, με τη συνεργασία της Als NSD και του ΓΕΝ, φθάνοντας έως του σημείου της κατάθεσης συγκεκριμένης οικονομοτεχνικής πρότασης για την ολοκλήρωση της σχεδίασης της Als Class® 125, μέχρι του επιπέδου του Βασικού Σχεδιασμού. Η συνέχεια είναι μάλλον γνωστή και δυστυχώς, η αναμενόμενη στην Ελλάδα. Η πρόταση δεν έτυχε ποτέ απάντησης από τους καθ’ ύλην αρμοδίους και επί της ουσίας το πρόγραμμα διακόπηκε αμέσως μετά την παράδοση των καθηκόντων μου ως Α/ΓΕΕΘΑ.
Για την ιστορία και την ενημέρωση όσων δεν γνωρίζουν το θέμα, παραθέτω ορισμένα από τα προτεινόμενα χαρακτηριστικά της πρότασης: Μήκος 128 m, πλάτος 18.3 m, εκτόπισμα 5.000 tns, πλήρωμα έως 160 άτομα, μέγιστη ταχύτητα μεγαλύτερη των 30 knots (εξαρτώμενη από την επιλογή του ΠΝ για το προωστήριο σκεύος), εμβέλεια περί τα 6.000 μίλια. Η –ενδεικτική– πρόταση για τα κύρια οπλικά συστήματα που θα έφερε περιελάμβανε 1 κύριο και 2 δευτερεύοντα πυροβόλα, 8-12 πυραύλους επιφανείας-επιφανείας, 6 εκτοξευτές των 8 κελιών έκαστος για 48 αντιαεροπορικούς πυραύλους διαφόρων εμβελειών, 2 τριπλούς τορπιλοσωλήνες, συστήματα αντιμέτρων τορπιλών και Η/Ν πολέμου, κατάστρωμα ελικοπτέρου για υποδοχή και φιλοξενία 1 Ε/Π και drone, σουίτα ECM, συστήματα αντιπυραυλικής προστασίας και 2 σόναρ.
Δεν θα υποστηρίξω ότι η φρεγάτα Als Class® 125 ή κάποιο άλλο έκδοχό της αποτελεί την μοναδική απάντηση στο πρόβλημα ανανέωσης του Στόλου, υπό καθεστώς ισχνών οικονομικών προϋπολογισμών και περίσσειας πιεστικών αναγκών. Δεν είμαι ο αρμόδιος γι’ αυτό. Την σχετική ευθύνη έχει το ΓΕΝ , για την εξέταση λύσεων και ιεραρχημένη/αιτιολογημένη υποβολή των καταλληλότερων προτάσεων προς την πολιτική ηγεσία, και το ΥΠΕΘΑ, για την επιλογή και υλοποίηση της βέλτιστης εξ’ αυτών.
Τίποτα από αυτά δεν συνέβη στην συγκεκριμένη περίπτωση, για άγνωστους σε εμένα λόγους. Μετά το 2015 απλά η ηγεσία σταμάτησε να ασχολείται, ωσάν η υποστήριξη ενός Στρατηγού του ΣΞ σε ένα τέτοιο ναυτικό πρόγραμμα να το καθιστούσε αυτόματα απορριπτέο. Δεν πιστεύω όμως ότι διαφωνεί κάποιος στη διαπίστωση ότι ιδιαίτερα υπό αυτές τις πιεστικές συνθήκες, η επινοητικότητα και η στροφή σε λύσεις εγχώρια ανεπτυγμένες και χαμηλού κόστους είναι ίσως η μόνη διέξοδος. Αν το 2015 είχαμε συνεχίσει την με συνέπεια ενασχόλησή μας με το πρόγραμμα, το πρώτο «εθνικό» πλοίο θα βρισκόταν σήμερα σε προχωρημένο στάδιο σχεδίασης, εάν όχι σε φάση κατασκευής.
Αντιλαμβάνομαι πλήρως ότι η σχεδίαση ενός σύγχρονου πολεμικού πλοίου κλάσης φρεγάτας αποτελεί ένα σύνθετο, πολύπλοκο εγχείρημα, το οποίο ενέχει ιδιαίτερα υψηλό τεχνολογικό ρίσκο, ακόμα και για χώρες ή ναυπηγεία με ιδιαίτερα πλούσια εμπειρία και παράδοση στον χώρο. Αυτό όμως δεν μπορεί να αποτελέσει άλλοθι για την αδράνεια που επιδεικνύουμε, όταν χώρες μικρότερου μεγέθους ή ασύγκριτα μικρότερης ναυτικής παράδοσης το τολμούν. Η αρχή έγινε το 2015. Αυτό το οποίο παραμελήσαμε, οφείλει να γίνει τώρα, ώστε σταδιακά να χτιστεί εμπειρία και να αποκτηθεί αυτοπεποίθηση. Συνεργασίες με χώρες με παρόμοιες ανάγκες είναι δυνατόν να επιδιωχθούν και να επιτευχθούν. Αυτή είναι η ανάπτυξη που περιμένουμε και επιδιώκουμε, και έτσι θα δημιουργηθούν και νέες θέσεις εργασίας.
Θα πρέπει κάποτε οι αμυντικές μας δαπάνες να αρχίσουν (ή να ξαναρχίσουν καλύτερα) να δίνουν δουλειά στα ελληνικά χέρια και να αναπτύσσουν την ελληνική και όχι τις συμμαχικές οικονομίες.
Μπορούμε να τα πετύχουμε όλα αυτά αρκεί να πιστέψουμε στον εαυτό μας και να ξαναεπιστρέψουμε στις πανάρχαιες αρετές του ελληνικού λαού. Αυτές τις αρετές που μαζί με την τόλμη και την εφευρετικότητα δημιούργησαν στην αρχαιότητα το μέγα «της Θαλάσσης Κράτος» και εξασφάλισαν την ελληνική κυριαρχία στο παγκόσμιο θαλάσσιο χώρο. Είναι αυτές που θα μας οδηγήσουν ως έθνος ξανά εκεί που μας αρμόζει.