Ο Νίκος Κοτζιάς αποχώρησε από το υπουργείο Εξωτερικών με τον δικό του τρόπο: Με μια μεγαλομανή δήλωση, ότι «μεγάλωσε» την Ελλάδα, με μια ειλικρινή δήλωση ότι εκπλήρωσε τη φιλοδοξία του που ήταν να γίνει υπουργός και με καρφιά για τους αντιπάλους του. Και τα τρία είναι ενδεικτικά και χαρακτηριστικά μιας υπουργικής θητείας που δεν επιβεβαίωσε σχεδόν καμία από τις θετικές προσδοκίες τις οποίες η είδηση για την ανάληψη του ρόλου αυτού από τον Κοτζιά είχε γεννήσει, τον Ιανουάριο του 2015.

Γράφει ο ΘΕΜΗΣ ΤΖΗΜΑΣ για το SL PRESS

Η υπουργοποίησή του -προφανώς λανθασμένα όπως αποδείχτηκε-είχε δημιουργήσει σε πολλούς την ελπίδα για έστω μερική αλλαγή μιας αυτοκαταστροφικά μονοδιάστατης εξωτερικής πολιτικής, η οποία είχε ξεκινήσει να διαμορφώνεται από την εποχή Σημίτη και που με ελάχιστες τροποποιήσεις συνεχίστηκε έκτοτε.

Ενδεικτικά, η ταύτιση με το κράτος-απαρτχάιντ του Ισραήλ, η σύμπραξη στην εγκληματική ανατροπή Καντάφι και στη διάλυση της Λιβύης επί Γεωργίου Παπανδρέου, όπως και η διακοπή των διπλωματικών σχέσεων με τη Συρία ήταν και παραμένουν μερικές από τις πλέον ντροπιαστικές σελίδες της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Παλαιότερα και αφετηριακά, το γνωστό, «ευχαριστούμε την κυβέρνηση των ΗΠΑ», μετά την αποτυχημένη διαχείριση της κρίσης των Ιμίων και η παράδοση Οτσαλάν.

Βεβαίως, δεν περίμενε κανείς από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ να κάνει την Ελλάδα πιονέρο ενός νέου κινήματος αδεσμεύτων. Ούτε είναι αρνητικό το μπόλιασμα της εξωτερικής πολιτικής, με στοιχεία ρεαλισμού, ιδίως σε ταραγμένους καιρούς. Αρκεί βεβαίως, τα στοιχεία αυτά πραγματικά να υπηρετούν τα συμφέροντα της χώρας και του λαού της.

Ο χρήσιμος ηλίθιος

Ο Νίκος Κοτζιάς, από κοινού και σε απόλυτη ταύτιση με τους Τσίπρα και Καμμένο, όπως και με το σύνολο της κυβέρνησης, όχι μόνο δεν τροποποίησε, αλλά επέτεινε σε πρωτοφανή μεταπολεμικά βαθμό το δόγμα του «ανήκομεν εις την Δύσιν». Το μετέτρεψε σε απόλυτη ταύτιση με τις ΗΠΑ και με το Ισραήλ και πρωταγωνίστησε στη διαμόρφωση σχεδόν εχθρικών σχέσεων με τη Ρωσία.

Απομόνωσε έτι περαιτέρω την Ελλάδα από τα παραδοσιακά και εξαιρετικώς ωφέλιμα στηρίγματά της στον αραβικό κόσμο. Εξυπηρέτησε την πολιτική της Τουρκίας στη Συρία και άρα στη Μέση Ανατολή ευρύτερα, σε ό,τι αφορά τον πόλεμο στη Συρία και για τη Συρία. Ελάχιστα βήματα έγιναν σε ό,τι αφορά σχέσεις με τις αναδυόμενες δυνάμεις, παγκόσμιες και περιφερειακές.

Η ελληνική εξωτερική πολιτική πρόθυμα διαδραματίζει τον ρόλο του χρήσιμου ηλιθίου των ΗΠΑ στην Ανατολική Μεσόγειο. Το δόγμα της ήταν και παραμένει ότι η Τουρκία οδεύει σε στρατηγική ρήξη με τις ΗΠΑ και άρα, η Ελλάδα, δια της ταύτισής της με τα συμφέροντα των ΗΠΑ θα περιόριζε την πρώτη. Τι κι αν η ιστορία του 20ου αιώνα διδάσκει πού καταλήγουν τέτοιες μονοδιάστατες πολιτικές, ακόμα και όταν αποπειρώνται από πολύ ικανότερους των σημερινών κυβερνώντων και υπό ευνοϊκότερες συνθήκες;

Τι κι αν όλες οι ενδείξεις, ορθά και χωρίς φαντασιώσεις ερμηνευμένες δείχνουν ότι ο Ερντογάν μπορεί να έχει γίνει δύσκολος σύμμαχος για τις ΗΠΑ αλλά ότι παραμένει στρατηγικός σύμμαχος; Ότι η Τουρκία θα υπάρχει σε κάθε περίπτωση και μετά τον Ερντογάν; Ότι ο τελευταίος διαπραγματεύεται με τις ΗΠΑ, λύνοντας προβλήματα που ο ίδιος δημιουργεί, προκειμένου να αποκομίσει επιπλέον οφέλη; Τι κι αν οι ανακοινώσεις του State Department «δείχνουν» συνδιαχείριση με την Τουρκία στην Ανατολική Μεσόγειο, ιδίως στην περίοδο μετά την απελευθέρωση του πάστορα και μετά τη δολοφονία Κασόγκι;

Πίσω από τους Αμερικανούς

Η ελληνική εξωτερική πολιτική για πρώτη φορά ιστορικά τρέχει να προλάβει κάθε επιθυμία των ΗΠΑ, πριν καν να το ζητήσουν. Άλλωστε και η σύγκρουση του Κοτζιά με τον Καμμένο, πέραν των μυστικών κονδυλίων, αφορούσε την αποστασιοποίηση του τελευταίου από τη Συμφωνία των Πρεσπών, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του στις ΗΠΑ. Όχι την αδιανόητη πρότασή του για ένα σαφώς αντιρωσικό προσανατολισμό των Βαλκανίων.

Μάλιστα, ακόμα και η περιβόητη συμμαχία με Αίγυπτο και Ισραήλ, που συμπεριλαμβάνει και την Κύπρο δεν έχει οδηγήσει στην παραμικρή κίνηση σε ό,τι αφορά την ελληνική ΑΟΖ και δεν έχει ενισχύσει σε τίποτα το ενιαίο αμυντικό δόγμα Ελλάδας- Κύπρου. Αντιθέτως, με τον τρόπο που εξελίσσεται το θέμα των ερευνών για πετρέλαιο και φυσικό αέριο στην Κύπρο φαίνεται να οδηγεί σε νέα τετελεσμένα, επί των οποίων οι ΗΠΑ θα παίξουν το ρόλο του επιδιαιτητή.

Ο κ. Κοτζιάς περηφανεύεται, βεβαίως, για τη Συμφωνία των Πρεσπών. Ακόμα, όμως, και αν κανείς είναι υποστηρικτής της, οφείλει να αναγνωρίσει ότι η συμφωνία αυτή υπήρξε όχι αποτέλεσμα της φαντασίας ή της ευελιξίας της Ελλάδας και της ΠΓΔΜ, αλλά έμπνευση και επιβολή των ΗΠΑ επί των δύο χωρών. Αν για κάτι έχει να περηφανεύεται (εντός ή εκτός εισαγωγικών) ο πρώην υπουργός Εξωτερικών είναι πως δεν υπολόγισε το πολιτικό κόστος εντός της Ελλάδας, μπροστά στις απαιτήσεις ΗΠΑ. Παλαιότερα, τέτοιες συμπεριφορές προσέδιδαν τον τίτλο του «γραμματοκομιστή» βεβαίως.

Ακόμα και σε ένα ευρύτερο επίπεδο διεθνούς πολιτικής, όπως για παράδειγμα για θέματα χρέους κλπ, η Ελλάδα παρέμεινε ξένη προς προοδευτικές πρωτοβουλίες. Αυτό που πρέπει να αναγνωριστεί στον πρώην υπουργό Εξωτερικών είναι ότι δε συνηγόρησε σε μια όπως-όπως, «λύση» του Κυπριακού. Υπ’ αυτήν την έννοια έχει μια θετική συμβολή. Όμως εν γένει, η κληρονομιά του είναι πικρή. Έχει τη γεύση διαψευσμένων, ή μάλλον προδομένων προσδοκιών και υπ’ αυτήν την έννοια δεν ξεφεύγει και πολύ από τον μέσο -απογοητευτικό- όρο των κυβερνήσεων Τσίπρα.

Άγνοια ή λάθος

Σε όλα αυτά ήρθε να προστεθεί η περίεργη -αν όχι κωμικοτραγική- ανακοίνωση περί «μεγέθυνσης» της Ελλάδας δια της επέκτασης των χωρικών υδάτων, ειδικά και μόνο στο Ιόνιο. Στο μυαλό του Νίκου Κοτζιά μπορεί να ακούστηκε σχεδόν θριαμβικά, αλλά στην πραγματικότητα και έτσι όπως ανακοινώθηκε μάλλον αντικειμενικά ευνοεί την τουρκική ρητορική περί ιδιαιτερότητας του Αιγαίου.

Είναι άραγε αποτέλεσμα άγνοιας και λάθους; Ή άλλη μια εκδούλευση προς τις επιδιώξεις των ΗΠΑ για «ήρεμα νερά» στο Αιγαίο και για συνδιαχείριση; Εν τέλει, αν η κυβέρνηση έχει μια άλλη προσέγγιση ως προς το Αιγαίο, αυτή θα πρέπει να κατατεθεί και να συζητηθεί με διαφάνεια. Όχι να ανακοινώνεται με τον ελαφρώς αστείο τρόπο, περί «μεγαλύτερης» Ελλάδας.

Ο Νίκος Κοτζιάς έχει σίγουρα διαβάσει ιστορία και δη αυτήν της Σοβιετικής Ένωσης. Αλλά μάλλον δεν την κατανόησε επαρκώς: αλλιώς θα ήξερε ότι ο υψηλός δείκτης ευφυΐας δεν αρκεί για μια πραγματικά επιτυχημένη και διαφορετική θητεία σε ένα δημόσιο αξίωμα. Αντιθέτως, σε συνδυασμό με συγκεκριμένα ελαττώματα μπορεί να αποβεί (αυτό-) καταστροφική.

ΠΗΓΗ: SL PRESS