Με αφορμή το τέλος άλλης μίας χρονιάς δεινών για τη χώρα μας, επανερχόμαστε στο ζήτημα της οροφής του στόλου των μαχητικών στη δύναμη της Πολεμικής Αεροπορίας. Το δεδομένο της διατήρησης 300 μαχητικών σε υπηρεσία έχει πλέον μείνει πολύ πίσω στο χρόνο. Δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα και δεν θα έχει και στο μέλλον. Όταν αεροπορικές δυνάμεις όπως είναι η Γαλλική Αεροπορία «παίζουν» με οροφές της τάξης των 200 έως 250 μαχητικών, εδώ δεν μπορούμε ούτε να διανοούμαστε τις 300 μονάδες. Όχι μόνο από οικονομικής πλευράς, αλλά και από επιχειρησιακής. Η οικονομική κρίση βοήθησε προς την κατεύθυνση αυτή… Αποσύρθηκαν τα RF-4E και A-7E και σε σχετικά μικρό χρονικό διάστημα θα αποσυρθούν και εκσυγχρονισμένα F-4E AUP. Κάτι που συνεπάγεται ότι θα μείνουν σε υπηρεσία δύο μόνο τύποι μαχητικών σε περισσότερο ομογενοποιημένη μορφή (F-16 Viper). Σημαντικές οικονομίες κλίμακας δηλαδή και μεγαλύτερη επιχειρησιακή αποτελεσματικότητα. Υπό την προϋπόθεση πάντα της διατήρησης της διαθεσιμότητας σε ποσοστό 75% σε καθημερινή βάση…

Από το 1974 και για χρονικό διάστημα 35 ετών περίπου, η Πολεμική Αεροπορία και σε μικρότερο ίσως βαθμό οι δύο άλλοι Κλάδοι των ενόπλων δυνάμεων, υπήρξαν οι αποδέκτες των συνεπειών μίας πραγματικά αλλοπρόσαλλης εξοπλιστικής πολιτικής η οποία καταδικάστηκε επανηλλειμένα στο παρελθόν και όχι μόνο από τα εξειδικευμένo αμυντικό Τύπο… Επειδή όμως τα τελευταία 30 έτη χάριν ατιμωρησίας δεν «ίδρωσε κανένα αυτί», η «πολιτική» αυτή ουδέποτε εγκαταλείφθηκε. Αρχικός στόχος από την περίοδο που ιδρύθηκε και άρχισε να λειτουργεί η ΕΑΒ ήταν η ανάδειξή της σε σημαντικό κατασκευαστικό πρωτίστως και δευτερευόντως σε εξειδικευμένο επισκευαστικό κέντρο των Βαλκανίων.

Στο ίδιο πλαίσιο κινήθηκαν και οι σχετικές με το μέλλον των άλλων δύο μεγάλων κρατικών εταιρειών (ΕΒΟ-ΠΥΡΚΑΛ και ΕΛΒΟ) εξαγγελίες, αλλά και των ναυπηγείων Σκαραμαγκά και Ελευσίνας που επίσης θα αναλάμβαναν κατασκευαστικό έργο για τις ένοπλες δυνάμεις και για λογαριασμό δημόσιων οργανισμών. Κάποιες από αυτές τις εξαγγελίες υλοποιήθηκαν αλλά στο χώρο της αεροπορικής βιομηχανίας αυτά που έγινα ήταν πραγματικά πολύ λίγα. Οι προσδοκίες περί μεταφοράς τεχνογνωσίας στη χώρα μας αλλά και ανάληψης υποκατασκευαστικού έργου που θα δημιουργούσε αυτόματα χιλιάδες θέσεις εργασίας… έμειναν προσδοκίες.

Η άμυνα δεν αποτέλεσε κατά συνέπεια ποτέ μοχλό ανάπτυξης, αν και κάλλιστα θα μπορούσε να έχει και αυτή τη λειτουργία. Από τη θεωρία της αυτονομίας και της ανάπτυξης της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας, περάσαμε σταδιακά στην πραγματικότητα των εξοπλιστικών επιλογών με βάση «πολιτικά» κριτήρια και άλλες «πατέντες» με ότι αυτά συνεπάγονται σήμερα… Κάποιες από αυτές τις «πολιτικού χαρακτήρα» επιλογές μπορεί να λειτούργησαν θετικά. Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων όμως αποδείχθηκαν άστοχες και ζημιογόνες τόσο για την άμυνα της χώρας, όσο και για τη βιομηχανία της που τελικά ποτέ δεν αυτονομήθηκε έστω και σε μικρό βαθμό, και σήμερα αποτελεί άλλο ένα θύμα της οικονομικής κρίσης.

Αυτό που θέλουμε να καταδείξουμε μέσα από αυτή την εισαγωγή είναι το ότι φυσικά τα λάθη των παρελθόντων ετών δεν πρέπει να επαναληφθούν. Η ιστορία του σύγχρονου ελληνικού Κράτους βέβαια έχει αποδείξει κατ΄ επανάληψη ότι δεν μαθαίνουμε από τα παθήματά μας. Αυτό οπωσδήποτε είναι ένα άλλο μεγάλο θέμα που δεν πρέπει βέβαια να αναλύσουμε εδώ. Μπορούμε και οφείλουμε όμως, να εξετάσουμε με στοιχεία το πώς θα συνεχίσουν να υπάρχουν ένοπλες δυνάμεις και με ποιους τρόπους θα συνεχίσουν να είναι αξιόμαχες.

Η αστυνόμευση του ελληνικού εναέριου χώρου και του FIR Αθηνών

Πρόκειται για θέμα για το οποίο έχει χυθεί πολύ μελάνι και –δυστυχώς- και αίμα τις τελευταίες δεκαετίες. Από καθαρά επιχειρησιακής πλευράς πιστεύουμε ότι αντιμετωπίστηκε αποτελεσματικά ως πρόβλημα από την Πολεμική Αεροπορία και κατά τον πλέον οικονομικό τρόπο. Ξεκαθαρίζουμε ότι δεν εξετάζουμε και δεν αναφερόμαστε στην πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων έναντι της τουρκικής προκλητικότητας στο Αιγαίο… Άλλο το ένα πράγμα, άλλο το άλλο.

Παίρνοντας τα πράγματα από την αρχή λοιπόν με πρώτο και σημαντικότερο οργανωτικό όπλο το ΕΚΑΕ, η Πολεμική Αεροπορία βρέθηκε από τη δεκαετία του ’70 όπου χρειάστηκε και όταν χρειάστηκε, απέναντι στους τουρκικούς σχηματισμούς, έχοντας μάλιστα σχεδόν πάντα το τακτικό πλεονέκτημα. Επιχειρώντας κυρίως με μονοκινητήρια μαχητικά (F-104G, Mirage F 1CG, Mirage 2000 και F-16C) και λιγότερο με δικινητήρια (F-5A, F-4E), αξιοποίησε και αξιοποιεί κύρια αεροδρόμια στην ηπειρωτική Ελλάδα και αρκετά βοηθητικού χαρακτήρα στα νησιά του Αιγαίου για να καλύψει καθημερινά τις επιχειρησιακές της ανάγκες έναντι της ΤΗΚ. Και εδώ είναι που ερχόμαστε σε έναν δεύτερο σημαντικό διαχωρισμό. Άλλο αστυνόμευση, άλλο αεροπορική κυριαρχία και άλλο αεροπορική υπεροχή. Από το 1974 και μετά η Πολεμική Αεροπορία κάνει τα δύο πρώτα στους ουρανούς του Αιγαίου. Αστυνομεύει και διατηρεί αεροπορική κυριαρχία. Τι εννοούμε με τον όρο αυτό; Ότι παρακολουθεί αδιάκοπα τις κινήσεις της ΤΗΚ, είναι παρούσα σε κάθε ενέργειά της εντός του ελληνικού εναέριου χώρου και των ορίων του FIR Αθηνών και αντιμετωπίζει χωρίς καθυστέρηση κάθε παράνομη ενέργεια από τα τουρκικά αεροσκάφη.

Η αεροπορική υπεροχή είναι άλλο πράγμα και μάλλον σχετικό αν θέλουμε να μιλήσουμε για το χώρο του Αιγαίου. Που είναι μία κλειστή θάλασσα με πολλά νησιά που διαμορφώνουν ένα ιδιόμορφο επιχειρησιακό περιβάλλον. Εάν σε αυτό το τελευταίο προσθέσουμε και τον παράγοντα που ονομάζεται Κόστος Κύκλου Ζωής μαχητικών αεροπλάνων, τότε αυτόματα προκύπτει το εξής δεδομένο: Είναι οικονομικά ασύμφορο και επιχειρησιακά άκρως φθοροποιό, το να χρησιμοποιούνται πανάκριβα μαχητικά αεροπλάνα (κόστος αγοράς και κόστος χρήσης) για αυτό που γίνεται καθημερινά στο Αιγαίο. Για σκοπούς αστυνόμευσης και αεροπορικής κυριαρχίας δηλαδή. Επομένως η λογική επιλογή για την κάλυψη της συγκεκριμένης ανάγκης είναι ένα μονοκινητήριο μαχητικό χαμηλού κόστους, αλλά κατάλληλα εξοπλισμένου και οπλισμένου για την αντιμετώπιση μίας σειράς καθημερινών προκλητικών ενεργειών που ανά πάσα στιγμή μπορεί βέβαια να εξελιχθούν σε πραγματική επίθεση. Σε αυτό που ονομάζουμε «πρώτο χτύπημα» με άλλα λόγια.

Σε περίπτωση που φτάσουμε στην εκδήλωση της απόπειρας του «πρώτου χτυπήματος», ήτοι σε διεξαγωγή κανονικών αεροπορικών επιχειρήσεων, επειδή στον άξονα Ανατολή-Δύση ο χώρος του Αιγαίου ιδίως στο κεντρικό και βόρειο τμήμα του είναι περιορισμένος, ο χρόνος που έχει στη διάθεσή της η Πολεμική Αεροπορία για να αντιδράσει, είναι επίσης εξαιρετικά περιορισμένος. Αυτό που έχει καθοριστικό ρόλο επομένως στην επικράτηση έναντι του αντιπάλου, είναι η ικανότητα ταχείας αναγνώρισης-ταυτοποίησης του και το «σπάσιμο» των σχηματισμών του (πακέτα COMAO συνήθως) πριν προσεγγίσουν τις ακτές της ηπειρωτικής χώρας.

Σε αυτή τη φάση ο αριθμός των εμπλεκόμενων μαχητικών δεν έχει οπωσδήποτε τη σημασία που έχει ο ασφαλής διαχωρισμός του ποιος είναι ποιος (φίλος ή εχθρός) και ο άμεσος καθορισμός προτεραιοτήτων σε ότι αφορά τη στοχοποίηση και τη βολή όπλων αέρος-αέρος, υπό την ύπαρξη ηλεκτρονικών παρεμβολών κατά πάσα πιθανότητα. Εδώ επομένως από την πλευρά του αμυνόμενου δεν χρειάζονται πολλά μαχητικά. Χρειάζονται μαχητικά που θα μπορούν με τη μέγιστη δυνατή αυτονομία να κάνουν όσα προαναφέραμε, με δυνατότητα αντίστασης στις ηλεκτρονικές παρεμβολές. Και από την πλευρά του επιτιθέμενου όμως δεν μπορεί να αξιοποιηθεί μεγάλος αριθμός μαχητικών, καθώς υπάρχει ο κίνδυνος «κορεσμού» συγκεκριμένων τμημάτων του εναέριου χώρου με τον κίνδυνο να σημειωθούν καταρρίψεις φίλιων σχηματισμών ή μεμονωμένων αεροσκαφών (blue on blue).

Αυτό που θέλουμε να επισημάνουμε είναι ότι ένας μικρός αριθμός ελληνικών μαχητικών που θα διεισδύσουν ανάμεσα στους τουρκικούς σχηματισμούς και τα πακέτα COMAO, μπορεί να προκαλέσει πραγματικά πολύ μεγάλη σύγχυση και καταστροφή… Και αυτό δεν είναι κάτι που έχουμε βγάλει από το μυαλό μας. Έχει συμβεί και στο Αιγαίο και σε νατοϊκές ασκήσεις ανά την Ευρώπη, αλλά και στην αμερικανική Red Flag το 2008! Είναι ζωτικής σημασίας επομένως το ότι θα είναι πολύ δύσκολες μαζικού χαρακτήρα επιθέσεις, μέσα από εκμετάλλευση του μεγαλύτερου αριθμού των τουρκικών μαχητικών.

Το συγκεκριμένο πρόβλημα βέβαια σε πολύ μεγάλο βαθμό υπολογίζεται ότι θα αντιμετωπιστεί από την ΤΗΚ μέσω της ευρείας υιοθέτησης συστημάτων Link-16 που φέρουν τα περισσότερα από τα εκσυγχρονισμένα F-16 που εντάσσει σε υπηρεσία, αλλά και πάλι υπενθυμίζουμε ότι οι χρόνοι και ο χώρος αντίδρασης και τροποποίησης της επιθετικής πρωτοβουλίας είναι εξαιρετικά περιορισμένα…

Συμπερασματικά, υπό πραγματικές συνθήκες οι εμπλοκές θα έχουν τελείως διαφορετική μορφή από αυτές που λαμβάνουν χώρα καθημερινά στο Αιγαίο. Αυτός που θα εντοπίζει πρώτος το στόχο μέσω ραντάρ ή ηλεκτροοπτικού συστήματος, ή μέσω Data Link, θα αναγνωρίζει και θα ταυτοποιεί πρώτος και θα παίρνει έγκαιρα την κατάλληλη θέση (ύψος-ταχύτητα) για τη βολή BVR βλήματος. Δεν θα διακινδυνεύει να πάρει οπτική επαφή και μετά να εμπλακεί. Και εδώ είναι που κομμάτια του εξοπλισμού αποστολής των αντίπαλων μαχητικών θα διαδραματίσουν τον καθοριστικό ρόλο… Συστήματα ραντάρ, Η/Π, αντιμέτρων, παρεμβολής και μετάδοσης δεδομένων, καθώς και παθητικά (ηλεκτροοπτικά) συστήματα εντοπισμού και εγκλωβισμού, σε συνδυασμό φυσικά με το ηλεκτρομαγνητικό (RCS) και υπέρυθρο (IR) ίχνος του αεροσκάφους-φορέα, είναι οι παράγοντες που θα κάνουν τη διαφορά μεταξύ ζωής και θανάτου. Σε όλα αυτά δε προστίθεται –ήδη υπάρχει και πάντα συνυπολογίζεται σε όλες τις σύγχρονες Αεροπορικές δυνάμεις εδώ και δεκαετίες- και ο παράγοντας που ονομάζεται Κόστος Κύκλου Ζωής γιατί είναι αυτός που καθορίζει μία άλλη εξίσου ζωτική επιχειρησιακή παράμετρο. Την διαθεσιμότητα των μαχητικών σε καθημερινή βάση!

Συνοψίζοντας επομένως, η Πολεμική Αεροπορία θα χρειαστεί δύο βασικά πράγματα στο άμεσο μέλλον για να συνεχίσει να βρίσκεται «μπροστά» από την τουρκική απειλή, οποιαδήποτε μορφή και αν αυτή πάρει. Την ύπαρξη δύο -το πολύ- ομογενοποιημένων τύπων μαχητικών με συνδυασμό όλων των προαναφερόμενων συστημάτων επάνω σε αυτά, με έμφαση το χαμηλό ΚΚΖ.