Η επέμβαση των Αμερικανών στο Ιράκ, το 2003, ήταν αποτέλεσμα των επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου 2001. Μετά την ήττα στον πρώτο πόλεμο του Κόλπου, το Ιράκ απομονώθηκε πλήρως από τη διεθνή κοινότητα. Στο διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ των δύο πολέμων του Κόλπου (1991-2003), η οικονομική κατάσταση στο Ιράκ κατέστη δραματική. Στις αρχές του 1998, το Ιράκ δημιούργησε νέα προβλήματα στη διεθνή κοινότητα αρνούμενο να συμμορφωθεί με τα ψηφίσματα του ΟΗΕ για πλήρη αφοπλισμό από όπλα μαζικής καταστροφής. Μάλιστα, το Δεκέμβριο του ίδιου έτους, προκειμένου να εξαναγκαστεί η Βαγδάτη να αποδεχθεί τους διεθνείς επιθεωρητές, οι ΗΠΑ και η Μεγάλη Βρετανία πραγματοποίησαν νέες αεροπορικές επιδρομές, κατά στρατιωτικών και βιομηχανικών στόχων. Το Ιράκ ανακοίνωσε ότι δεν θα συμμορφωθεί με τα ψηφίσματα του ΟΗΕ, προκαλώντας την στρατιωτική δράση Αμερικανών και Βρετανών καθ’ όλη τη διάρκεια του 1998.

Η αντίστροφη μέτρηση για το καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν άρχισε στις 11 Σεπτεμβρίου του 2001. Μετά τις επιθέσεις οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν ότι θα αποδυθούν σε μια παγκόσμια προσπάθεια κατά της τρομοκρατίας και των κρατών που την υποστηρίζουν. Στις 7 Οκτωβρίου του 2001, οι ΗΠΑ επενέβησαν στρατιωτικά στο Αφγανιστάν και ανέτρεψαν το σκληρό θεοκρατικό καθεστώς των Ταλιμπάν. Μετά το Αφγανιστάν και καθ’ όλη τη διάρκεια του 2002, οι ΗΠΑ προετοίμαζαν το έδαφος για μια επέμβαση στο Ιράκ, κάτι που προκάλεσε σοβαρές αντιπαραθέσεις τόσο μεταξύ των ΗΠΑ και των ισχυρότερων μελών της ΕΕ (Γαλλίας και Γερμανίας), όσο και μεταξύ των ΗΠΑ και ορισμένων αραβικών κρατών. Μάλιστα η Τουρκία αρνήθηκε να δώσει το πράσινο φως για διέλευση αμερικανικών στρατευμάτων από το έδαφός της. Τελικώς, η επέμβαση πραγματοποιήθηκε και οδήγησε στη συντριπτική ήττα του Ιράκ και στην κατάρρευση του καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεΐν.

Το Νοέμβριο του 2002 ο τότε Πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζορτζ Μπους, δήλωσε ότι εάν ο Ιρακινός Πρόεδρος αποφασίσει να μην αφοπλίσει τη χώρα του από όπλα μαζικής καταστροφής, οι ΗΠΑ θα ηγηθούν μιας συμμαχίας αφοπλισμού του Ιράκ. Τον ίδιο μήνα ξεκίνησαν και οι στρατιωτικές προετοιμασίες για την εισβολή. Έως τις 20 Μαρτίου του 2003 είχαν συγκεντρωθεί στο Κουβέιτ 297.000 στρατιώτες, εκ των οποίων οι 248.000 ήταν Αμερικανοί και οι 45.000 Βρετανοί. Τη συμμαχική δύναμη συμπλήρωναν στρατεύματα από την Αυστραλία, την Ισπανία, τη Δανία και την Πολωνία, καθώς και 70.000 περίπου Κούρδοι παραστρατιωτικοί στο βόρειο Ιράκ. Απέναντί τους, η Βαγδάτη αντέταξε 538.000 στρατιώτες συν 44.000 επίλεκτες δυνάμεις του Σαντάμ Χουσεΐν. Η στρατιωτική μηχανή του Ιράκ ήταν, κατά γενική ομολογία, φτωχή σε εξοπλισμό, ενώ οι ελλείψεις σε πάσης φύσεως στρατιωτικά εφόδια έγιναν αντιληπτές από τις πρώτες μέρες του πολέμου.

Ο προβληματισμός της Τουρκίας αφορούσε, κυρίως, στο ενδεχόμενο ίδρυσης ανεξάρτητου κουρδικού κράτους, κάτι που θα άνοιγε τις αυτονομιστικές ορέξεις των δικών της κουρδικών πληθυσμών και θα περιόριζε την επιρροή της σε μια στρατηγική περιοχή, που ελέγχει την πρόσβαση στα πετρέλαια της Μοσούλης και του Κιρκούκ. Έτσι, η Τουρκία ζήτησε να γίνουν δεκτοί οι όροι της: Η Άγκυρα ζήτησε εγγυήσεις για την εδαφική ακεραιότητα του Ιράκ και ζήτησε οι Τουρκομάνοι του βορείου Ιράκ, που ελέγχονται από την Τουρκία, να έχουν λόγο και ενεργό συμμετοχή στη νέα δομή του ιρακινού κράτους και οι πλούσιες σε πετρέλαιο περιοχές της Μοσούλης και του Κιρκούκ να παραμείνουν υπό ιρακινό έλεγχο. Σε στρατιωτικό επίπεδο, ζήτησαν τον αφοπλισμό των Κούρδων ανταρτών και την άδεια εισόδου στο βόρειο Ιράκ 60.000 Τούρκων στρατιωτών υπό τουρκική και όχι υπό αμερικανική διοίκηση.

Τελικά δεν επήρθε συμφωνία και η Άγκυρα απαγόρευσε τη διέλευση Αμερικανικών στρατευμάτων από τα έδαφος της. Η πρώτη ημέρα του πολέμου σημαδεύτηκε από αεροπορικές επιδρομές και βομβαρδισμούς σε προεπιλεγμένους στόχους. Στη διάρκεια της δεύτερης ημέρας συνεχίστηκαν οι σφοδροί βομβαρδισμοί στη Βαγδάτη, ενώ σημειώθηκαν και οι πρώτες χερσαίες επιχειρήσεις στο νότιο Ιράκ. Ταυτόχρονα, άνοιξαν και δύο άλλα μέτωπα, αυτά του βορρά (στις κουρδικές επαρχίες) και της δύσης (κοντά στα σύνορα με την Ιορδανία). Στο νότιο μέτωπο, οι αμερικανικές και οι βρετανικές δυνάμεις κινήθηκαν από το Κουβέιτ προς δύο στρατηγικά σημεία: Προς τη χερσόνησο Φάο, για την εξασφάλιση του λιμανιού Ουμ Κασρ και των πετρελαϊκών του περιοχών και προς την πόλη της Νασιρίγια, στρατηγικού σημείου ελέγχου της πορείας προς τη Βαγδάτη. Την τρίτη ημέρα του πολέμου άρχισε να εφαρμόζεται το επιχειρησιακό σχέδιο «Σοκ και Δέος», ισοπέδωσης της Βαγδάτης.

Κατά την τέταρτη ημέρα του πολέμου, οι συγκρούσεις στο νότο γενικεύτηκαν, ενώ ο ανηλεής βομβαρδισμός της Βαγδάτης συνεχίστηκε. Το διήμερο 24-25 Μαρτίου, οι επιχειρήσεις επικεντρώθηκαν στο να καμφθεί η αντίσταση των Ιρακινών στο νότιο μέτωπο, μιας και στα άλλα δύο μέτωπα (βόρειο και δυτικό) η ιρακινή αντίσταση ήταν μικρή και οι αντικειμενικοί σκοποί για τις συμμαχικές δυνάμεις είχαν επιτευχθεί. Το ξημέρωμα της 26ης Μαρτίου βρήκε τις συμμαχικές δυνάμεις να έχουν εκκαθαρίσει τις νότιες επαρχίες του Ιράκ από τις εστίες αντίστασης. Ο πόλεμος πλέον είχε μεταφερθεί στα περίχωρα της πόλης Καρμπάλα, της τελευταίας μεγάλης πόλης πριν από τη Βαγδάτη. Η κατάληψη της πόλης ολοκληρώθηκε με επιτυχία στις 28 Μαρτίου. Την ίδια μέρα ξεκίνησε και η προπαρασκευή για την τελική επίθεση και την κατάληψη της Βαγδάτης. Στις 29 Μαρτίου όμως η αμερικανική διοίκηση ανακοίνωσε ότι η προέλαση προς τη Βαγδάτη θα σταματήσει για τουλάχιστον πέντε ημέρες, όχι όμως και οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί.

Η απόφαση της αμερικανικής διοίκησης πάρθηκε για τρεις λόγους. Πρώτον, διότι οι εστίες αντίστασης στις πόλεις Καρμπάλα και Νατζάφ δεν είχαν εξουδετερωθεί. Δεύτερον, γιατί την επίθεση προς τη Βαγδάτη θα εξαπέλυε μια αμερικανική μονάδα ειδικά εκπαιδευμένη και εξοπλισμένη για μάχη σε κατοικημένες περιοχές, η οποία βρισκόταν εν κινήσει από το νότο. Και τρίτον, διότι οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί έπρεπε πρώτα να εξουδετερώσουν την Προεδρική Φρουρά. Οι επιχειρήσεις επανελήφθησαν στις 3 Απριλίου. Στις 4 Απριλίου οι αμερικανικές δυνάμεις είχαν λάβει θέσεις μάχης 10 χιλιόμετρα μακριά από τη Βαγδάτη. Η τελική επίθεση ξεκίνησε στις 5 Απριλίου και στις 9 του μήνα στο κέντρο της πόλης εμφανίστηκαν οι πρώτες αμερικανικές δυνάμεις. Στις 10 Απριλίου κατελήφθη από τους Κούρδους και η Μοσούλη. Τις επόμενες τρεις ημέρες (11-13 Απριλίου), οι αμερικανικές δυνάμεις προσπάθησαν να ελέγξουν την κατάσταση πανικού που επικρατούσε στη Βαγδάτη, η οποία εκδηλώθηκε με ευρείας κλίμακας πλιάτσικο από τους Ιρακινούς.

Μεταξύ άλλων, λεηλατήθηκε και το αρχαιολογικό μουσείο της πόλης και εκατοντάδες εκθέματα ανεκτίμητης αρχαιολογικής και πολιτιστικής αξίας χάθηκαν, για να ανευρεθούν αργότερα σε ασφαλείς τοποθεσίες (τα είχαν κρύψει οι υπάλληλοι του μουσείου). Εκτός του αρχαιολογικού μουσείου, νοσοκομεία, κρατικές υπηρεσίες και υπουργεία, πλην του Υπουργείου Πετρελαίου που φρουρούσαν οι Αμερικανοί, λεηλατήθηκαν ανηλεώς. Η προτελευταία σελίδα της επιχείρησης γράφτηκε στις 14 και 15 Απριλίου, όταν οι συμμαχικές δυνάμεις κατέλαβαν αμαχητί τη γενέτειρα πόλη του Σαντάμ Χουσεΐν, το Τικρίτ. Δύο εβδομάδες αργότερα, την 1η Μαΐου, ο Τζορτζ Μπους δήλωσε πάνω στο κατάστρωμα του αεροπλανοφόρου USS «Abraham Lincoln» το περίφημο «αποστολή εξετελέσθη». Το Ιράκ κατελήφθη, ενώ ο Σαντάμ Χουσεΐν και οι γιοί του έγιναν φυγάδες (οι γιοί του σκοτώθηκαν στις 22 Ιουλίου, ενώ ο Σαντάμ Χουσεΐν συνελήφθη στις 13 Δεκεμβρίου, δικάστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο δια απαγχονισμού).

Ποια ήταν τελικά τα πραγματικά αίτια της επέμβασης στο Ιράκ; Το σίγουρο είναι ότι Αμερικανοί και Βρετανοί δεν εισέβαλαν στο Ιράκ από αίσθημα καθήκοντος προς το διεθνές δίκαιο. Οι αιτίες είναι ποικίλες και πολυσύνθετες. Βέβαιο είναι ότι με πρόσχημα τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου οι ΗΠΑ ανακάλυψαν μια χρυσή ευκαιρία για να κλείσουν παλιούς λογαριασμούς και να χρησιμοποιήσουν την αδιαμφισβήτητη στρατιωτική παντοδυναμία τους για να επιφέρουν αλλαγές στο παγκόσμιο πολιτικό σκηνικό υπέρ των στρατηγικών τους συμφερόντων. Αφορμές υπήρχαν: Τα όπλα μαζικής καταστροφής, που τελικά δεν βρέθηκαν, η υποστήριξη τρομοκρατικών οργανώσεων, το αναξιόπιστο του καθεστώτος προς τις ΗΠΑ και τα συμφέροντα τους, το πετρέλαιο, ίσως όλα αυτά μαζί. Η ουσία είναι ότι με πρόσχημα τον πόλεμο κατά της διεθνούς τρομοκρατίας οι ΗΠΑ, χρησιμοποιώντας την στρατιωτική τους ισχύ, προσπαθούν να επιβάλουν μια νέα τάξη πραγμάτων υπέρ των αμερικανικών συμφερόντων.