Ο πόλεμος στην Ουκρανία κατέδειξε με τον πλέον σαφή τρόπο, την επιχειρησιακή αξία των πυραυλικών συστημάτων. Μια από τις βασικότερες απειλές για τις Ουκρανικές Ένοπλες Δυνάμεις ήταν ο Ρωσικός Στόλος δεδομένου πως στην αρχή του πολέμου υπήρχαν εκτιμήσεις από το ουκρανικό επιτελείο για ρωσικές αποβατικές ενέργειες στη περιοχή της Οδησσού. Σημειώνεται πως στην αρχή του πολέμου ο Ρωσικός Στόλος της Μαύρης Θάλασσα είχε ως βασικό στόχο την άσκηση θαλάσσιου ελέγχου και αποκλεισμού των ουκρανικών λιμανιών.

Σε ένα βαθμό, η ρωσική ναυτική παρουσία και δράση στη Μαύρη Θάλασσα περιόρισε την επιχειρησιακή ελευθερία των Ουκρανών στην ξηρά. Όπως προαναφέραμε το κυριότερο ήταν ο φόβος μιας πιθανής ρωσικής απόβασης από τις ουκρανικές ακτές, ιδιαίτερα στις αρχές του πολέμου, ανάγκασε την Ουκρανία να διατηρήσει σημαντικές χερσαίες δυνάμεις κοντά στις ακτές της, ιδιαίτερα στην Οδησσό. Από αυτή την άποψη, ο πόλεμος στην Ουκρανία έδειξε και υπογράμμισε τη θεμελιώδη σημασία και αξία των χερσαίων συστημάτων παράκτιας άμυνας.

Eπισημαίνεται ότι όταν η Ουκρανία ανέπτυξε συστήματα παράκτιας άμυνας στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας, τα ρωσικά πολεμικά πλοία έγιναν στόχος και η Ρωσία απώλεσε την επιχειρησιακή της ελευθερία στη Μαύρη Θάλασσα. Εκτός από τη βύθιση του «Moskva», από δύο ουκρανικούς πυραύλους τύπου R-360 Neptune, η Ουκρανία προκάλεσε σοβαρές ζημιές σε ρωσικό ναυπηγείο στο λιμάνι του Κερτς της Κριμαίας, καθώς και σε εγκαταστάσεις στη Σεβαστούπολη.

Το τελευταίο χρονικό διάστημα παρατηρείται πως η Βουλγαρία αντιγράφει τις ουκρανικές τακτικές προσπαθώντας να βελτιώσει τις ικανότητες της στην παράκτια άμυνα, η οποία έχει σημαντικό μήκος ακτών στη Μαύρη Θάλασσα. Σήμερα, η παράκτια άμυνα της Βουλγαρίας θεωρείται πεπαλαιωμένη και σίγουρα όχι σύγχρονη, καθώς βασίζεται στα παλαιάς τεχνολογίας και σοβιετικής προέλευσης συστήματα 4K51 Rubezh και P-15 Termit.

Το παράδειγμα της Βουλγαρίας είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον. Έχει επιλέξει το σύγχρονο και προηγμένο σουηδικό σύστημα κατά πλοίων RBS-15 Mk.3, μέγιστης εμβέλειας 200 χιλιομέτρων, το οποίο έχει επιλεγεί για τον εξοπλισμό των δύο (2) νέων περιπολικών πλοίων, μήκους 90 μέτρων, που ναυπηγεί η Βουλγαρία σε συνεργασία με τη Γερμανία. Τα πλοία αναμένεται να παραδοθούν την περίοδο 2025-2026. Έτσι, το Βουλγαρικό Ναυτικό θα γίνει ο 8ος χρήστης της οικογένειας πυραύλων RBS-15, μετά τη Σουηδία, τη Γερμανία, την Πολωνία, τη Φινλανδία, την Αλγερία, την Ταϊλάνδη και την Κροατία. Ωστόσο, παρά την επιχειρησιακή ανάγκη ενίσχυσης της παράκτιας άμυνας της, η Βουλγαρία αντιμετωπίζει οικονομικούς περιορισμούς, ενώ παράλληλα έχει και άλλες επείγουσες επιχειρησιακές ανάγκες τις οποίες και πρέπει να καλύψει.

Η οικονομική δυσχέρεια καθυστερεί τη Βουλγαρία και δεν της επιτρέπει να αποκτήσει ένα νέο και σύγχρονο σύστημα παράκτιας άμυνας. Η χώρα έκρινε ως μεγαλύτερη προτεραιότητα την προμήθεια 16 νέων μαχητικών αεροσκαφών F-16 Viper και τον εκσυγχρονισμό του απαρχαιωμένου της δικτύου έγκαιρης προειδοποίησης (σταθμοί έγκαιρης προειδοποίησης – ραντάρ). Ωστόσο, η Βουλγαρία, για να ολοκληρώσει την αναβάθμιση των ικανοτήτων της στην παράκτια άμυνα, θα χρειαστεί περισσότερες πλατφόρμες εκτόξευσης πυραύλων RBS-15.

Η τελευταία και ικανότερη έκδοση RBS-15 Mk.4 Gungnir ολοκλήρωσε την ανάπτυξη της στα μέσα του 2018 και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στη διεθνή έκδοση «Farnborough International Airshow 2018». Η λέξη «Gungnir» παραπέμπει στο ακόντιο του Όντιν, του ανώτατου θεού της σκανδιναβικής μυθολογία. Η ανάπτυξη της έκδοσης Mk.4 ξεκίνησε το Μάρτιο του 2017, στο πλαίσιο σχετικής σύμβασης ύψους $ 358,5 εκατομμυρίων. Σε σχέση με τις προγενέστερες εκδόσεις, η Mk.4 επιτυγχάνει αυξημένο μέγιστο βεληνεκές, 300 χιλιόμετρα περίπου, ενώ ενσωματώνει και άλλες βελτιώσεις (όπως καλύτερο ερευνητή). Επίσης έχει μικρότερο βάρος και ανοιχτή αρχιτεκτονική για ευκολία ενσωμάτωσης πιθανών μελλοντικών βελτιώσεων. Τα βλήματα της έκδοσης Mk.4 προορίζονται να εξοπλίσουν τις κορβέτες κλάσης «Visby» και τα μαχητικά αεροσκάφη JAS-39E/F Gripen. Η απόκτηση πλήρους επιχειρησιακής ικανότητας έχει προσδιοριστεί για τα μέσα της δεκαετίας του 2020.

Συγκριτικά με το παράδειγμα της Βουλγαρίας, η χώρα μας, η οποία έχει μεγαλύτερο αμυντικό προϋπολογισμό και πιο σύγχρονες και ισχυρές Ένοπλες Δυνάμεις, αντιμετωπίζει μια πολύ πιο σύνθετη και απαιτητική κατάσταση. Η πρόκληση για τη χώρα μας προκύπτει από την εξέλιξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων, οι οποίες, συχνά, κλιμακώνονται επικίνδυνα.

Οι εντάσεις στα ελληνοτουρκικά, σε συνδυασμό με τη γεωγραφία του Αιγαίου, καθιστούν την παράκτια άμυνα κύριο συστατικό της ελληνικής άμυνας. Από επιχειρησιακή άποψη το περιβάλλον ασφαλείας της Ελλάδας έχει μεγαλύτερες προκλήσεις, κυρίως επειδή το Αιγαίο είναι γεωγραφικά ένα αρχιπελαγικό επιχειρησιακό περιβάλλον, με χιλιάδες νησιά και βραχονησίδες. Επιπλέον, η Τουρκία βρίσκεται σε φάση υλοποίησης ενός φιλόδοξου ναυπηγικού προγράμματος, ενώ η περιοχή ευθύνης που καλείται να καλύψει η Ελλάδα είναι ευρεία και εκτείνεται από το Αιγαίο, στην Ανατολική Μεσόγειο και την Κύπρο. Την ίδια στιγμή, η Τουρκία δεν εκσυγχρονίζει μόνο τον στόλο της αλλά και τις πυραυλικές της ικανότητες, και μάλιστα με εγχώριας σχεδίασης και ανάπτυξης πυραύλους, όπως ο Atmaca, οι οποίοι έχουν σχεδιαστεί για χρήση από διάφορα τουρκικά πολεμικά πλοία, υποβρύχια ή από την ξηρά.

Με άλλα λόγια, το Πολεμικό Ναυτικό (ΠΝ) δεν χρειάζεται μόνο νέα πλοία, αλλά και νέους πυραύλους κατά πλοίων. Καθίσταται σαφές πως η απόκτηση σύγχρονων παράκτιων συστοιχιών, θα αύξανε την αποτρεπτική ισχύ της χώρας μας. Η Ελλάδα διατηρεί συστοιχίες παράκτιας άμυνας τύπου Exocet και πυραύλους κατά πλοίων Exocet και αμερικανικούς Harpoon. Να σημειωθεί επίσης ότι η Πολεμική Αεροπορία έχει κι αυτή στο οπλοστάσιο της πυραύλους κατά πλοίων, τους γνωστούς μας Exocet. Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι οι νέες φρεγάτες FDI, κλάσης «Κίμων», του ΠΝ θα εξοπλιστούν με πυραύλους Exocet, της τελευταίας και ικανότερης έκδοσης Block.3C.

Για σχεδόν τρεις δεκαετίες η ελληνική αποτροπή βασίζονταν στα αεροσκάφη Mirage 2000 και τους γαλλικούς AM-39 Exocet.

Τα χερσαία συστήματα παράκτιας άμυνας αποτελούν για την Ελλάδα μια πραγματικά ουσιαστική επένδυση. Η διάθεση χερσαίων συστημάτων παράκτιας άμυνας εξοπλισμένων με πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς, ικανούς να είναι ανθεκτικοί στα ηλεκτρονικά αντίμετρα και να προσβάλουν τις εχθρικές δυνάμεις αποτελεσματικά και σε απόσταση είναι μια οικονομική και στρατηγικής σημασίας κίνηση.

Το θετικό είναι ότι στην αγορά υπάρχει ποικιλία από εξαιρετικά αποτελεσματικούς πυραύλους παράκτιας άμυνας, τους οποίους θα μπορούσε να επιλέξει η Ελλάδα, όχι μόνο για τον εξοπλισμό χερσαίων συστημάτων, αλλά και για τον εξοπλισμό πολεμικών πλοίων. Η ευελιξία των σύγχρονων πυραύλων κατά πλοίων δεν προκύπτει μόνο από την προσαρμοστικότητα τους και την ικανότητά τους να αναπτύσσονται σε χερσαίες και ναυτικές πλατφόρμες, αλλά και από την αποτελεσματικότητα τους απέναντι σε πολλούς στόχους.

Χαρακτηρηστικά αναφέρεται πως όλοι οι σύγχρονοι πύραυλοι κατά πλοίων διαθέτουν παράλληλα και δυνατότητες επίθεσης κατά στόχων εδάφους, ημέρα και νύχτα και κάτω από οποιεσδήποτε καιρικές συνθήκες. Επίσης, οι σύγχρονοι πύραυλοι κατά πλοίων βασίζονται, κυρίως, στη χρήση GPS, αλλά μπορούν να βασιστούν αποκλειστικά και στην αδρανειακή πλοήγηση εάν χρειαστεί. Θα πρέπει να σημειώσουμε ωστόσο ότι τα χερσαία συστήματα παράκτιας άμυνας δεν μπορούν να αντικαταστήσουν τους πυραύλους κατά πλοίων, που εξοπλίζουν πολεμικά πλοία. Άλλωστε δεν είναι αυτός ο σκοπός τους.

Αντίθετα, έχουν σχεδιαστεί για να χρησιμεύουν ως συμπλήρωμα και ενίσχυση των ναυτικών μέσων, δεδομένου ότι τα πολεμικά πλοία προσφέρουν μεγαλύτερη επιχειρησιακή ευελιξία, δηλαδή μπορούν να μετακινηθούν από μια περιοχή ενδιαφέροντος σε άλλη με σχετική ταχύτητα. Ουσιαστικά, οι πύραυλοι κατά πλοίων, σε πολεμικά πλοία και στην ξηρά, δημιουργούν ένα πυκνό και ευέλικτο δίκτυο άρνησης πρόσβασης στις εχθρικές δυνάμεις. Παράλληλα, αν βρίσκονται στα ακριτικά νησιά μας, μπορούν να επιφέρουν σοβαρά πλήγματα στην εχθρική ενδοχώρα.

Τα χερσαία συστήματα παράκτιας άμυνας μπορούν να διασκορπιστούν γρήγορα, να καλυφθούν και να μην εντοπιστούν από τις εχθρικές δυνάμεις. Επίσης, πρόκειται για ολοκληρωμένα συστήματα, με εκτοξευτές, ραντάρ, αισθητήρες, κέντρο διοίκησης και επικοινωνιών. Τα μέσα αυτά επιτρέπουν στα συστήματα παράκτιας άμυνας να διασυνδέονται με UAV, με άλλα ραντάρ και αεροσκάφη, αυξάνοντας την επιχειρησιακή τους ευελιξία.

Επιπλέον, τα χερσαία συστήματα παράκτιας άμυνας μπορούν να παραμείνουν φονικά ακόμα και σε περιβάλλον χωρίς αεροπορική υπεροχή. Αυτό αποδείχθηκε και στην Ουκρανία όπου το Κίεβο, χωρίς να έχει αεροπορική υπεροχή, μπόρεσε να χρησιμοποιήσει αποτελεσματικά τα συστήματα παράκτιας άμυνας που διαθέτει. Στον πόλεμο της Ουκρανίας, η αξία των χερσαίων συστημάτων παράκτιας άμυνας αναδείχθηκε ακόμη περισσότερο. Και δεν είναι τυχαίο ότι πολλές χώρες σπεύδουν να επενδύσουν σε τέτοια συστήματα, μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.

Όπως προαναφέραμε, το Αιγαίο είναι ένα μέτωπο κατακερματισμένο από δεκάδες μεγάλα νησιά και εκατοντάδες άλλα μικρότερα. Αυτή η γεωγραφία δημιουργεί δυσχέρειες τόσο στον επιτιθέμενο, επειδή θα πρέπει να δεσμεύσει σημαντικές στρατιωτικές, αεροπορικές και ναυτικές δυνάμεις, όσο και στον αμυνόμενο, που θα πρέπει να διασπάσει τις δυνάμεις του σ’ ολόκληρο το Αιγαίο. Για την Ελλάδα, εκ των πραγμάτων, η παράκτια άμυνα είναι επιβεβλημένη. Η κατάληψη ενός νησιού του Αιγαίου, και μάλιστα μεγάλης έκτασης, δεν είναι μια απλή υπόθεση. Προϋποθέτει άρτιο και λεπτομερή σχεδιασμό και επιτυχία σε κάθε βήμα: Από τη συγκέντρωση των δυνάμεων στις προπαρασκευαστικές προσβολές, στη δημιουργία αεροπρογεφυρωμάτων, την εξασφάλιση τοπικής αεροπορικής υπεροχής, την επιβολή ναυτικού αποκλεισμού, την ασφαλή πλεύση των αποβατικών σκαφών και πλοίων, την επιτυχημένη απόβαση στην ακτή, τη συνένωση του προγεφυρώματος της ακτής με τα αεροπρογεφυρώματα και την τελική εκκαθάριση και κατάληψη του νησιού.

Όλα οι παραπάνω είναι φάσεις μιας δύσκολης και απαιτητικής στρατιωτικής επιχείρησης με αλληλένδετους και αλληλεξαρτώμενους κρίκους. Η επιτυχία ή αποτυχία της τελικής προσπάθειας προϋποθέτει την επιτυχία όλων ή την αποτυχία μιας τουλάχιστον από τις παραπάνω φάσεις. Και αυτό είναι το τακτικό πλεονέκτημα του αμυνόμενου. Για παράδειγμα, χωρίς τοπική αεροπορική υπεροχή ο ναυτικός αποκλεισμός είναι αδύνατος διότι τα εχθρικά πολεμικά πλοία και η επερχόμενη αποβατική δύναμη θα είναι ευάλωτα σε πυρά. Ομοίως, χωρίς ναυτικό αποκλεισμό η εκτέλεση της κύριας αποβατικής δύναμης δεν είναι εφικτή ή είναι πολύ επικίνδυνη. Ομοίως, η προσπάθεια απόβασης στρατιωτικής δύναμης χωρίς την εξασφάλιση του αεροναυτικού αποκλεισμού και της ύπαρξης προγεφυρωμάτων στην ενδοχώρα του νησιού, είναι καταδικασμένη καθώς τα εχθρικά αποβατικά σκάφη μπορούν να προσβληθούν, από αέρα, θάλασσα και ξηρά, καθώς κινούνται από την ακτή επιβίβασης έως και την ακτή απόβασης.

Όλα τα παραπάνω υπογραμμίζουν τη σημασία της ύπαρξης μιας αποτελεσματικής και διάσπαρτης παράκτιας άμυνας, στο πλαίσιο μιας συνδυασμένης ικανότητας αεράμυνας, η οποία αναπόφευκτα θα αλλάξει τους υπολογισμούς οποιουδήποτε επίδοξου επιτιθέμενου. Ένα τέτοιο αποτελεσματικό και διάσπαρτο αμυντικό σύστημα θα έχει αναπόφευκτα υψηλό κόστος για τον επιτιθέμενο, θα είναι παράγοντας αποτροπής για την Ελλάδα και θα συμβάλει αποφασιστικά στη διατήρηση της ειρήνης και της ασφάλειας στο Αιγαίο. Η χώρα μας θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη της το μεγάλο ενδιαφέρον της Βουλγαρίας για την άμυνα των ακτών της και να σκεφτεί σοβαρά την άμυνα τον δικών της ακτών και νησιών.