Η συνεδρία του Υπουργικού Συμβουλίου που οδήγησε στην παραίτηση του Υπουργού Εξωτερικών επαληθεύει τρία τουλάχιστον πράγματα. Πρώτον, την απουσία ή μεγάλο έλλειμμα κρατικών θεσμών επιτελικού χαρακτήρα. Δεύτερον, το έλλειμμα γνώσης για το Αλφαβητάριο της διεθνούς πολιτικής στο επίπεδο του πολιτικού προσωπικού, ιδιαίτερα γνώσης για την διπλωματία και τις στρατηγικές των μεγάλων δυνάμεων ως προς τις οποίες η αρτιότητα της γνώσης σχετίζεται με την βιωσιμότητα ενός οποιουδήποτε κράτους. Τρίτον, της απουσία πολιτικής συναίνεσης για τις έσχατες λογικές που συγκροτούν και εκπληρώνουν τα εθνικά συμφέροντα όχι μόνο διακομματικά αλλά και εντός των κυβερνητικών σχημάτων.
Γράφει ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΗΦΑΙΣΤΟΣ* για το HUFFPOST
*Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΗΦΑΙΣΤΟΣ είναι Ομότιμος Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων-Στρατηγικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς, στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών
Πιο συγκεκριμένα, η εικόνα ασυνεννοησίας, ελλειμματικού συντονισμού, θολών κρατικών σκοπών επί ζητημάτων μείζονος σημασίας, οι ολοφάνεροι ελιγμοί που υπηρετούν προσωπικούς σκοπούς ή κομματικές σκοπιμότητες και οι χαώδεις διαφορές μεταξύ πρωθυπουργού, υπουργού εξωτερικών και υπουργού άμυνας, καταμαρτυρούν μια αξιοθρήνητη κατάσταση σε όλο το φάσμα της κρατικής οργάνωσης και της πολιτικής του στελέχωσης.
Εξ ου και προκαλούν απορίες οι πομπώδεις εξαγγελίες για σημαντικό ρόλο της χώρας στην περιφέρειά μας. Εμείς δεν γνωρίζουμε τέτοιους όρους παρά μόνο ότι όλα τα κράτη ακόμη και οι μεγάλες δυνάμεις αγωνίζονται για ισχυρή θέση και ρόλο που εκπληρώνει τα συμφέροντά τους και τους σκοπούς της εθνικής τους ασφάλειας.
Δύο ακόμη γεγονότα καταμαρτυρούν την αξιοθρήνητη κατάσταση του κράτους: Αφενός όσοι καθίσουν στις καρέκλες δεν βλέπουν ότι με εξοντωμένη την κοινωνία και την οικονομία στα θεμέλιά της χώρας η κατάκτηση και η διαιώνιση ισχυρής θέσης και ρόλου στην διεθνή πολιτική είναι ανέφικτη. Αφετέρου, οι δηλώσεις του Έλληνα υπουργού άμυνας στις ΗΠΑ που πήγαιναν ενάντια στην γραμμή του ΥΠΕΞ φάνηκε να έγιναν χωρίς να υπάρξει καν συνεννόηση με τον πρωθυπουργό αλλά και άγνοια για το γεγονός ότι οι συνεννοήσεις και οι συναλλαγές με τις ηγεμονικές δυνάμεις δεν γίνονται στο πόδι και με προσωπικές τοποθετήσεις.
Τουτέστιν, εδώ στο Ελληνικό κράτος, είτε είσαι πρωθυπουργός, είτε υπουργός εξωτερικών, είτε υπουργός άμυνας ή κάποιος άλλος υπουργός, οι καθήμενοι στις καρέκλες εξουσίας θεωρούν τους στρατηγικούς προσανατολισμούς της χώρας και τις μεγάλες στρατηγικές αποφάσεις ως προσωπική τους υπόθεση. Ας μου επιτραπεί να ισχυριστώ ότι μια τέτοια νοοτροπία δείχνει ότι φθάσαμε στον πάτο. Το ίδιο ισχύει και για τις ύβρεις κατά τον πολιτών και της κοινωνίας όταν εξυβρίζονται ως ετερόκλητος όχλος όταν ενστικτωδώς και σωστά αντιδρούν.
Οι αποφάσεις στα πεδία της διπλωματίας και της εν γένει εθνικής στρατηγικής δεν μπορούν να αντιβαίνουν στα αξιώματα που αφορούν τις δομές, τις λειτουργίες και τους προσανατολισμούς του κρατοκεντρικού διεθνούς συστήματος.
Πρώτον, στο διεθνές σύστημα το οποίο αποτελείται από κράτη άνισης ισχύος και άνισης ανάπτυξης και το οποίο είναι βασικά υαλοπωλείο μέσα στο οποίο παλεύουν αενάως ηγεμονικοί ελέφαντες, «δίκαιο υπάρχει όταν υπάρχει ίση δύναμη για την επιβολή του, κι όταν αυτό δεν συμβαίνει, οι δυνατοί κάνουν όσα τους επιτρέπει η δύναμή τους κι οι αδύναμοι υποχωρούν κι αποδέχονται». Οι Μήλιοι δεν το γνώριζαν με αποτέλεσμα (οι Αθηναίοι) σκότωσαν όσους Μηλίους ενηλίκους έπιασαν, κι έκαμαν δούλους τα παιδιά και τις γυναίκες. Το νησί το αποικίσανε οι ίδιοι στέλνοντας αργότερα πεντακόσιους αποίκους.
Ένα λοιπόν λιγότερο ισχυρό περιφερειακό κράτος και μάλιστα σε φάση μεγάλων δυσκολιών και καταιγιστικών στρατηγικών εξελίξεων, δεν ανοίγει τον Ασκό των Μακεδονικών δαιμόνων. Πολύ περισσότερο, ελαχιστοποιεί τις επιρροές νομικιστών οι οποίοι στην Ελλάδα αφθονούν. Στα πεδία της επιτελικής θεσμικής συγκρότησης η στελέχωση απαιτεί κρατικούς λειτουργούς και επιστήμονες οι οποίοι έχουν βαθύτατη γνώση της τυπολογίας των ηγεμονικών αντιπαραθέσεων. Άμα έχεις γνώση για τις τελευταίες διαθέτεις και επαρκή γνώση για τα κράτη στις περιφέρειες και για τις περιφερειακές διενέξεις.
Οι απρόκλητες παρεμβάσεις από το εξωτερικό στο εσωτερικό του διαφοροποιημένου προσωρινού κράτους των Σκοπίων, εκτός του γεγονότος ότι υποδηλώνουν πως ήδη προκαλέσαμε ηγεμονικά στρατηγικά παίγνια, οδηγούν και τις γειτονικές μας χώρες, κυρίως την Αλβανία, την Βουλγαρία και την Σερβία, σε ναρκοπέδια αλυτρωτισμού και αναθεωρητισμού.
Για να το πω διαφορετικά, τον σπόρο αστάθειας που σπείραμε θα τον υποστούν οι απόγονοί μας επί μακρόν. Η Ελλάδα ως το ισχυρότερο κράτος των Βαλκανίων αντί να γίνει στρατηγικός άξονας συγκλίσεων μεταξύ των Βαλκανικών κρατών για κοινά τους συμφέροντα-εδώ η αποθάρρυνση των αλυτρωτισμών και των αναθεωρητισμών-ήδη ολοφάνερα «κατορθώνει» το ακριβώς αντίθετο.
Η διπλωματία δεν είναι προσωπική υπόθεση δεν παίζεις με την φωτιά υιοθετώντας τέτοιες μεγάλες αποφάσεις υπό συνθήκες καταμαρτυρούμενης απουσίας κρατικής οργάνωσης και χαωδών διαφορών μεταξύ των κεντρικών συντελεστών της κυβέρνησης.
Δεύτερον, η γνώση των πολιτών και του πολιτικού προσωπικού για την δομή, τις λειτουργίες και τους προσανατολισμούς του διεθνούς συστήματος απαιτείται να είναι στέρεα και αλάνθαστη. Πρωτίστως το γεγονός ότι η εθνική ανεξαρτησία-ή κατανοώντας σωστά και όχι νομικίστικα τις πολιτικές όψεις του διεθνούς δικαίου και των διεθνών θεσμών το καθεστώς της κρατικής κυριαρχίας όπως σήμερα καταγράφεται στον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ-σημαίνει διεθνή αναρχία: Απουσία παγκόσμιας κοινωνίας, απουσίας παγκόσμιου κοινωνικοπολιτικού συστήματος, απουσία παγκόσμιας πολιτικής ηθικής και απουσία παγκόσμιας κυβέρνησης ή κάποιας άλλης εξουσίας.
Δηλαδή, καταστατικά το διεθνές σύστημα ορίζεται από το γεγονός της απουσίας μιας ρυθμιστικής διεθνούς εξουσίας ο δε συχνά ακυρωμένος ή αμφιλεγόμενος ρόλος του Συμβουλίου Ασφαλείας αφορά την διεθνή τάξη και όχι κάποια διεθνή διανεμητική δικαιοσύνη για το «που είναι δίκαιο να είναι τα σύνορα» ή ποιοι θα ελέγχουν τις θάλασσες και τους πλουτοπαραγωγικούς πόρους.
Αναμφίβολα, αν εξέλειπαν τα αίτια πολέμου, θα είχαμε αποτελεσματικούς θεσμούς συλλογικής ασφάλειας. Έχουμε; Ακόμη και νήπια βλέπουν πως δεν έχουμε όπως ενδεχομένως (τα νήπια) κατανοούν και τα αίτια γι’ αυτό. Έτσι, δεδομένου ότι έχουμε το αναπόδραστο δίδυμο κρατική κυριαρχία-διεθνής αναρχία που συμβολίζει το γεγονός της εθνικής ανεξαρτησίας, και δεδομένης της άνισης ανάπτυξης και των διλημμάτων ασφαλείας που αυτή προκαλεί, οι σχέσεις των κρατών είναι κατά βάση πάντα ανταγωνιστικές και συχνότατα συγκρουσιακές. Δεν ισχύει αυτό ακόμη και στην ΕΕ όπου εδώ και μισό αιώνα κάποιοι φιλοδόξησαν να ενώσουν με οικονομικούς όρους!
Με δεδομένο το διεθνές σύστημα και τους προσανατολισμούς του ένα κράτος λειτουργεί με όρους εθνικών συμφερόντων. Μάλιστα, ιεραρχημένων και μάλιστα χρονικά προσδιορισμένων σε βραχυχρόνια, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. Για να είναι αυτό εφικτό δεν είναι μόνο η απόλυτη ανάγκη επιτελικών κρατικών θεσμών ανάλυσης, στάθμισης, χάραξης σχεδίων και συγκρότησης εναλλακτικών αποφάσεων στα πεδία της εθνικής στρατηγικής, αλλά και η επίτευξη κρίσιμης ομοφωνίας με την συντριπτική πλειονότητα των μελών του πολιτικού προσωπικού όλου του φάσματος και όχι μόνο της κυβέρνησης.
Εδώ, όπως ήδη υπογραμμίστηκε, όχι μόνο επικρατεί χάος εντός της ίδιας της κυβέρνησης αλλά επιπλέον στις συζητήσεις εντός και εκτός του Κοινοβουλίου για τα ζητήματα εθνικής στρατηγικής είχαμε έλλειμμα βάσιμων επιχειρημάτων και πολιτικών συγκλίσεων, ενώ οι αντιδικίες και οι εντάσεις θύμιζαν όχι εθνικό κοινοβούλιο αλλά εχθρικά διακείμενων ατόμων. Κυριάρχησαν αντιδικίες για το ποιος φταίει ή δεν φταίει για στάσεις και αποφάσεις πριν πολλές δεκαετίες (ως και εάν αυτό δικαιολογεί λάθη σήμερα) και στάσεις και αντιλήψεις που επιβεβαιώνουν ότι κυριαρχεί μια ολιγαρχική αντίληψη που θεωρεί τα μεγάλα στρατηγικά ζητήματα ως υπόθεση προσωπικών επιλογών.
Ακούστηκαν ανυπόστατοι ισχυρισμοί περί ενός αίφνης επερχόμενου ανθόσπαρτου Βαλκανικού πεδίου συνεργασίας και σταθερότητας και γιατί όχι (και μιλώντας πολύ σοβαρά σε σχέση με την πικρή πείρα του παρελθόντος) χορών και ζεϊμπέκικων με τον «φίλο Ζάεφ» ή και άλλους «Μακεδόνες». «Μακεδόνες», σημειώνεται, δεν ονομάζουν τον εαυτό τους μόνο οι Σκοπιανοί αλλά και αναρίθμητοι ξένου που παρελαύνουν και ανενδοίαστα παρεμβαίνουν, υποθέτω όχι από αλτρουϊσμό ή ξαφνική αγωνία για την παγκόσμια και περιφερειακή ειρήνη αλλά πρωτίστως για την εκπλήρωση των κρατικών τους συμφερόντων που προγραμματικά ισχύει πως δεν είναι τα ίδια με της Ελλάδας.
Δίνουμε λοιπόν την εικόνα όχι ισχυρού κράτους που διαθέτει στρατηγική εκπλήρωσης ρητά καταγεγραμμένων εθνικών συμφερόντων και κόκκινων γραμμών αλλά ενός κοινωνικοπολιτικού συστήματος μέσα στο οποίοι πολιτικοί, σχολιαστές και φορείς επιστημονικών τίτλων παραμιλούν ως και να ζούμε σε ένα άλλο ανθόσπαρτο πλανήτη.
Μερικοί δεν διαβάζουν, δυστυχώς Θουκυδίδη για να γνωρίζουν τα αξιώματα της διεθνούς πολιτικής και να έχουν επίγνωση ότι «λόγια που να στηρίζονται στο δίκαιο δεν λείπουν από κανένα» μας προειδοποιεί ο αλάνθαστος Θουκυδίδης, όμως, «όσοι διατηρούν την ελευθερία τους το χρωστούν στη δύναμή τους».
Δεν φαίνεται να γνωρίζουν ότι από καταβολής κόσμου και όποτε είχαμε κρατοκεντρικό σύστημα, η σταθερότητα δεν είναι υπόθεση χορών και φιλίας ή άλλων αισθητικών κριτηρίων αλλά επιλογών που αφορούν τα εθνικά συμφέροντα και πρωτίστως την εθνική ασφάλεια. Επαρκής ισχύ και ασφάλεια είναι που διασώζει και όχι ευχολόγια, κατευνασμοί και φλούδες ελπίδες. Τέτοιες στάσεις και αντιλήψεις εξ ορισμού βλάπτουν σοβαρά την κρατική υγεία.
Μεταξύ άλλων, ικανή πολιτική διακυβέρνηση επαρκώς δημοκρατικά νομιμοποιημένη, ποιοτική και ποσοτική επάρκεια πολεμικών μέσων, αξιόμαχη στρατιωτική ηγεσία, επεξεργασμένα επιτελικά σχέδια, υποστηρικτική οικονομική υποδομή, υποστηρικτικό εθνικό φρόνημα, ικανή και αξιόπιστη πολιτική ηγεσία, σταθερότητα στόχων και προσεγγίσεων ανεξάρτητα πολιτικών διακυμάνσεων, πλήρης συνεργασία πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας, συναίνεση για τις έσχατες λογικές σε όλο το πολιτικό φάσμα, ετοιμότητα / αποφασιστικότητα προάσπισης εθνικού συμφέροντος, αποτελεσματικές συμμαχίες, διπλωματικούς και στρατιωτικούς θεσμούς άρτια επιτελικά συγκροτημένους και υποστηρικτικές κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις.
Σκοποί, μέσα και επιτελική οργάνωση όλου του κράτους συμπλέκονται και αναπτύσσουν άπειρους συνδυασμούς των συντελεστών ισχύος ούτως ώστε να μεγιστοποιηθεί η κρατική ισχύς που αποτελεί το κύριο νόμισμα της διεθνούς πολιτικής. Ως προς τούτο, όριο είναι ο ουρανός για διαρκή βέλτιστο συνδυασμό των συντελεστών ισχύος ενός κράτους.
Σε κάθε περίπτωση, διαρκώς δίνονται παραστάσεις ικανότητας και αποφασιστικότητας άμυνας κατά όσων απειλούν τα εθνικά συμφέροντα, ποτέ δεν κατευνάζονται οι αναθεωρητικές απειλές, καλλιεργούνται ακατάπαυστα τα αληθινά ερείσματα μιας χώρας στην περιφέρειά της που σχετίζονται με τα άλλα κράτη και τις μεγάλες δυνάμεις και για να έχει αξιοπιστία όσον αφορά τις μεγάλες δυνάμεις ένα κράτος απαιτείται να διαθέτει επαρκή ικανότητα επηρεασμού της κατανομής ισχύος και συμφερόντων στην περιφέρειά της. Αυτό είναι και το κύριο στρατηγικό έρεισμα ενός περιφερειακού κράτους και όχι κάποιος φανταστικός «ηγετικός ρόλος» που μόνο νομικιστές μπορούν να φανταστούν, πριν, ως προς τούτο, λέμε με νόημα, επηρεάσουν πολιτικά πρόσωπα.
Τα ίδια ισχύουν για την εξωτερική εξισορρόπηση, δηλαδή την ενίσχυση ενός κράτους με συμμαχικές συγκλίσεις (όχι μόνο τυπικές γιατί ιστορικά οι πιο αξιόπιστες συμμαχικές συγκλίσεις ήταν άτυπες). Υπάρχει εγρήγορση για συμμαχίες ή επανεξέτασή τους σύμφωνα με τις εναλλαγές και ανακατανομές ισχύος και συμφερόντων, υπάρχουν επιτελικά σχέδια για την πρόκληση διπλωματικού κόστους σε «φίλους» και «αντιπάλους» και ασφαλώς δεξιότητες δημιουργίας αποτρεπτικού ψυχολογικού κόστους, ιδιαίτερα σε στιγμές οριακές και επικίνδυνες όπως αυτές που διανύουμε.
Η «πληροφόρηση», επιπλέον, είναι για την στρατηγική ενός κράτους κρίσιμος παράγων. Απαιτούνται ικανές και αποτελεσματικές μυστικές υπηρεσίες πολύ επιτρέπουν επαρκή γνώση της στρατηγικής και των δυνατοτήτων των άλλων κρατών, αλλά και ενισχύουν την ικανότητα μιας κυβέρνησης για σοβαρές, αξιόπιστες και συμφέρουσες συναλλαγές με τις ηγεμονικές δυνάμεις.
Κλείνοντας και όσον αφορά τις συντρέχουσες εξελίξεις εντός και εκτός Ελλάδας, υπογραμμίζεται το μείζον για το οποίο η κοινωνία και οι πολίτες απαιτείται να βρίσκονται σε εγρήγορση: Οτιδήποτε παρατηρούμε να λέγεται ή να αποφασίζεται στο κράτος μας με αποκορύφωση τις συζητήσεις στην Βουλή και την συνεδρία του τελευταίου Υπουργικού Συμβουλίου, καταμαρτυρεί όχι μόνο έλλειμμα αλλά και απουσία εθνικής στρατηγικής και κοινωνικοπολιτικά προσδιορισμένων εθνικών συμφερόντων. Πιο σημαντικό, οι διαπραγματεύσεις με την ΕΕ τα τελευταία χρόνια και με τις μεγάλες δυνάμεις τους τελευταίους μήνες δείχνουν ότι κυριολεκτικά δεν ξέρουμε με ποιους μιλάμε, τι συμφέροντα έχουν, τι στρατηγικές ακολουθούν και πως οι σχέσεις μας θα μπορούσαν να είναι συμφέρουσες. Κάτι πρέπει να γίνει, ιδιαίτερα με δεδομένο ότι οι επερχόμενες στρατηγικές εξελίξεις το επιτάσσουν.