Όσοι συμμετέχουν στην ανάπτυξη της Εθνικής στρατηγικής του Ελληνισμού, διακρίνουν τρία θέματα να κυριαρχούν σε αυτές τις συζητήσεις:
- Θέλουμε να ισχυροποιηθούμε στον γεωπολιτικό χώρο ενδιαφέροντος (Αιγαίο και Νοτιοανατολική Μεσόγειο),
- Θέλουμε να προστατεύσουμε την πατρίδα μας,
- Θέλουμε να συνεργαστούμε με εταίρους και συμμάχους σε όλη τη περιοχή ενδιαφέροντος για να αποτρέψουμε τον πόλεμο.
Αυτά τα θέματα, σε συνδυασμό με την αυστηρή έρευνα, ανάλυση και συζήτηση, οδηγούνε σε μια συνολική εθνική στρατηγική που απαιτείται να σχεδιαστεί για να ανταποκριθεί στις προσδοκίες και τις ανάγκες των λαών του Ελληνισμού. Σε αυτό το πλαίσιο προσπαθούμε με την ανάλυσή μας να συμβάλλουμε σε αυτή τη συζήτηση.
Ότι βλέπουμε τον τελευταίον μήνα σε Κύπρο και Αιγαίο μπορούν να μας δώσουν συμπυκνωμένα, τέσσερις βασικές αλήθειες.
Πρώτον, τα ιδιωτικά συμφέροντα εταιρειών δεν μπορούν από μόνα τους να κατοχυρώσουν το εθνικό συμφέρον Ελλάδας και Κύπρου. Η ΕΝΙ είναι ιταλική, η Total γαλλική, η Exxon αμερικάνικη. Η Spectrum είναι εταιρεία του Ηνωμένου Βασιλείου που διεξήγαγε γεωφυσικές έρευνες στο Λιβανέζικο τμήμα της λεκάνης του Λεβάντε τα τελευταία χρόνια ενώ η Ρωσική εταιρεία Novatek, έχει προχωρήσει στην υποβολή προσφορών για την άσκηση δικαιωμάτων στην ίδια περιοχή. Πολύ διαφορετικά θα μπορέσουν να στηριχθούν αυτές οι εταιρείες από τον στρατό τους. Επομένως, το πρώτο και αποφασιστικό στοιχείο ισχύος παραμένει ο στρατός, η σκληρή ισχύς.
Δεύτερον, τα οικονομικά συμφέροντα δε λύνουν εδαφικές διαφορές. Δεν είναι καταλύτες όπως υποστηρίζουν υποδείγματα του φιλελευθερισμού. Οι πολιτικές λύσεις, προηγούνται των οικονομικών λύσεων. Το λάθος αυτό σκεπτικό έχει τις ρίζες του στην επίλυση των διαφορών μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας μετά τον Β’ Π.Π. Πώς όμως έγινε αυτή; Πώς ο άνθρακας έγινε η αιτία ένωσης και όχι διένεξης; Με την πίεση των ΗΠΑ, με την κατοχύρωση-υπέρ της Γαλλίας-πυρηνικού πλεονεκτήματος και με τα ευρωπαϊκά κράτη να είναι έτοιμα να υπογράψουν ότι φέρουν οι Αμερικανοί προκειμένου να ανασυγκροτηθούν οικονομικά και να αποφύγουν την δορυφοριοποίηση από την ΕΣΣΔ.
Τρίτον, η αποτυχία δημιουργίας ενός συνεκτικού προσδιορισμού που θα είναι φιλικός προς την αλήθεια, για την τουρκική εξωτερική πολιτική. Οι μύθοι διαλύονται. Καμία διαφορά δεν υπάρχει μεταξύ κεμαλικής Τουρκίας και ισλαμικής Τουρκίας αναφορικά με τις τουρκικές προσλαμβάνουσες έναντι του Ελληνισμού. Η Τουρκία θα συνεχίσει να έχει επεκτατικές βλέψεις έναντι της Ελλάδας και της Κύπρου. Επομένως, πρέπει να πάψουμε να ασχολούμαστε με το εσωτερικό της Τουρκίας ως πρώτο παράγοντα μελέτης της ελληνικής πολιτικής στα ελληνοτουρκικά. Η αποτυχία όλων των κατευναστικών πρακτικών (κατευναστική πρακτική ήταν και η σύνδεση ελληνοτουρκικών σχέσεων με Ε.Ε επί εποχής Σημίτη) μας οδηγεί στο συμπέρασμα. Έχουμε δοκιμάσει τα πάντα εκτός από ένα: Τη σταδιακή δημιουργία μιας αποτρεπτικής φήμης απέναντι στην Τουρκία. Με άλλα λόγια, την ενίσχυση της σκληρής μας ισχύος η οποία θα αποτρέπει την Τουρκία από το να ασκεί το bluffing game της σε Αιγαίο και Κύπρο. Οι δε Κύπριοι, επιτέλους, πρέπει να αποκτήσουν αξιόπιστες αεροναυτικές μονάδες. Δε γίνεται, ακόμη και λίμνη των κύκνων να ήταν η Μεσόγειος να μην έχεις μονάδες ελέγχου. Σε λίγο καιρό, αν όλα πάνε καλά με τις γεωτρήσεις, θα έρθει σε μειονεκτική θέση η Κύπρος λόγω προβλήματος φύλαξης.
Τέταρτον, ο πανικός της Τουρκίας και τα αδιέξοδά της απέναντι σε Ελλάδα και Κύπρο, δεν ήρθαν από κάποια στήριξη της Ε.Ε προς τον Ελληνισμό. Ήρθαν επειδή η Ελλάδα έπραξε σωστά και περιφερειοποίησε τα ελληνοτουρκικά (και η Κύπρος) και ανέπτυξαν ισχυρούς δεσμούς με Ισραήλ και Αίγυπτο. Με χώρες δηλαδή που έχουν τη δυνατότητα να προβάλλουν σκληρή ισχύ.
Δεδομένης, της αυξημένης πλέον πιθανότητας σύγκρουσης, λόγω των ενεργειακών πόρων της περιοχής, δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι αναπτύσσονται συνθήκες στρατιωτικών συνεργασιών που περιλαμβάνουν ένα «συνολικό πλαίσιο για τον συντονισμό», με τις Ένοπλες Δυνάμεις του Ισραήλ και της Αιγύπτου που περιλαμβάνει κοινές στρατιωτικές ασκήσεις και χρήση ελληνικών και κυπριακών λιμανιών και αεροδρομίων. Η συνεργασίες αυτές συμπεριλαμβάνουν επίσης την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με αμυντικούς πόρους και την ενίσχυση των διεθνών δυνατοτήτων ασφάλειας. Επίσης, γνωρίζουμε ότι, προβλέπουν την ενεργοποίηση της αντιτρομοκρατικής συνεργασίας, βελτίωση της κοινής συνεργασίας στους τομείς της εκπαίδευσης του εμπλεκομένου στρατιωτικού προσωπικού, των στρατιωτικών ασκήσεων και της οικοδόμησης ενόπλων δυνάμεων με ανταλλαγή τεχνογνωσίας στον τομέα της πληροφορικής, καθιερώνοντας μηχανισμούς συνεργασίας μεταξύ των στρατιωτικών δυνάμεων των χωρών μας. Εν ολίγοις, είναι σημαντικές συνεργασίες που δεν μπορούν, όμως, από μόνες τους να εξασφαλίσουν την αξιόπιστη και ισχυρή αποτροπή.
Εάν επρόκειτο να γίνουν συγκρούσεις μεταξύ της Τουρκίας και του Ελληνισμού, δεν θα ήταν ένας πόλεμος για τον απλό έλεγχο πιθανών πηγών πετρελαίου ή φυσικού αερίου στα ύδατα της Μεσογείου. Ο πραγματικός στόχος θα ήταν η Ελληνική κυριαρχία που ενώ διασφαλίζεται από το Διεθνές Δίκαιο Θαλάσσης, αμφισβητείται σθεναρά από τους Τούρκους.
Εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι σε θέση να συγκρατήσουν τις τουρκικές δυνάμεις από έναν ολοκληρωτικό πόλεμο δεν έχει γίνει ακόμη σαφές. Οι αποφάσεις να προχωρήσουμε σε συμφωνίες στρατιωτικής συνεργασίας με το Ισραήλ και την Αίγυπτο, ενώ ταυτόχρονα κορυφαίες ενεργειακές εταιρείες έχουν κερδίσει το δικαίωμα εξάντλησης στο πετρέλαιο και το φυσικό αέριο στα οικόπεδα των ΑΟΖ του ελληνισμού, δεν αποτελούν απόφαση άμεσης στρατιωτικής εμπλοκής των χωρών των εταιριών. Ωστόσο, πρόκειται για μια υπολογίσιμη κίνηση σκακιού σε μια από τις πιο μπερδεμένες περιοχές του κόσμου, και για το καλό της ανθρωπότητας είναι ανάγκη να καταφέρουμε στο τέλος να περιορίσουμε την ανάγκη του πολέμου.
Ποτέ πριν δεν είχαν οι αεροναυτικές δυνάμεις της Ελλάδος και της Κύπρου, την κατάλληλη ευκαιρία μαζί να δημιουργήσουν μια ενοποιημένη θαλάσσια στρατηγική. Αυτή τη Ναυτική στρατηγική που θα τονίζει την προσέγγιση του ενιαίου αμυντικού χώρου η οποία θα ενσωματώνει τη Θαλάσσια ισχύ (sea power) με όλα τα άλλα στοιχεία της εθνικής ισχύος, καθώς και εκείνες των φίλων και συμμάχων μας, στην περιοχή του Αιγαίου και της Μεσογείου. Αυτές οι συγκυρίες δίδουν την κατεύθυνση ώστε η Θαλάσσια ισχύς πρέπει να εφαρμοστεί σε όλο γεωπολιτικό πεδίο συμφερόντων μας για την προστασία των δύο κρατών, και ενός έθνους. Η δέσμευσή μας για την προστασία της πατρίδας και νίκης του έθνους μας σε πιθανούς πολέμους συνδυάζεται με μια αντίστοιχη δέσμευση για την πρόληψη του πολέμου, ή καλύτερα την αποτροπή του εχθρού. Αν επιθυμούμε στο μέλλον να έχουμε έναν κρίσιμο περιφερειακό ρόλο στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου και στην Βαλκανική Χερσόνησο, αν επιθυμούμε να μετατραπούμε σε ενεργειακό κόμβο (ή/και παραγωγό) τότε είναι απαραίτητη η ενίσχυση της σκληρής ισχύος της χώρας μας.
Ασφάλεια και οικονομική ανάπτυξη έχουν μεταξύ τους διαλεκτική σχέση και στην Ελλάδα, λόγω ιδεοληψιών, τις έχουμε διαχωρίσει. Η οικονομική ανάπτυξη, η ευημερία και η σταθερότητα, κοστίζουν και διεκδικούνται καθημερινά. Η σκληρή ισχύς διαμορφώνει το κατάλληλο πλαίσιο αποτροπής, ανεβάζοντας το κόστος των προκλήσεων του εκάστοτε δρώντα που επιθυμεί να προχωρήσει στην επιβουλή των συμφερόντων μας.
Μια στρατηγική συμμαχία για τη Θαλάσσια ισχύ που να δεσμεύει τις υπηρεσίες μας πιο στενά από ό, τι ποτέ πριν για να προωθήσουν την ευημερία και την ασφάλεια του έθνους μας. Κλείνοντας πιστεύουμε ότι η αξιόπιστη και ισχυρή αποτροπή είναι τόσο σημαντική όσο να κερδίσεις τον πόλεμο.
Συντάκτες: Υποναύαρχος (εα) Δημήτριος Ν. Τσαϊλάς και Αλέξανδρος Δρίβας, Συντονιστής ΤΟΡΕΝΕ-ΙΔΙΣ και μέλος της Ομάδας Θαλάσσιας Στρατηγικής του ΕΛΙΣΜΕ.
Πηγή: Liberal