Παραδοσιακά η Άγκυρα στις παραμονές σημαντικών ελληνοτουρκικών επαφών κλιμακώνει τις προκλήσεις της. Είναι ο πάγιος τρόπος για να καλλιεργεί το φοβικό σύνδρομο της Αθήνας και να στέλνει το μήνυμα πως η οποιαδήποτε διμερής διαπραγμάτευση θα γίνει με βάση τις τουρκικές επεκτατικές διεκδικήσεις. Στην επίσκεψη Τσίπρα ο κανόνας ίσχυσε εν μέρει. Την παραμονή είχαμε μπαράζ παραβιάσεων, αλλά την ημέρα της επίσκεψης στο Αιγαίο επικράτησε νηνεμία. Η εξήγηση ίσως βρίσκεται στο ότι συμφωνήθηκε οδικός χάρτης.
Γράφει ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΛΥΓΕΡΟΣ για το SL PRESS
Μετά τη δημόσια αντιπαράθεση που είχε σφραγίσει την επίσκεψη Ερντογάν στην Ελλάδα το Δεκέμβριο 2017, πάντως, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις δεν άντεχαν μία επανάληψη. Μπορεί και η Αθήνα και η Άγκυρα να μην έχουν κάνει βήμα πίσω από τις πάγιες θέσεις τους, αλλά η καθεμία έχει τους δικούς της λόγους να μην θέλει σ’ αυτή τη φάση όξυνση του κλίματος και πολύ περισσότερο ανεξέλεγκτες εξελίξεις.
Ο Ερντογάν έχει πολλά ανοικτά μέτωπα: στο εσωτερικό τον άτυπο εμφύλιο, το Κουρδικό στη νοτιοανατολική Τουρκία, στη Συρία και στο Ιράκ, τις διεκδικήσεις του στην κυπριακή ΑΟΖ και βεβαίως το ρήγμα στις σχέσεις του με την Ουάσιγκτον. Δεν έχει, λοιπόν, κανένα συμφέρον να ενεργοποιήσει και το ελλαδοτουρκικό μέτωπο, στο οποίο, βεβαίως, διατηρεί εν ισχύ και σε κατάσταση έμπρακτης προβολής όλες τις μονομερείς επεκτατικές διεκδικήσεις της χώρας του. Και μάλιστα φροντίζει να στέλνει το μήνυμα στην Αθήνα πως δεν πρέπει να πιστεύει πως, λόγω των προβλημάτων της, η Άγκυρα είναι διατεθειμένη να κάνει εκπτώσεις.
Η ιστορία μας διδάσκει πως όταν η Άγκυρα προσθέτει μία νέα μονομερή διεκδίκηση στο καλάθι των ελληνοτουρκικών δεν την ξεχνάει. Την καλλιεργεί με επιμονή και συστηματικότητα, ώστε να την εγγράψει στη συνείδηση του διεθνούς συστήματος ως υπαρκτή διαφορά που χρειάζεται επίλυση μέσω συμβιβασμού. Και βεβαίως, επιδιώκει σταθερά τις τελευταίες δεκαετίες να παρασύρει την Αθήνα σε μία εφ’ όλης της ύλης διαπραγμάτευση με βάση, βεβαίως, το πλαίσιο που έχουν διαμορφώσει οι μονομερείς τουρκικές διεκδικήσεις.
Οι διερευνητικές επαφές και ο οδικός χάρτης
Είναι αληθές ότι την τελευταία 20ετία, στο πλαίσιο των διερευνητικών επαφών, έλαβε χώρα μία άτυπη διμερής διαπραγμάτευση, η οποία δεν έχει καταλήξει πουθενά. Ποτέ, ωστόσο, δεν υπήρξε διαπραγμάτευση σε επίσημο επίπεδο, μεταξύ υπουργών Εξωτερικών και πολύ περισσότερο ηγετών. Γι’ αυτό και είναι σημαντικό να διευκρινισθεί τι ακριβώς είναι αυτός ο οδικός χάρτης, για τον οποίο έγινε αναφορά στην κοινή συνέντευξη Τύπου.
Εάν ο οδικός χάρτης περιορίζεται στα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, που έχουν σκοπό να διατηρούν χαμηλά και υπό έλεγχο τη θερμοκρασία στο ελληνοτουρκικό μέτωπο δεν υπάρχει πρόβλημα. Εάν, όμως, ο οδικός χάρτης αφορά διαδικασία προσπέλασης των λεγόμενων ελληνοτουρκικών διαφορών μέσω διμερούς διαπραγμάτευσης θα αποτελεί μία υποχώρηση. Αφενός με την έννοια της έμμεσης νομιμοποίησης μονομερών τουρκικών διεκδικήσεων, αφετέρου με την έννοια του κινδύνου η αποτροπή της έντασης να φθάσει να εξαρτιέται από την αποδοχή κάποιων έστω και μικρών τουρκικών απαιτήσεων.
Δεν είναι γνωστό εάν στην κατ’ ιδίαν συνάντηση με τον Τσίπρα ο Ερντογάν επανέλαβε τη θέση για αναθεώρηση της συνθήκης της Λωζάννης. Είναι γεγονός, όμως, πως αποτελεί τουρκική θέση. Ειπώθηκε για να μπει με κάποιον τρόπο στο τραπέζι. Ειδικά μετά την απόπειρα πραξικοπήματος, ο Τούρκος πρόεδρος θεώρησε ότι στο πλαίσιο της κυοφορούμενης νέας τάξης πραγμάτων στην περιοχή μεθοδεύεται και ο δυνάμει ακρωτηριασμός της χώρας του.
Το Κουρδικό στην ατζέντα
Είναι ξεκάθαρο, άλλωστε, πως το Κουρδικό ζήτημα έχει για τα καλά μπει στη γεωπολιτική ατζέντα και είναι μάλλον απίθανο να διαγραφεί. Ο Ερντογάν έχει διαμορφώσει θέση και την εκφράζει σαφώς. Δεν περιορίζεται στη νεοοθωμανική ρητορική του Νταβούτογλου πως η Τουρκία πρέπει να ενδιαφέρεται για τους «αδελφούς» της στον ευρύτερο μουσουλμανικό-σουνιτικό κόσμο. Ούτε έμεινε στη δήλωση πως «Τουρκία δεν είναι μόνο η Τουρκία».
Έκανε ένα βήμα παραπέρα. Όπως είπε, «όταν αλλάζουν τα πάντα, δεν μπορούμε να βρισκόμαστε στο σημείο που βρεθήκαμε τότε» (στα σύνορα που χάραξε η συνθήκη της Λωζάννης). Και για να μην αφήσει καμία αμφιβολία, μιλώντας στους υπουργούς του είπε χαρακτηριστικά: «η Τουρκία ή θα χάσει ή θα κερδίσει εδάφη», προσθέτοντας ότι ο ίδιος είναι αποφασισμένος να αγωνισθεί για να κερδίσει εδάφη.
Το γεγονός, μάλιστα, ότι στα ελληνικά νησιά του ανατολικού Αιγαίου έχουν εγκλωβισθεί πολλές χιλιάδες μουσουλμάνων προσφύγων-μεταναστών μεσομακροπρόθεσμα δημιουργεί ευνοϊκές προϋποθέσεις για τον τουρκικό επεκτατισμό. Το είχε πει προφητικά πριν από 25 χρόνια ο μακαρίτης Οζάλ. Ο Ερντογάν, άλλωστε αυτοπροβάλλεται ως ο ηγέτης που κλείνει την κεμαλική παρένθεση και που μέσω του νεοοθωμανισμού επαναφέρει στο προσκήνιο το άτυπο αυτοκρατορικό όραμα των Τούρκων. Δικό του σημείο αναφοράς είναι ο Μωάμεθ ο Πορθητής κι όχι ο Κεμάλ.
Η κρατική ιδεολογία του εθνικισμού-επεκτατισμού
Από την άλλη πλευρά, όμως, οι εσωτερικές πολιτικές σκοπιμότητες και κυρίως ο εμφύλιος πόλεμος με το δίκτυο του Γκιουλέν, τον υποχρέωσαν να συνάψει συμμαχίες και με τους Γκρίζους Λύκους του Μπαχτσελί και με τα αντιδυτικά στοιχεία του άλλοτε βαθέος κεμαλικού κράτους. Δεν πρόκειται για αντίφαση. Για να αναδειχθεί ο Ερντογάν, έστω και εν μέρει, σε εθνικό ηγέτη-λόγω διχασμού της τουρκικής κοινωνίας-δεν αρκούν η εκτεταμένη καταστολή και οι μαζικές εκκαθαρίσεις του κράτους από κάθε είδους αντιφρονούντες. Χρειάζεται και ένα ιδεολογικό όχημα.
Για να συσπειρώσει γύρω του την κρατική γραφειοκρατία και κυρίως τους στρατιωτικούς, οι οποίοι δέχθηκαν ισχυρό πλήγμα λόγω της απόπειρας πραξικοπήματος, ο Τούρκος πρόεδρος, παραλλήλως με το ισλαμικό χαρτί, παίζει δυνατά και το χαρτί του εθνικισμού-επεκτατισμού. Αυτός, άλλωστε, είναι ο πυρήνας της τουρκικής κρατικής ιδεολογίας. Και ως εκ τούτου ο κοινός παρονομαστής του τουρκικού πολιτικού συστήματος.
Κατά πάσα πιθανότητα, ο Ερντογάν θα συνεχίσει στην παραδοσιακή τουρκική γραμμή «ένα βήμα τη φορά». Όλα δείχνουν πως η Άγκυρα δεν θα διακινδυνεύσει ένα θερμό επεισόδιο με ανεξέλεγκτη κατάληξη. Για λόγους που έχουμε αναλύσει σε προηγούμενα άρθρα, ο Τούρκος πρόεδρος δεν θέλει πόλεμο. Κατά πάσα πιθανότητα, λοιπόν, θα περιορισθεί σε προκλήσεις που συνιστούν ένα είδος υβριδικού πολέμου, ο οποίος εξελίσσεται σε ελεγχόμενο πλαίσιο και ενισχύει διπλωματικά την Άγκυρα έναντι της Αθήνας.