Το τελευταίο διάστημα το θερμό επεισόδιο βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη του δημοσίου διαλόγου που διεξάγεται από πολιτικούς, δημοσιογράφους, στρατιωτικούς, ακαδημαϊκούς και πάσης φύσεως ειδικούς, με ή χωρίς εισαγωγικά. Αποτελεί ίσως το συχνότερο ερώτημα που τίθεται από τους δημοσιογράφους σε καλεσμένους τους: Θα γίνει θερμό επεισόδιο;

Γράφει ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΚΑΡΤΖΟΝΙΚΑΣ για το SL PRESS

Αυτό που συζητείται είναι αν θα υπάρξει ένα ατύχημα μεταξύ των πολεμικών μέσων Ελλάδας και Τουρκίας, το οποίο στη συνέχεια θα οδηγήσει σε γενικευμένη σύρραξη μεταξύ των δύο χωρών, δηλαδή σε πόλεμο. Με την παραπάνω άποψη υπονοείται ότι το θερμό επεισόδιο είναι κάτι σαν τροχαίο ατύχημα που οδηγεί ακούσια σε πόλεμο. Η θεωρία ότι ένα τυχαίο γεγονός μπορεί να οδηγήσει σε πόλεμο ξεκινά από τον A’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Υποστηρίζεται ότι κανείς δεν ήθελε τον πόλεμο, αυτός όμως ξέσπασε από μια αλληλουχία τυχαίων γεγονότων.

Στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου το θερμό επεισόδιο αναφερόταν συχνά ως αίτιο έναρξης πολέμου, λόγω της ευκολίας με την οποία, με το πάτημα ενός κουμπιού, μπορούσαν να πυροδοτηθούν πυρηνικά όπλα. Στην Ελλάδα δε, άρχισε να χρησιμοποιείται κατά βάση μετά την κρίση στα Ίμια το 1996. Ωστόσο, κανένας πόλεμος δεν έχει ξεκινήσει τυχαία, μετά από κάποιο θερμό επεισόδιο, όσο και αν ορισμένοι υποστηρίζουν το αντίθετο.

Ακόμη και ο A’ Παγκόσμιος Πόλεμος, για την έναρξη του οποίου ακόμη ερίζουν οι ιστορικοί, δεν ξέσπασε τυχαία. Μπορεί οι χώρες που ενεπλάκησαν στην έναρξή του να μην επιζητούσαν τον πόλεμο, όλες όμως ήθελαν την ειρήνη με τους δικούς τους όρους.

Ένας πόλεμος αρχίζει πάντα όταν κάποιος λέει όχι. Γι’ αυτό οι πόλεμοι ξεκινούν με την επίθεση του ενός και την άμυνα του άλλου. Το ηχηρότερο «Όχι» είναι αυτό του Ιωάννη Μεταξά το 1940. Αν κάποιος δεν αντιδρά στις ενέργειες του αντιπάλου, δεν γίνεται ποτέ πόλεμος. Το θερμότερο όλων των επεισοδίων στη μεταπολεμική μας ιστορία, η τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974, δεν κατέληξε σε γενικευμένο ελληνοτουρκικό πόλεμο.

Σιαλμάς και Ηλιάκης

Επί ένα σχεδόν μήνα η Τουρκία βομβάρδιζε, αποβίβαζε δυνάμεις και προήλαυνε στην Κύπρο, καταλαμβάνοντας περίπου το μισό νησί. Η Ελλάδα δεν αντέδρασε ούτε με τη δικτατορική, ούτε με τη δημοκρατική κυβέρνηση εθνικής ενότητας, εκλογικεύοντας την αδράνειά της με διάφορες δικαιολογίες. Στα Ίμια, επίσης, δεν αντιδράσαμε για να μην πάμε σε πόλεμο με την Τουρκία για δύο βραχονησίδες, που κατοικούνταν μόνο από πρόβατα, όπως χλευαστικά ανέφερε ο τότε πρόεδρος Κλίντον.

Και σε κάποιες άλλες περιστάσεις, που ορισμένοι θεωρούν ως ορισμό του θερμού επεισοδίου κατόπιν ατυχήματος, τηρήσαμε την ίδια στάση. Τέτοια περιστατικά είναι όταν κατέπεσαν, λόγω της εμπλοκής τους με αντίστοιχα τουρκικά, τα αεροσκάφη του Νικολάου Σιαλμά και του Κωνσταντίνου Ηλιάκη. Δηλαδή σε διάστημα πενήντα περίπου ετών, είχαμε πολλά επεισόδια με διαφορετική «ένταση θερμότητας» που δεν οδήγησαν σε πόλεμο.

Αυτό συνέβη, επειδή επιλέξαμε τον κατευνασμό του αντιπάλου. Κατά τον Μακιαβέλι, τον πόλεμο τον αρχίζεις όποτε θέλεις, δεν τον τερματίζεις ωστόσο όποτε επιθυμείς. Για όλες αυτές πάντως τις περιπτώσεις, ορισμένοι θέτουν, εκ του πονηρού, το κατ’ εκείνους αφοπλιστικό ερώτημα: «καλά τι θέλετε, να κάνουμε πόλεμο;» Στο ερώτημα αυτό δεν αντιστοιχεί μια μονολεκτική απάντηση, ναι ή όχι. Θεωρούμε απαραίτητο να το εξετάσουμε διεξοδικότερα.

Η Τουρκία κερδίζει απειλώντας με θερμό επεισόδιο

Πρώτον, μεταξύ ειρήνης και πολέμου υπάρχουν πολλές ενδιάμεσες επιλογές. Εκτός από την χρησιμοποίηση της στρατιωτικής ισχύος καθ’ αυτή, τον πόλεμο δηλαδή, υφίσταται και η διαχείριση της απειλής χρήσεως της στρατιωτικής ισχύος, που μπορεί να λάβει διάφορες μορφές.

Δεύτερον, αν δεν επιθυμούμε τον πόλεμο, επειδή συνεπάγεται κόστος, δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός πως και η ειρήνη έχει τίμημα, δεν παρέχεται δωρεάν. Μπορεί κάποιος να επιδιώκει να αποφύγει την ήττα με πόλεμο, εν τούτοις όμως μπορεί και να ηττηθεί ειρηνικά, όπως συνέβη στην περίπτωσή μας στην Κύπρο και στα Ίμια. Η κατάσταση με την Τουρκία σήμερα θα ήταν σαφώς διαφορετική, τόσο στην Ανατολική Μεσόγειο όσο και στο Αιγαίο, αν είχαμε αντιδράσει στις δύο αυτές περιστάσεις.

Τρίτον, η Τουρκία έχει καταλάβει ότι φοβόμαστε τον πόλεμο και προσπαθεί να κερδίσει πλεονεκτήματα, επισείοντας την απειλή έναρξής του. Για να το διατυπώσουμε διαφορετικά, δεν τους δώσαμε ποτέ να καταλάβουν ότι είμαστε διατεθειμένοι να φτάσουμε στα άκρα. Τις ελάχιστες φορές που το πράξαμε, όπως το 1976 και το 1987, το κατάλαβαν.

Τέταρτον, δεν είναι δυνατόν να μην αντιδρά κάποιος στις προκλήσεις και να πιστεύει ότι η αποτροπή λειτουργεί. Η αποτροπή χρησιμοποιείται συχνά από τους αρμόδιους σαν να είναι θυμιατό. Δεν αποτρέπει κανείς απλώς και μόνον επειδή υπάρχει, χρειάζεται να προβεί και σε ενέργειες.

Πέμπτον, ο πόλεμος είναι μια επιλογή, η ύστατη μεν αλλά ασφαλώς επιλογή, στα χέρια της κυβέρνησης κάθε χώρας. Αν εμείς έχουμε απεμπολήσει αυτή την επιλογή, κανείς δεν θα μας πάρει στα σοβαρά, ούτε οι αντίπαλοι ούτε οι φίλοι.

Έκτον και τελευταίο, εφόσον δεν έχουμε αποκλείσει τον πόλεμο ως πολιτική επιλογή, πρέπει να προετοιμάσουμε όχι μόνο τις ένοπλες δυνάμεις αλλά και την κοινωνία. Η προετοιμασία είναι επίσης κάτι που αντιλαμβάνονται οι εχθροί και οι σύμμαχοι.

Συμπερασματικά, το θερμό επεισόδιο δεν οδηγεί σε γενικευμένη σύρραξη αν δεν το επιθυμούμε, οπότε δεν χρειάζεται τόση ανησυχία. Εφόσον εμείς δεν προετοιμαζόμαστε για πόλεμο, οτιδήποτε και αν κάνει ο αντίπαλος, θα το αποδεχθούμε και θα ανακουφιστούμε και πάλι αφού θα έχουμε αποφύγει τον πόλεμο. Μόνο που και η ήττα χωρίς πόλεμο έχει πολύ βαρύ τίμημα κι ας μη φαίνεται εκ πρώτης όψεως…

ΠΗΓΗ: SL PRESS