Ο Στρατηγικός Διάλογος Ελλάδας-ΗΠΑ που εγκαινιάσθηκε τον περασμένο Δεκέμβριο στην Ουάσιγκτον και θα επαναληφθεί τον Οκτώβριο στην Αθήνα με τη συμμετοχή του Πομπέο, ήταν μία σοβαρή καμπή στις διμερείς σχέσεις. Κι αυτό, επειδή εκ των πραγμάτων συνδυάζεται με τη σταθερή επιδείνωση των αμερικανοτουρκικών σχέσεων. Προφανώς κανείς δεν θα έλθει να πολεμήσει για την Ελλάδα, αλλά πάντα παίζει από σημαντικό ρόλο το πως αντιμετωπίζει τις δύο χώρες ο δυτικός παράγοντας που έχει και τον πρώτο λόγο στην περιοχή μας.
Γράφει ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΛΥΓΕΡΟΣ για το SL PRESS
Η Ελλάδα μπορεί να βγήκε από τα Μνημόνια, αλλά παραμένει στην οικονομική μέγγενη, με ό,τι αυτό σημαίνει στο επίπεδο της στρατιωτικής ισχύος. Υπάρχουν, όμως, αυτές οι εξελίξεις που υπό προϋποθέσεις μπορούν να ανοίξουν μια θετική προοπτική. Για τη Δύση, η Ελλάδα ήταν παραδοσιακά μια χώρα δεύτερης γραμμής. Η χώρα πρώτης γραμμής στο δυτικό σύστημα ασφάλειας ήταν η Τουρκία από την ένταξη και των δύο χωρών στο ΝΑΤΟ, στις αρχές της δεκαετίας του 1950.
Όπως εδώ και μερικά χρόνια έχω επανειλημμένως υπογραμμίσει, η σταδιακή αλλαγή του τρόπου που οι Δυτικοί βλέπουν την Τουρκία, ως αποτέλεσμα της αυτονόμησης του Ερντογάν, αλλάζει σταδιακά και τον τρόπο που βλέπουν την Ελλάδα. Αυτό ισχύει κυρίως για τους Αμερικανούς, οι οποίοι έχουν πιο σφαιρική ματιά και όχι τη στενά οικονομίστικη ματιά της ΕΕ. Στην πραγματικότητα, η Ελλάδα αναδεικνύεται δυνητικά σε χώρα πρώτης γραμμής.
Τι σημαίνει αυτό; Αυτό σημαίνει ότι αρχίζουν να αντιμετωπίζουν την Ελλάδα όχι ως μια τυπική χώρα-μέλος της ΕΕ. Την αντιμετωπίζουν ως χώρα με ειδικό γεωπολιτικό ενδιαφέρον. Πιο συγκεκριμένα ως χώρα που μπορεί εν μέρει να καλύψει το κενό που αφήνει η άτυπη μετατόπιση της Τουρκίας προς τη Ρωσία.
Αυτό φάνηκε στα τελευταία χρόνια της θητείας του Ομπάμα. Υπενθυμίζουμε τις παρεμβάσεις των Αμερικανών υπουργών Οικονομικών Γκάιτνερ και Λιού προς το Βερολίνο. Οι παρεμβάσεις εκείνες είχαν σκοπό να αποτρέψουν το ενδεχόμενο οικονομικής κατάρρευσης της Ελλάδας και τη μετατροπή της σε γεωπολιτική μαύρη τρύπα. Οι Αμερικανοί δεν ήθελαν να σπάσει ο ελληνικός κρίκος που αποδεικνύεται ολοένα και πιο σημαντικός για το δυτικό σύστημα ασφαλείας. Όλα αυτά έγιναν επί Ομπάμα, αλλά ισχύουν και επί Τραμπ. Μπορεί ο σημερινός πρόεδρος να άλλαξε πολλά στην αμερικανική πολιτική, αλλά όχι στο συγκεκριμένο.
Τα τέσσερα μέτωπα και η Ελλάδα
Τα τέσσερα μέτωπα που απασχολούν την αμερικανική εξωτερική πολιτική με τον ένα ή τον άλλο τρόπο είναι τα εξής: Πρώτον, το μέτωπο έναντι της Κίνας. Δεύτερον, το μέτωπο έναντι της Ρωσίας. Τρίτον, οι ευρωαμερικανικές σχέσεις. Τέταρτον, η Μέση Ανατολή. Στα τρία τελευταία εμπλέκεται-με τον έναν ή τον άλλο τρόπο-η Ελλάδα κι αυτό δείχνει τη γεωπολιτική σημασία της, ειδικά τώρα που οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις επιδεινώνονται.
Η επιδείνωση αυτή αναβαθμίζει εκ των πραγμάτων τη σημασία της Ελλάδας στην ευρύτερη περιοχή. Εάν-όπως όλα δείχνουν-βαθύνει το αμερικανοτουρκικό ρήγμα, οι ΗΠΑ δεν θα έχουν άλλη επιλογή από το να αναδείξουν την Ελλάδα σε χώρα πρώτης γραμμής, για πρώτη φορά μεταπολεμικά. Το γεγονός ότι υπάρχουν τα τρίγωνα στην Ανατολική Μεσόγειο (Ελλάδα-Κύπρος-Ισραήλ και Ελλάδα-Κύπρος-Αίγυπτος και τελευταία Ελλάδα-Κύπρος-Ιορδανία) συμβάλει και διευκολύνει αυτή την προοπτική. Με άλλα λόγια, υπάρχουν οι υποδοχές για να αναπτυχθεί ένας γεωπολιτικός ρόλος για την Ελλάδα, ο οποίος θα έχει τις ευλογίες της Ουάσινγκτον. Αυτός είναι και ο λόγος που οι Αμερικανοί όχι μόνο ευνοούν τις τριμερείς συνεργασίες, αλλά και σε ορισμένα ζητήματα συμμετέχουν κιόλας.
Προφανώς, η μπίλια ακόμα δεν έχει καθίσει στο μέτωπο των ελληνοτουρκικών σχέσεων, αλλά η τάση είναι σαφής και η αλυσίδα των εξελίξεων την επιβεβαιώνει. Η αμερικανική εξωτερική πολιτική, άλλωστε, δεν αλλάζει ριζικά από τη μία στιγμή στην άλλη. Θυμίζει τάνκερ που για να στρίψει πρέπει να κάνει ένα μεγάλο κύκλο. Παίρνει χρόνο όχι μόνο για να ληφθεί η απόφαση για στρατηγικού χαρακτήρα αναθεώρηση, αλλά και η προσαρμογή του γραφειοκρατικού μηχανισμού του Στέιτ Ντηπάρτμεντ, του Πενταγώνου, της CIA κλπ.
Κράτος-πελάτης
Ούτως εχόντων των πραγμάτων, η Αθήνα έχει κάθε λόγο να μην εμπλακεί στην αμερικανοτουρκική αντιπαράθεση, την οποία, άλλωστε, δεν μπορεί να επηρεάσει. Αναμένοντας, έχει συμφέρον να διατηρεί χαμηλά τη θερμοκρασία στο Αιγαίο και να εμπλέκει όσο γίνεται περισσότερο τις ΗΠΑ και την ΕΕ. Το ίδιο και η Λευκωσία, η οποία δεν πρέπει να βιάζεται για επανέναρξη των διαπραγματεύσεων για το Κυπριακό (όπως δυστυχώς κάνει) πριν ξεκαθαρίσει το τοπίο. Εάν η Ουάσιγκτον τα σπάσει οριστικά με την Άγκυρα, υποχρεωτικά θα αλλάξει και η θεώρησή της για το Κυπριακό.
Για να μπορέσει να αξιοποιήσει τις ευκαιρίες και να παίξει σημαντικό ρόλο, η Ελλάδα πρέπει να απαντήσει στις προκλήσεις που αφορούν στην ίδια την εθνική της ασφάλεια. Στην ιστορία οι ευκαιρίες δεν είναι πολλές. Δίνονται λίγες. Για να αξιοποιηθούν οι ευκαιρίες, όμως, χρειάζονται επεξεργασμένες-και ενταγμένες σε μία σφαιρική στρατηγική-πρωτοβουλίες από το πολιτικό σύστημα που διαχειρίζεται τις τύχες μιας χώρας.
Όλα δείχνουν πως για την Ελλάδα αναδύεται μία μείζονος σημασίας γεωστρατηγική ευκαιρία. Η έναρξη του Στρατηγικού Διαλόγου με τις ΗΠΑ είναι μία σαφής ένδειξη ότι ανοίγει ο δρόμος. Η αμερικανική πλευρά δείχνει διατεθειμένη να τον βαδίσει. Υπάρχουν, ωστόσο, βάσιμες αμφιβολίες για το αν το ελληνικό πολιτικό σύστημα είναι σε θέση να αξιοποιήσει αυτή την ευκαιρία κατά τρόπο που να εξυπηρετεί τα εθνικά συμφέροντα.
Οι ΗΠΑ και το Ισραήλ επιδιώκουν να υπηρετήσουν τα δικά τους εθνικά συμφέροντα και το κάνουν. Το ίδιο πρέπει να πράξει και η Αθήνα, δεδομένου ότι για πρώτη φορά υπάρχει σύγκλιση συμφερόντων, εξ ου και ο Στρατηγικός Διάλογος. Η Αθήνα, όμως, δεν εξυπηρετεί τα εθνικά μας συμφέροντα, λέγοντας απλώς «ναι» σε ό,τι της ζητούν οι Αμερικανοί. Ούτε από την άλλη πλευρά είναι η καλύτερη τακτική ένα «μπακαλίστικο» πάρε-δώσε με την Ουάσιγκτον.
Η Αθήνα οφείλει να επεξεργασθεί ένα ρεαλιστικό συνολικό σχέδιο για τον τρόπο που αυτή η σύγκλιση και με τις ΗΠΑ και με το Ισραήλ μπορεί να αποβεί εθνικά επωφελής. Να εντοπισθούν τα θέματα, στα οποία «κουμπώνουν» τα εκατέρωθεν συμφέροντα και σ’ αυτά να υλοποιηθούν συγκεκριμένες αμοιβαία επωφελείς δράσεις. Το κρίσιμο ζητούμενο για τον Ελληνισμό (Ελλάδα και Κύπρο) είναι να αξιοποιηθεί η σύγκλιση συμφερόντων και κατ’ επέκταση οι γεωστρατηγικές και γεωοικονομικές συνεργασίες για να λειτουργήσουν σαν εγγύηση για την εθνική ασφάλεια. Ο τρόπος, όμως, που το πολιτικό μας σύστημα αντιλαμβάνεται τις διεθνείς σχέσεις και τον ρόλο της Ελλάδας δεν βοηθάει. Η παράδοση του κράτους-πελάτη ήταν και παραμένει ισχυρή.