Ένα από τα κύρια εκθέματα με ιδιαίτερο ελληνικό ενδιαφέρον στη φετινή διεθνή έκθεση αμυντικού υλικού DEFEA 2025 ήταν ο πολλαπλός εκτοξευτής πυραύλων RM-70 Vampire της τσέχικης Excalibur Armor. Ο συγκεκριμένος εκτοξευτής είναι η τελευταία αναβαθμισμένη έκδοση του γνωστού RM-70, της τσέχικης εκδοχής του πολύ διαδεδομένου ρώσικου Πολλαπλού Εκτοξευτή Πυραύλων (ΠΕΠ) BM-21 GRAD των 122 χιλιοστών. Η συγκεκριμένη έκδοση η οποία προσφέρεται και ως συλλογή αναβάθμισης για παλαιότερα συστήματα αναβαθμίζει κατακόρυφα τις δυνατότητες του συγκεκριμένου εκτοξευτή όσον αφορά την ισχύ πυρός, την εμβέλεια και την ευκινησία ενώ φέρνει το όλο σύστημα στο σήμερα.

Το 1994 με την επανένωση των δύο Γερμανιών ο ελληνικός στρατός έγινε αποδέκτης μεγάλων ποσοτήτων οπλισμού και οπλικών συστημάτων του ανατολικού μπλοκ. Από τις πλέον πολύτιμες προσθήκες ήταν οι πολλαπλοί εκτοξευτές πυραύλων τύπου RM-70. Εκατόν-πενηνταοκτώ στο σύνολο εκτοξευτές παραδόθηκαν εκείνη τη χρονιά στον ελληνικό στρατό από τις οποίες οι 116 προωθήθηκαν σε μονάδες του Έβρου και των νησιών του ανατολικού Αιγαίου αναβαθμίζοντας κατακόρυφα την ισχύ πυρός του πυροβολικού στις περιοχές αυτές, ενώ οι υπόλοιπες διατέθηκαν για προσπορισμό ανταλλακτικών. Το RM-70 που υπηρετεί σήμερα είναι ένα σύστημα το οποίο έχει κατασκευαστεί στην Τσεχοσλοβακία τη δεκαετία του 1970 με την εγκατάσταση του εκτοξευτή των σαράντα σωλήνων σε όχημα 8×8 Tatra 813 της τσεχοσλοβάκικης Tatra. Ο εκτοξευτής έχει δυνατότητα περιστροφής 180 μοιρών στο οριζόντιο και +55 μοίρες στο κατακόρυφο επίπεδο. Το συγκεκριμένο όχημα εκτός του εκτοξευτή είχε τη δυνατότητα μεταφοράς ακόμη μιας αναχορηγίας 40 πυραύλων έτοιμων για τοποθέτηση στον εκτοξευτή. Το όλο σύστημα ζυγίζει 23,7 τόνους έχει μήκος 8,75 μέτρα, πλάτος 2,5 μέτρα και ύψος 2,7 μέτρα. Το όχημα είναι εφοδιασμένο με ένα 12-κύλινδρο κινητήρα με δυνατότητα καύσης διαφόρων καυσίμων, ισχύος 250 ίππων. Στη συγκεκριμένη έκδοση το όχημα αναπτύσσει μέγιστη ταχύτητα επί οδών 85 χλμ/ώρα και έχει εμβέλεια 400 χιλιόμετρα. Το σύστημα υπηρετείται από πλήρωμα έξι ατόμων οι οποίοι βρίσκονται εντός θωρακισμένης καμπίνας στον μπροστινό μέρος του οχήματος.

Ο συγκεκριμένος εκτοξευτής έχει τη δυνατότητα να βάλει όλες τις ρουκέτες GRAD διαμετρήματος 122 χιλιοστών και μια πλήρης ομοβροντία 40 πυραύλων μπορεί να καλύψει μια περιοχή 30.000 τ.μ. με 256 κιλά στο σύνολο γόμωσης υψηλής εκρηκτικότητας/ θραυσματοποίησης. Οι αρχικές ρουκέτες σοβιετικής κατασκευής 9Μ22Υ και JROF τσεχοσλοβάκικης κατασκευής που παρέλαβε και ο ελληνικός στρατός σε μεγάλους αριθμούς μαζί με την παραλαβή των συστημάτων ήταν μη κατευθυνόμενες ρουκέτες με βεληνεκές γύρω στα 20 χιλιόμετρα, ενώ σήμερα στην αγορά υπάρχουν νέας γενιάς πυρομαχικά με μεγαλύτερη εμβέλεια και βελτιωμένη ακρίβεια. Αν και τη δεκαετία του 1990 η εισαγωγή των συστημάτων αυτών έδωσε μεγάλη ισχύ πυρός στις μονάδες του πυροβολικού εντούτοις το βεληνεκές των 20 χιλιομέτρων των σοβιετικών ρουκετών ήταν ήδη οριακό. Τριάντα χρόνια αργότερα το βεληνεκές αυτό θεωρείται ανεπαρκές ακόμη και για αυτοκινούμενα πυροβόλα όταν όλα τα σύγχρονα μέσα πυροβολικού εκπέμπουν πυρά σε διπλάσιες αποστάσεις. Η χρησιμότητα του συγκεκριμένου συστήματος ειδικά απέναντι σε έναν αντίπαλο με υπέρτερες αριθμητικά δυνάμεις είναι πολύ μεγάλη, γι’ αυτό και έχει ήδη εγκριθεί η αναβάθμιση των εκτοξευτών και μεγάλου αριθμού υφιστάμενων ρουκετών με συνολικό κόστος περί τα 170 εκατομμύρια. Καταλαβαίνουμε ότι το συγκεκριμένο κόστος αναβάθμισης σε σύγκριση μάλιστα με οποιοδήποτε άλλο πρόγραμμα πυραυλικού πυροβολικού του ελληνικού στρατού είναι κλάσμα του κόστους ενώ η επιχειρησιακή αναβάθμιση είναι πολλαπλάσια.

Το πακέτο περιλαμβάνει την ακόλουθη τεχνική πρόταση από την Excalibur Army:

Τοποθετείται νέο σασί και συγκεκριμένα το Τ-815 σειράς 7 στη θέση του υφιστάμενου T-813 (για το οποίο λόγω παλαιότητας υπάρχει μεγάλη δυσκολία στην εύρεση ανταλλακτικών) καθώς και νέος κινητήρας και καινούργιο σύστημα μετάδοσης. Η υφιστάμενη καμπίνα θωρακίζεται και αναβαθμίζεται πλήρως με νέα ηλεκτρονικά όπως το σύστημα προσδιορισμού θέσης για ταχύτερη τάξη, νέα μέσα επικοινωνιών (εδώ υπάρχει σχετική πρόταση από την INTRACOM Defense) καθώς και οπτικά βοηθήματα για οδήγηση τη νύχτα (και εδώ δύναται να υπάρξει εμπλοκή ελληνικών εταιρειών όπως της Theon Sensors). Από τον υφιστάμενο εκτοξευτή παραμένει ο μηχανισμός εκτόξευσης των ρουκετών καθώς και ο μηχανισμός επαναγέμισης. Αμφότερα ανακατασκευάζονται. Επί της ουσίας μιλάμε για ένα εντελώς νέο όχημα με βαθύ και ουσιαστικό εκσυγχρονισμό που του επιτρέπει τα ακόλουθα πλεονεκτήματα συγκριτικά με τον υφιστάμενο εκτοξευτή:

  • Βελτίωση του χρόνου βολής και επαναγέμισης, σύμφωνα με την εταιρία ο χρόνος βολής μιας πλήρους ομοβροντίας είναι στα 20 περίπου δευτερόλεπτα ενώ η επαναγέμιση μιας πλήρους ομοβροντίας 40 ρουκετών που μεταφέρονται επί του οχήματος στον φορτωτή γίνεται με τηλεχειρισμό σε χρόνο λιγότερο των τριών λεπτών μέσα από την καμπίνα χωρίς να χρειάζεται το πλήρωμα να εκτεθεί κίνδυνο. Η πλήρης επαναγέμιση με 80 νέες ρουκέτες από ένα καλά εκπαιδευμένο πλήρωμα γίνεται σε χρόνο 30-40 λεπτά.
  • Ακρίβεια πυρών λόγω του νέου σύγχρονου Συστήματος Ελέγχου Πυρός
  • Καλύτερη θωράκιση
  • Ταχεία τάξη συνεπώς λιγότερη έκθεση στην εχθρική παρατήρηση. Το σύστημα είναι σε θέση να βάλει το φορτίο του σε χρόνο λιγότερο των 60 δευτερολέπτων από κατάσταση κίνησης και χρειάζεται περίπου 1,5 λεπτό για να κινηθεί σε νέα θέση μετά τη βολή.
  • Νέες επικοινωνίες
  • Δυνατότητα νυχτερινών επιχειρήσεων
Άποψη της θωρακισμένης καμπίνας που φέρει το νέο όχημα
Ο κάλαθος ρουκετών των 122 χιλοστών στο πίσω μέρος του οχήματος καθώς και το σύστημα αυτόματης επαναγέμισης στο κέντρο.

Το πρόγραμμα των ρουκετών

Ο δεύτερος άξονας στα πλαίσια του εκσυγχρονισμού των ΠΕΠ RM-70 είναι ο διπλασιασμός του βεληνεκούς με νέες ρουκέτες. Οι υφιστάμενες ρουκέτες είναι οι JROF και βάλλουν σε μέγιστο βεληνεκές 20 χιλιομέτρων. Η πρόταση της κοινοπραξίας στην οποία συμμετέχουν τρεις εταιρείες είναι η αναβάθμιση μεγάλου μέρος των ρουκετών με βάση το επιτυχημένο μοντέλο της σερβικής ρουκέτας G-2000 που εκτός του διπλασιασμού του βεληνεκούς βελτιώνει κατακόρυφα και την ακρίβεια της ρουκέτας. Το κόστος για τα πυρομαχικά ανέρχεται στα 90 εκατομμύρια ευρώ και περιλαμβάνει σε συνεργασία με τα Ελληνικά Αμυντικά Συστήματα (ΕΑΣ) με συμπαραγωγή στο εργοστάσιο του Λαυρίου και τη σερβική EDePro την αναβάθμιση (στην ουσία είναι μια εντελώς νέα ρουκέτα) ενός μεγάλου αποθέματος υφιστάμενων JROF με βάση τη τεχνική διαμόρφωση της ρουκέτας G-2000. Από τη σημερινή ρουκέτα μένουν τα πτερύγια πτήσης, η πολεμική κεφαλή και ο πυροσωλήνας και το νέο στοιχείο που αλλάζει είναι ο πυραυλοκινητήρας και το προωθητικό γέμισμα για διπλασιασμό του βεληνεκούς.

Η σερβική ρουκέτα G-2000 είναι ουσιαστικά μια μη κατευθυνόμενη ρουκέτα με διπλάσιο βεληνεκές από τις υπάρχουσες ρουκέτες στο ελληνικό οπλοστάσιο και ουσιατικά το σύστημα θα συνεχίσει να χρησιμοποιείται ως σύστημα πυροβολικού κάλυψης περιοχής αλλά σε μεγαλύτερες αποστάσεις. Σύμφωνα με την EDePro η ακρίβεια της G-2000 είναι περίπου 1% του βεληνεκούς. Εναλλακτικά υπάρχουν σήμερα στην αγορά νέας γενιάς βελτιωμένες ρουκέτες οι οποίες θα μπορούσαν να ενσωματωθούν στο ελληνικό οπλοστάσιο αυξάνοντας κατακόρυφα και την ακρίβεια βολών του συστήματος. Η επιλογή όπως φαίνεται του ισραηλινού συστήματος PULS θα φέρει στο ελληνικό οπλοστάσιο και τις ρουκέτες ACCULAR 122, ισραηλινής κατασκευής. Σύμφωνα με την Elbit οι συγκεκριμένες ρουκέτες έχουν CEP μικρότερο των 10 μέτρων λόγω της ενσωμάτωσης συστήματος καθοδήγησης GPS/INS με πέναλτι την ελάχιστα μικρότερη μέγιστη εμβέλεια (35 χλμ) των ρουκετών αυτών. Η πιθανή είσοδος σε υπηρεσία των συστημάτων PULS με απόθεμα ρουκετών ACCULAR 122 θα δώσει μιας πρώτης τάξης ευκαιρία για την πραγματοποίηση δοκιμών και προϋποθέσεις για περαιτέρω αύξηση του αποθέματος για την κάλυψη και των αναβαθμισμένων ΠΕΠ RM-70.

Ρουκέτα ACCULAR 122 της ισραηλινής Elbit
Σερβική ρουκέτα G-2000 της EDePro

Εν κατακλείδι, το πρόγραμμα αναβάθμισης των ελληνικών ΠΕΠ RM-70 είναι μία χαμηλού κόστους επένδυση με πολλαπλάσια επιχιερησιακά και βιομηχανικά οφέλη. Θα αναβαθμίσει κατακόρυφα την ισχύ πυρός των συγκεκριμένων συστημάτων αλλά και των σχηματισμών του ελληνικού στρατού. Το RM-70 είναι ένα σύστημα ουσιαστικά άρνησης περιοχής αλλά και μαζικής καταστροφής εχθρικών δυνάμεων, μια κύρια αποτρεπτική δυνατότητα ύψιστης σημασίας για τα επιχειρησιάκα τακτικά σχέδια του εκάστοτε διοικητή.