Από το ξεκίνημα της παρακολούθησης των θεμάτων εξωτερικής πολιτικής της χώρας, όπως η δημοσιογραφική μοίρα μου με όρισε να κάνω πριν από 35 χρόνια, για ένα πράγμα είμαι βέβαιος: Ότι άπασες οι ελληνικές πολιτικές ηγεσίες απεχθάνονται την ιδέα του σχεδιασμού εθνικής στρατηγικής όσο και αν η πραγματικότητα το καθιστά αυτό απαραίτητο. Αποφεύγουν συστηματικά οι πρωθυπουργοί να δώσουν μία σταθερή στρατηγική κατεύθυνση, έστω με επί μέρους σχέδια για πολιτικές που θέλουν να ασκήσουν ξεχωριστά σε συγκεκριμένες υποθέσεις διπλωματίας και άμυνας.
Γράφει ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ για το SL PRESS
Προτιμούν όλοι τους να αποφεύγουν τη συστηματική εργασία και να εμπιστεύονται είτε κυβερνήσεις τρίτων χωρών, είτε κάποιες προσωπικές εμπνεύσεις τους, κατά περίσταση, είτε τις συμβουλές «εμπίστων» συνεργατών τους. Όπως και αν θέλουμε να εξηγήσουμε αυτή τη σοβαρή πολιτική αναπηρία, σημασία έχει ότι η Ελλάδα πορεύεται διαρκώς στο γεωπολιτικό περιβάλλον της φορτωμένη με προβλήματα άλυτα ή άσχημα λυμένα. Επιδεικνύει μονίμως φοβίες και ανασφάλεια, βάζοντας τον εαυτό της σε θέση άμυνας ακόμα και όταν έχει απέναντι της μικρές χώρες χαμηλής δυναμικότητας και εξ ίσου χαμηλής πολιτικής ποιότητας. Πρόσφατα παραδείγματα είναι η Αλβανία και η ΠΓΔΜ.
Ωστόσο, η χώρα δεν στερείται καλά καταρτισμένων διπλωματών, διεθνολόγων κύρους, αναλυτών εξωτερικής πολιτικής και στρατηγικών μελετητών. Αυτό που στερείται η Ελλάδα είναι η ισχυρή βούληση των πολιτικών «ελίτ» για τη σύσταση ενός Συμβουλίου Εθνικής Στρατηγικής σε μόνιμη σχέση και συνεργασία με τον πρωθυπουργό και την πολιτική ηγεσία των υπουργείων Εξωτερικών και Άμυνας.
Η απουσία αυτού του οργάνου έχει οδηγήσει τις τελευταίες δεκαετίες τις ελληνικές κυβερνήσεις σε λάθη και παραλείψεις με σοβαρό κόστος, αλλά και αναπόφευκτα στη δημιουργία κλίματος εντάσεων στο εσωτερικό πολιτικό μέτωπο. Γνωστά τα «ναυάγια» των Νταβός 1 και Νταβός 2, οι «γκάφες» των Ιμίων και της συμφωνίας της Μαδρίτης, η απουσία στρατηγικής για το «Μακεδονικό» το 1991 και η σύγχυση μπροστά στο Σχεδιο Ανάν. Αλλά έχουμε και πιο πρόσφατα δείγματα των συνεπειών από αυτή τη βαριά αμέλεια της πολιτικής ηγεσίας.
Πρόσφατο παράδειγμα
Τον περασμένο Ιούνιο, η κυβέρνηση του κ. Τσίπρα προχώρησε σε μια Συμφωνία μείζονος εθνικού ενδιαφέροντος με τα Σκόπια, προκειμένου να δώσει τέλος στην εκκρεμότητα του «Μακεδονικού», λεγόμενου, προβλήματος. Χωρίς να ζητήσει τη γνώμη κανενός, χωρίς να επιζητήσει μια συνεργασία με τη δημοκρατική αντιπολίτευση για να εξηγήσει την πολιτική της, χωρίς αντίληψη μίας συνολικής βαλκανικής πολιτικής και ενεργώντας με παλαιομοδίτικη «μυστική» διπλωματία, η κυβέρνηση ανακοίνωσε θριαμβευτικά και με ιδιαίτερη αυταρέσκεια τη Συμφωνία των Πρεσπών.
Πίστευαν οι κ. Τσίπρας και Κοτζιάς πως είναι αρκετό ότι ο αμερικανικός παράγων θα είναι απόλυτα ικανοποιημένος από τη συμφωνία που άνοιγε την πόρτα για είσοδο της «Βόρειας Μακεδονίας» στο ΝΑΤΟ. Και εξ’ αυτού σίγουροι ότι αυτή η προοπτική είναι σε απόλυτη αρμονία με τα συμφέροντα και την εθνική ασφάλεια της Ελλάδας στα Βαλκάνια. Έτσι ο πρωθυπουργός αρνήθηκε να σκεφθεί πως θα μπορούσε να έχουν και κάπως αλλιώς τα πράγματα σ’ αυτή την υπόθεση και πως πιθανόν να κρύβονταν κίνδυνοι πίσω απ το κείμενο των Πρεσπών.
Δεν είναι πρόθεση αυτής της στήλης να αναλύσει τα άρθρα της Συμφωνίας της 17ης Ιουνίου. Ο χώρος δεν το επιτρέπει, και άλλωστε έχουν δημοσιευθεί ήδη στον Τύπο ουκ ολίγες αναλύσεις του θέματος, εξαιρετικού ενδιαφέροντος οι περισσότερες. Σημασία έχει ότι η έλλειψη προετοιμασίας και η βιασύνη του πρωθυπουργού να οδηγηθεί στις Πρέσπες προκάλεσε έναν διχασμό στην πολιτική σκηνή και στην κοινωνία, ενώ και η ίδια η Συμφωνία εμφανίζει τώρα προβλήματα ερμηνειών και κενά.
Επιλεκτική επέκταση υδάτων
Ομοίως βιαστικά και χωρίς να ενημερώσει κανέναν στην πολιτική σκηνή οδηγήθηκε ο πρωθυπουργός σε σχέδιο για επιλεκτική επέκταση των χωρικών υδάτων της Ελλάδα στα 12 μίλια στο Ιόνιο – σχέδιο το οποίο ξεκάρφωτα αποκάλυψε αιφνιδίως ο κ. Ν.Κοτζιάς. Αποκάλυψη, η οποία προκάλεσε επιθετικές «απαντήσεις» της Τουρκίας, που η Αθήνα δεν ήταν έτοιμη να αντιμετωπίσει. Επιπλέον δεν είναι ακόμα σαφές το τι ακριβώς προτίθεται να κάνει ο πρωθυπουργός στο πεδίο των ελληνοαλβανικών υποθέσεων, τις οποίες χειρίζεται επίσης «απορρήτως», τροφοδοτώντας έτσι φήμες που προκαλούν υποψίες για τα χειρότερα.
Πριν απ’ όλα αυτά, είχαμε άλλα δείγματα προχειρότητας και στρατηγική παραζάλης. Για παράδειγμα, η ατυχέστατη, άνευ μελέτης και σωστής προετοιμασίας επίσκεψη του Ταγίπ Ερντογάν στην Αθήνα. Επίσης, η θριαμβευτική απέλαση των Ρώσων «κατασκόπων» και οι άφρονες πλην προσβλητικές δηλώσεις του υπουργού Εξωτερικών Νίκου Κοτζιά σε βάρος της Ρωσίας, για να φτάσουμε έτσι στα σημερινά.
Στην χωρίς σοβαρό πολιτικό οπλισμό, αμήχανη επίσκεψη του κ. Τσίπρα στη Μόσχα, όπου ο πρωθυπουργός αναγκάστηκε να καταπιεί χωρίς αντίδραση τα «παγάκια που του σέρβιρε αγέλαστος ο πρόεδρος Πούτιν. Ο τελευταίος αγνόησε εντελώς τα «παράπονα» του Έλληνα πρωθυπουργού για την ενίσχυση της Τουρκίας με τους S-400.
Έλλειψη συνολικής στρατηγικής, υποβάθμιση της διπλωματικής υπηρεσίας, ερασιτεχνισμοί, «εξυπνάδες», προχειρότητα, λάθη και ζημίες. Έτσι θα υποδεχθεί η πολιτική ηγεσία το 2019, με τα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό να την περιμένουν στη γωνία γεμάτα «υποσχέσεις» για δύσκολες ώρες.