Η αεράμυνα της χώρας χωρίζεται σε δύο βασικά συστατικά. Το δίκτυο έγκαιρης προειδοποίησης που περιλαμβάνει όλους τους αισθητήρες αποκάλυψης και αναγνώρισης ιχνών και το δίκτυο αντιαεροπορικών συστημάτων που περιλαμβάνει τα όπλα αναχαίτισης των εχθρικών ιχνών που μπαίνουν στο χώρο ευθύνης τους. Η Ελλάδα θεωρείται ότι έχει ένα από τα πληρέστερα συστήματα αεράμυνας λόγω του μεγάλου πλήθους ραντάρ και αντιαεροπορικών συστημάτων όλων των κατηγοριών που δημιουργούν μια πολυστρωματική άμυνα. Όμως η τεχνολογία και οι απειλές συνεχώς εξελίσσονται. Σε αυτή τη σειρά των άρθρων θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε και να ταυτοποιήσουμε την απειλή αυτή. Στο παρόν άρθρο θα ασχοληθούμε με το ελληνικό σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης.

Όπως έχουμε αναφέρει και στο παρελθόν στο Defencereview (δες ΕΔΩ) το ελληνικό δίκτυο έγκαιρης προειδοποίησης αποτελείται από ραντάρ 2D και 3D στρατηγικά τοποθετημένα για να καλύπτουν συγκεκριμένες περιοχές δημιουργώντας ένα δίκτυο το οποίο με συστήματα ζεύξης (link) δημιουργεί μια ενοποιημένη εικόνα στα δύο κέντρα ΑΚΕ (Αεροπορικός Έλεγχος Μέσων Αεράμυνας, Κέντρο Σύνθεσης και Παραγωγής Αεροπορικής Εικόνας). Η πλειονότητα των 3D ραντάρ εγκαταστάθηκαν μεταξύ 1995-2000 αντικαθιστώντας παλαιότερης γενιάς ραντάρ. Αυτά είναι το Marconi S-743D Martello μπάντας L και μέγιστη ονομαστική εμβέλεια 450 χλμ, το Bae Systems AR-327 Commander μπάντας S και μέγιστη ονομαστική εμβέλεια 555 χλμ, το Hughes HR-3000 HADR μπάντας S και μέγιστη ονομαστική εμβέλεια 500 χλμ, το Westinghouse AN/TPS 70 μπάντας S και μέγιστη ονομαστική εμβέλεια 450 χλμ και το Selex RAT 31 DL μπάντας L και μέγιστη ονομαστική εμβέλεια 500 χλμ το οποίο είναι κατηγορίας AESA και είναι το πιο σύγχρονο εγκατεστημένο ραντάρ. Αντίστοιχα όλα τα 2D ραντάρ είναι του τύπου MPDR-90/E κατασκευασμένα τη δεκαετία του 70’ και με μέγιστη ονομαστική εμβέλεια τα 90χλμ. Σε περίοδο πολέμου το δίκτυο συνεπικουρείται με δεδομένα που προέρχονται μέσω ζεύξεων από όλα τα συστήματα ραντάρ που φέρουν αεροσκάφη, πλοία και αντιαεροπορικές μονάδες.

Διάταξη του Συστήματος

Όπως βλέπουμε στους παρακάτω χάρτες, η θέση των ραντάρ στην ελληνική επικράτεια έχει βασικό προσανατολισμό ανατολικό, βόρειο και νότιο δημιουργώντας ένα νοητό (π) με τρεις ζώνες. Η πρώτη ζώνη ξεκινάει από τον Έβρο και κατεβαίνει από τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου καταλήγοντας στη Ρόδο, η δεύτερη ζώνη διασχίζει κάθετα το κέντρο της ελληνικής επικράτειας και η Τρίτη ζώνη είναι στο Ιόνιο πέλαγος μέχρι τη δυτική Κρήτη. Η διάταξη αυτή ουσιαστικά έχει ως κύριο ρόλο την έγκαιρη προειδοποίηση ιχνών που έρχονται από τα ανατολικά, επιτήρηση του εναέριου χώρου των βόρειων συνόρων και τέλος την εναέρια κάλυψη σχεδόν ολόκληρης της ανατολικής μεσογείου μέσω των δύο ραντάρ της Κρήτης και του ενός στη Ρόδο.

Χάρτης 1: Ενδεικτική θέση Ραντάρ Π.Α.
Χάρτης 2: Ζώνες

Η εμβέλεια ενός ραντάρ εξαρτάται από πολλούς παράγοντες και παρ’ ότι η μέγιστη ονομαστική εμβέλεια μπορεί να είναι μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα η πραγματική εξαρτάται κατά κύριο λόγο από την καμπυλότητα της γης και τις εδαφικές εξάρσεις που μπορεί να υπάρχουν στο πεδίο έρευνας (γι αυτό και η πραγματική αποτύπωση της εμβέλειας ενός ραντάρ στον χάρτη δεν είναι ένας κύκλος αλλά ένα σχήμα με πολλές κορυφές), δεύτερον από το μέγεθος του στόχου και το πραγματικό αποτύπωμα στο ραντάρ (Stealth) και τρίτον από τις αντοχές του ραντάρ στις παρεμβολές. Η ύπαρξη πολλών νησιών κάνει δύσκολη την αποκάλυψη στόχων που πετούν σε μεσσαία και χαμηλά υψόμετρα. Γι αυτό και η ελληνική πλευρά έχει εγκαταστήσει αρκετά ραντάρ για να καλύψει τους τυφλούς τομείς.  

Χάρτης 3: Ενδεικτικές Εμβέλειες Ραντάρ

Απειλές

Στο σύγχρονο πεδίο μάχης υπάρχουν πολλοί δυνητικοί κίνδυνοι για ένα ραντάρ. Ο νούμερο ένα κίνδυνος είναι τα αεροσκάφη σε ρόλο SEAD/DEAD τα οποία φέρουν συσκευές ηλεκτρονικού πολέμου και κατάλληλα όπλα αντιραντάρ όπως ο αμερικάνικος AGM-88 HARM. Μια νέα απειλή είναι τα περιφερόμενα πυρομαχικά είτε πρόκειται για πυρομαχικά με κύριο ρόλο αντι-ραντάρ είτε πολλαπλών ρόλων. Ειδικά τα μίνι τακτικά περιφερόμενα πυρομαχικά που μπορούν να λειτουργήσουν σαν σμήνος και είναι δύσκολα ανιχνεύσιμα, δύσκολα μπορούν να αντιμετωπιστούν. Και τέλος τα βλήματα πλεύσης και οι τακτικοί βαλλιστικοί πύραυλοι.  Επίσης στο μέλλον η διάδοση των αεροσκαφών stealth και η είσοδος τέτοιων αεροσκαφών σε πολλές αεροπορικές δυνάμεις θα φέρουν τα υπάρχοντα δίκτυα έγκαιρης προειδοποίησης και τους ανθρώπους που τα χειρίζονται στα όρια των επιχειρησιακών τους δυνατοτήτων.  

Η τουρκική πλευρά έχει φροντίσει να κατέχει πλήθος εναλλακτικών μεθόδων για την καταστροφή «εχθρικών» ραντάρ.  Σε μια υποθετική ένοπλη αντιπαράθεση με την Τουρκία, πρώτη κίνηση του επιτιθεμένου θα είναι η καταστροφή των παραμεθόριων ραντάρ στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου και στον Έβρο, έτσι ώστε να επιτύχει μερικό περιορισμό του ελληνικού δικτύου έγκαιρης προειδοποίησης και την αποκοπή της αεροπορικής εικόνας από τα πεδία επιχειρήσεων. Αυτό θα δώσει πλεονέκτημα στον «εχθρό» ως προς την πραγματοποίηση αεροκινήσεων και τακτικών αεροπορικών επιδρομών από αεροσκάφη σε ρόλο CAS, χωρίς αυτές να γίνονται έγκαιρα αντιληπτές.

Για την επίτευξη του σκοπού αυτού, η Τουρκία διαθέτει στο οπλοστάσιο της πληθώρα όπλων και οπλικών συστημάτων για την καταστολή ή/και καταστροφή της ελληνικής αεράμυνας, όπως πυραύλους αντί-ραντάρ AGM-88 HARM, πυραύλους αέρος-εδάφους και κατευθυνόμενες βόμβες ακριβείας μεγάλου βεληνεκούς, βλήματα πλεύσης τουρκικής σχεδίασης SOM, περιφερόμενα πυρομαχικά Harpy όπως επίσης και τακτικούς βαλλιστικούς πυραύλους. Επίσης, κάποια παραμεθόρια ραντάρ μπορούν εύκολα να προσβληθούν από τα σύγχρονα ΠΕΠ και Α/Κ πυροβόλα του τουρκικού στρατού γιατί βρίσκονται εντός του βεληνεκούς των συστημάτων αυτών.

Αν το παραπάνω σενάριο μπορεί να θεωρηθεί ότι εύκολα μπορεί να πραγματοποιηθεί από τις μέχρι σήμερα δυνατότητες των ΤΕΔ,  για την προσβολή των ραντάρ που βρίσκονται στη δεύτερη ζώνη η επικινδυνότητα απωλειών και αποτυχίας από την τουρκική πλευρά ανεβαίνει. Όμως, η πρόσφατη εκτόξευση του βαλλιστικού πυραύλου μικρού βεληνεκούς Tayfun είναι μια πραγματικότητα και θα πρέπει να αρχίσει να μας αποσχολεί σύντομα μιας και οι Τούρκοι έχουν αποδείξει ότι τα οπλικά συστήματα που αναπτύσσουν κάποια στιγμή τα βάζουν σε υπηρεσία. Με τον Tayfun των 550+ χιλιομέτρων βεληνεκούς ουσιαστικά ολόκληρη η ελληνική επικράτεια είναι μέσα στο βεληνεκές του και αυτό είναι μόνο η αρχή.

Προτάσεις αναβάθμισης

Τα υπάρχοντα 3D ραντάρ παρ’ ότι είναι σύγχρονα, το 2030 θα είναι 35 ετών τα HR-3000 και 30 ετών τα υπόλοιπα με εξαίρεση το RAT-31 DL το οποίο εγκαταστάθηκε στη θέση του το 2008. Μέσα σε τριάντα χρόνια η τεχνολογία των ραντάρ έχει κάνει άλματα και πια στην διεθνή αγορά προσφέρονται ραντάρ ηλεκτρονικής σάρωσης Νιτριδίου του Γαλίου (GaΝ). Τα σύγχρονα αυτά ραντάρ έχουν πολύ καλύτερες επιδόσεις αποκάλυψης στόχων και μπορούν να διακρίνουν αεροσκάφη και βλήματα πλεύσης στελθ σε πολύ μεγαλύτερες αποστάσεις σε σύγκριση με τα παραδοσιακά 3D ραντάρ. Ξεκινώντας από τα  HR-3000 που εγκαταστάθηκαν το 1995 θα πρέπει να γίνει σταδιακή αντικατάσταση όλων των 3D ραντάρ του ελληνικού δικτύου. Πολύ σημαντικό επίσης για την επιβιωσιμότητα των ραντάρ αυτών είναι η δυνατότητα εύκολης και γρήγορης μετακίνησης.

Μία πολύ ενδιαφέρουσα λύση για τα 3D ραντάρ που υπάρχουν σε Έβρο, Λήμνο και Ρόδο, είναι η σειρά MMR της IAI/ELTA. Το EL/M-2048 ανήκει σε μια ομάδα ραντάρ 4D AESA με πομποδέκτες Νιτριδίου του Γάλιου πολλαπλών λειτουργιών στις μπάντες S/C. Οι κύριες αποστολές του ραντάρ είναι, Επιτήρηση Αέρος, Αντιαεροπορική Άμυνα – Ραντάρ ελέγχου πυρός, Έγκαιρης προειδοποίησης και Ραντάρ αντιπυροβολικού και C-RAM. Το MMR ανιχνεύει υψηλά και χαμηλά ιπτάμενους στόχους, παρακολουθεί, ταξινομεί και δημιουργεί μια εικόνα κατάστασης αέρα σε πραγματικό χρόνο όλων των εναέριων στόχων όπως πλατφόρμες χαμηλής διατομής ραντάρ, UAV, τακτικά εναέρια όπλα, πυρομαχικά περιπλάνησης, τακτικούς βαλλιστικούς πυραύλους, βλήματα πλεύσης και βλήματα πυροβολικού καμπύλης τροχιάς. Το ραντάρ διατείθεται σε δύο διαμορφώσεις περιστρεφόμενο και στατικό. Το πρώτο έχει κάλυψη 360 μοιρών, μέγιστη εμβέλεια 475χλμ και κάλυψη καθ’ ύψος -7 έως 70 μοίρες και έρευνα σε ύψος τα 30 χλμ. Το δεύτερο κάλυψη (+/-) 65 μοίρες στο οριζόντιο και κάλυψη καθ’ ύψος -7 έως 90 μοίρες μέγιστη εμβέλεια 650χλμ και σε ύψος τα 30 χλμ. Η δυνατότητα αντιπυροβολικού του συγκεκριμένου ραντάρ σε αυτές παραμεθόριες περιοχές θα βοηθήσει στην εύκολη στοχοποίηση των μονάδων πυροβολικού του αντιπάλου. Επίσης πολύ σημαντική είναι η δυνατότητα αποκάλυψης περιφερόμενων πυρομαχικών που θα δώσει την ευκαιρία στην τοπική αεράμυνα να καταρριφθούν πριν χτυπήσουν το στόχο τους που μπορεί να είναι ακόμη και το ίδιο το ραντάρ.

Παράλληλα και ίσως με πρώτη προτεραιότητα θα πρέπει να αντικατασταθούν τα παλαιά 2D ραντάρ τεχνολογίας του 70’ με νεότερα. Επίσης λόγω της θέσης των συγκεκριμένων ραντάρ θα πρέπει τα νέα να είναι μεταφερόμενα και υψηλής ευκινησίας. Μία πολύ ενδιαφέρουσα λύση είναι η σειρά Giraffe της σουηδικής SAAB. Τα μεγαλύτερα ραντάρ της οικογένειας είναι επίσης τεχνολογίας AESA και έχουν εμβέλεια πολύ μεγαλύτερη από τα υπάρχοντα MPDR-90/E. Συνήθως φέρονται από υψηλής ευκινησίας τροχοφόρα φορτηγά οχήματα για τη γρήγορη αλλαγή θέσεως που αυξάνει τη επιβιωσιμότητα σε σύγκριση με ένα στατικό ραντάρ. Όμως αυτό που ίσως θα μας ενδιέφερε περισσότερο θα ήταν ένας συνδυασμός των Giraffe 1X και Girrafe AMB. Το πρώτο είναι ένα μικρού βάρους (150 κιλά) ραντάρ με ικανότητα παρακολούθησης στόχων όπως UAVs, mini UAVs και περιφερόμενων πυρομαχικών ενώ το δεύτερο είναι ένα 3D ραντάρ μέσης εμβέλειας το οποίο μπορεί να λειτουργήσει και ως ραντάρ κατάδειξης στόχων σε αντιαεροπορικά συστήματα ως να ήταν ολοκληρωμένο στην πυροβολαρχία.

Επίσης μία ακόμη λύση θα ήταν τερματική άμυνα σε συγκεκριμένες θέσεις ραντάρ υπερυψηλής αξίας από αντιαεροπορικά συστήματα VSHORADS και συστήματα C-RAM. Με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσαμε να προστατεύσουμε συγκεκριμένα ραντάρ του δικτύου από απειλές που πέρασαν από το υπάρχον δίκτυο αντιαεροπορικών συστημάτων.

Στην περίπτωση καταστροφής της πρώτης ζώνης του δικτύου έγκαιρης προειδοποίησης η μοναδική λύση που υπάρχει δεν είναι άλλη από τα ιπτάμενα ραντάρ. Αυτά σε ασφαλή απόσταση και σε μεγάλο ύψος έχουν τη δυνατότητα αποκατάστασης της αεροπορικής εικόνας στα άκρα της ελληνικής επικράτειας. Είναι λοιπόν αυτονόητο όχι μόνο η αδιάλειπτη λειτουργία τους με υπογραφή FOS αλλά και η αναβάθμιση των υπαρχόντων συστημάτων μαζί με την αύξηση του αριθμού τους σε έξι για την κάλυψη όλων των επιχειρησιακών αναγκών σε Ελλάδα και Ανατολική Μεσόγειο.

Τέλος αλλά επίσης πολύ σημαντικό είναι η απόκτηση παθητικών συστημάτων εντοπισμού. Τέτοια συστήματα, παρόλο που δεν προσφέρουν μεγάλη ακρίβεια είναι ικανά στην αποκάλυψη αεροσκαφών στελθ που είναι και το μέλλον των μαχητικών αεροσκαφών. Αυτά σε συνδυασμό με τα ραντάρ AESA θα προσφέρουν μια αξιόπιστη λύση απέναντι στα μελλοντικά μαχητικά αεροσκάφη.