Κάθε κράτος εισέρχεται στη διεθνή σκηνή με ιστορικές αποσκευές συσσωρευμένων εμπειριών, πεποιθήσεων, πολιτιστικών επιρροών, γεωγραφικών και οικονομικών περιορισμών, τα οποία επηρεάζουν τη συμπεριφορά του.
Γράφει ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΣΑΪΛΑΣ, Υποναύαρχος (εα), για το LIBERAL
Η πολύ μεγάλη και ισχυρή συναισθηματική άποψη του Ελληνισμού για τον πολιτισμό του, που θεωρείται από πολλούς ως το “πυρηνικό οπλοστάσιο της ήπιας ισχύος” ή η βαθιά ανάγκη για την επιβίωση μας σε ένα χώρο όπου υπάρχουν έντονες αναθεωρητικές τάσεις των γειτόνων μας, που δεν είναι ευχαριστημένοι με το status quo, δεν είναι μόνο επιφανειακές πτυχές της «εθνικής προσωπικότητάς» μας, αλλά σταθερά και κυριαρχικά χαρακτηριστικά της εξωτερικής πολιτικής μας. Πολλά κράτη παρουσιάζουν ισχυρά ιστορικά κίνητρα, όπως ο Αραβικός κόσμος, η Τουρκία, η Βόρειος και Νότιος Κορέα, η Ιαπωνία, η Ινδία, το Πακιστάν, αλλά η Ελλάδα κατέχει τα ισχυρότερα, αφού δεν υπάρχει επιστήμη που να μην στηρίζεται στον ελληνικό πολιτισμό.
Είναι σχεδόν αδύνατο να εξετάσουμε την εξωτερική πολιτική της Ελλάδος χωρίς να εξετάσουμε τις βαθύτερες ιστορικές και πολιτιστικές ρίζες που τη διαμόρφωσαν. Οι υπερβολικές έννοιες της παλιγγενεσίας και των ηρωικών μαχών, όπως επανειλημμένα επαναλαμβάνονται στην Ελληνική ιστορία, επικεντρώνονται σε μεγάλο βαθμό στον «αιώνα της διαμόρφωσης των σημερινών συνόρων», από τις αρχές του 19ου έως και στα μέσα του 20ου αιώνα.
Η εθνική στρατηγική, η πολιτική εθνικής άμυνας, και ο ασυμβίβαστος στόχος του εθνικού συμφέροντος έπρεπε να είναι ο ακρογωνιαίος λίθος στον ορισμό των ελληνικών δογμάτων ασφαλείας. Η απομάκρυνση από αυτές τις έννοιες έχει ιδιαίτερη σημασία σήμερα, καθώς δόθηκε έμφαση στο δόγμα του ευρωπαϊκού ειρηνισμού και μιας επίπλαστης ευμάρειας του νεοφιλελευθερισμού ως περαιτέρω διαβεβαίωση έναντι των ισχυρισμών επιθετικής συμπεριφοράς από την Τουρκία. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη διακοπή ενός υψηλού βαθμού συνέχειας, όπου η στρατηγική κουλτούρα υποβαθμίστηκε σε σημείο αφανισμού της.
Η μελέτη της στρατηγικής κουλτούρας μας διδάσκει πώς να κατανοήσουμε και να ερμηνεύσουμε τη διπλωματική και στρατιωτική δράση μας, πώς να εντοπίσουμε συγκεκριμένους ελιγμούς σε ένα ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο και, συνεπώς, πώς να προβλέψουμε καλύτερα την πολιτική συμπεριφορά μας. Η στρατηγική κουλτούρα δεν είναι ένα δόγμα, ούτε ένας μεγεθυντικός φακός μέσω του οποίου εξετάζεται το παρελθόν ή το μέλλον. Είναι το χρήσιμο εργαλείο για να κατανοήσουμε πώς και ποιες είναι οι συνθήκες υπό τις οποίες ο Ελληνισμός καθορίζει τους τρόπους για να χρησιμοποιήσει τους περιορισμένους πόρους για την επίτευξη των στόχων ασφαλείας του.
Επομένως, η στρατηγική κουλτούρα περιλαμβάνει τόσο την εθνική υπερηφάνεια και το πολιτικό κύρος όσο και τον εγωισμό μας για την επιδίωξη των εθνικών συμφερόντων.
Από την άλλη πλευρά, ο πιο καταστροφικός αντίκτυπος που επιφέρει ο ελληνικός κατευνασμός, είναι ο κίνδυνος της ενίσχυσης της τουρκικής επιθετικότητας και του λανθασμένου υπολογισμού. Χωρίς σαφή δέσμευση μιας πολιτικής εθνικής ασφαλείας για την υπεράσπιση της εθνικής επικράτειας, υποστηριζόμενης από ένα ισχυρό αποτρεπτικό δόγμα, ο Πρόεδρος Ερντογάν θα βρει σίγουρα ευκαιρίες για να υποστηρίζει τις τουρκικές διεκδικήσεις, την παράβλεψη των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων που απορρέουν από το Διεθνές Δίκαιο και τέλος να καταλάβει επικράτεια που θεωρεί τουρκική.
Το έχει ήδη κάνει στη Συρία. Σίγουρα ο Ερντογάν ψάχνει την ευκαιρία να προωθήσει τα συμφέροντά του στην Κύπρο χωρίς τη «σκιά» των συμμάχων και του ΝΑΤΟ για να την προστατεύσει.
Η ιστορία μας διδάσκει ότι οι μεγάλοι πόλεμοι άρχισαν όταν οι επιθετικοί ηγέτες υπολόγισαν λανθασμένα. Ο Χίτλερ επιτέθηκε στην Πολωνία το 1939, πιστεύοντας ότι μετά τη συμφωνία του Μονάχου με τον Βρετανό πρωθυπουργό Neville Chamberlain, η Αγγλία ήταν απίθανο να απαντήσει. Η Βόρεια Κορέα επιτέθηκε στη Νότια Κορέα το 1950, αφού οι Ηνωμένες Πολιτείες φάνηκαν να απομακρύνουν τη Σεούλ από την αμυντική περίμετρο τους.
Ο Σαντάμ Χουσεΐν εισέβαλε στο Κουβέιτ το 1990, πιστεύοντας ότι οι ΗΠΑ είχαν δηλώσει ότι δεν θα απαντούσαν. Ο Ιωαννίδης διέταξε το πραξικόπημα στην Κύπρο που πραγματοποιήθηκε από την κυπριακή Εθνική Φρουρά σε συνεργασία με την οργάνωση ΕΟΚΑ Β΄ και στόχος του ήταν η ένωση του νησιού με την Ελλάδα πιστεύοντας στη στήριξη των ΗΠΑ. Σε κάθε περίπτωση, ο ψευδής υπολογισμός οδήγησε σε μεγαλύτερη σύγκρουση.
Δεύτερον, η αποχώρηση μας από το ενιαίο αμυντικό δόγμα μειώνει την ελληνική αμυντική εμβέλεια, την πολιτική επιρροή και το οικονομικό πλεονέκτημά μας από τη μεταφορά των ενεργειακών πόρων στην Ευρώπη. Η έντονη παρουσία του αεροναυτικού μας στόλου στην Ανατολική Μεσόγειο όχι μόνο προβλέπει την υπεράσπιση της Κύπρου, αλλά φέρνει την Ελλάδα σε έναν χώρο που βρίσκεται πιο κοντά στα σημεία γενέσεως προβλημάτων που απειλούν τα ζωτικά συμφέροντα του Ελληνισμού.
Ποιος ωφελείται από τις ανούσιες δηλώσεις των κυβερνητικών παραγόντων της Ελλάδος που αν δεν δείχνουν πολιτική ελαφρότητα προσδιορίζουν τουλάχιστο την εγκατάλειψη των παγίων εθνικών θέσεων, αφού έχει ήδη δώσει στην Τουρκία νέα πλεονεκτήματα στην περιοχή. Χωρίς αξιόπιστες εθνικές θέσεις και δεσμεύσεις για την ασφάλεια, δεν θα υπήρχε τίποτα για να σταματήσει την Τουρκία από τον έλεγχο της θάλασσας της Μεσογείου και πιθανόν να της ανοίγει την όρεξη και για νέες αναθεωρήσεις.
Προσθέστε σε αυτή την εξίσωση τα νέα σημεία που οικοδομεί η Τουρκία στο Αιγαίο, το Κρητικό και την Θράκη. Η εγκατάλειψη από τις πάγιες εθνικές θέσεις θα συμβάλουν στη διασφάλιση της ανταγωνιστικής επιτυχίας της Τουρκίας.