Έπειτα από πολύμηνες συζητήσεις και διαπραγματεύσεις, το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας και το Γενικό Επιτελείο Ναυτικού καταλήγουν στο οριστικό εύρος και κόστος του προγράμματος εκσυγχρονισμού των τεσσάρων φρεγατών ΜΕΚΟ 200 ΗΝ, κλάσης «ΥΔΡΑ» του Πολεμικού Ναυτικού. Με στόχο την εκκίνηση του προγράμματος εντός του 2026 η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία έχει καταλήξει στο διαθέσιμο κονδύλι της τάξης των 350 εκατομμυρίων ευρώ (επιθυμητό όριο) έως 400 εκατομμυρίων ευρώ (ανώτατο όριο) ως ένα κόστος προγράμματος ανάλογο της ηλικίας των πλοίων. Οι εργασίες του προγράμματος έχουν ριζικώς μειωθεί δεδομένου πως το προηγούμενο κονδύλι ήταν ύψους 750 εκατομμυρίων ευρώ και με συμμετοχή των Γερμανών της ThyssenKrupp Marine Systems, η οποία πλέον αποκλείστηκε για λόγους συμπίεσης του κόστους.
Το πρόγραμμα των φρεγατών ΜΕΚΟ 200 ΗΝ όπως αυτό αποφασίστηκε από τη πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας (ΥΠΕΘΑ) με βάση τα τελευταία δεδομένα (Άνοιξη του 2025) περιλαμβάνει ένα πρόγραμμα εκσυγχρονισμού για το σύνολο των φρεγατών με κύριο ανάδοχο τη Thales Netherlands η οποία θα παραδώσει τα νέα ηλεκτρονικά συστήματα – αισθητήρες στο Πολεμικό Ναυτικό και ακολούθως δύο ελληνικές εταιρείες θα αναλάβουν την ολοκλήρωση – εγκατάσταση των συστημάτων (SSMART) καθώς και τις ναυπηγικές μελέτες (Ηydrus Εngineering). Οι εργασίες αναμένεται να λάβουν χώρα στον Ναύσταθμο με τεχνικό προσωπικό του ΠΝ ή εναλλακτικά στα Ναυπηγεία Σαλαμίνας ή στα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά. Εναλλακτικά ενδέχεται να υπάρξει και μεγαλύτερη εμπλοκή ενός εκ των δύο προαναφερθέντων ναυπηγείων προκειμένου να γίνει «δεξαμενισμός» των φρεγατών.
Στόχος του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού είναι τα πλοία να διατηρηθούν για επιπλέον 20 έτη με τα συστήματα τους πλήρως αξιόμαχα και λειτουργικά προκειμένου να διασφαλιστεί πως το Πολεμικό Ναυτικό θα διαθέτει τέσσερις μονάδες κρούσης. Δεδομένης και της ηλικίας των πλοίων το κονδύλι ύψους 390 – 400 εκατομμυρίων ευρώ στοχεύει να κρατήσει τα πλοία αξιόμαχα για τα επόμενα χρόνια με έμφαση στην αντικατάσταση παρωχημένων ηλεκτρονικών και αισθητήρων των πλοίων. Με βάση το τελευταίο επικαιροποιημένο χρονοδιάγραμμα εργασιών το πρώτο πλοίο θα παραδοθεί στα τέλη του 2028, οι δύο επόμενες φρεγάτες το 2029 και η τελευταία μονάδα το 2030.
Σε δεύτερο χρόνο το Πολεμικό Ναυτικό θα προχωρήσει στη σύναψη συμβάσεων με τις εταιρείες BAE Systems και Raytheon για την ολοκλήρωση των εργασιών εκσυγχρονισμού αναφορικά με τα οπλικά συστήματα των φρεγατών όπως είναι η αναβάθμιση του πυροβόλου και η αναβάθμιση των αντιπυραυλικών συστημάτων εγγύς άμυνας των πλοίων Phalanx. Με ξεχωριστή σύμβαση προβλέπεται και η προμήθεια νέων αντιαεροπορικών πυραύλων μέσου βεληνεκούς και συγκεκριμένα των ESSM Block II. Eπίσης, στα πλαίσια του προγράμματος εκσυγχρονισμού προβλέπεται η εγκατάσταση του Ελληνικού συστήματος παρεμβολών «ΚΕΝΤΑΥΡΟΣ» προϊόν ανάπτυξης της Ελληνικής Αεροπορικής Βιομηχανίας.
Υπενθυμίζεται πως η αρχική προσφορά των εταιρειών Thales Netherlands και ThyssenKrupp Marine Systems του 2022 ανέρχονταν στα 605 εκατομμύρια ευρώ (συμπεριλαμβανομένων του κόστους εκτέλεσης των εργασιών σε ελληνικό ναυπηγείο) ενώ επιπλέον 150 εκατομμύρια ευρώ απαιτούνταν για τις εταιρείες BAE Systems και Raytheon. Λόγω όμως της ελληνικής αδράνειας το Φθινόπωρο του 2024 η νέα τιμή των εταιρειών Thales Netherlands και ThyssenKrupp Marine Systems ανέβηκε στα 750 – 800 εκατομμύρια ευρώ δεδομένων και του όγκου των εργασιών που απαιτούνταν για τα πλοία. Εκτός φυσικά του κόστους όπως είχε γράψει το DefenceReview.gr τόσο από γερμανικής όσο και από ολλανδικής πλευράς υπήρχαν σοβαρές νομικές δυσχέρειες (όπως η απεριόριστη αστική ευθύνη που ζητούνταν από το ελληνικό δημόσιο προς την ολλανδογερμανική κοινοπραξία εταιρειών) που οδηγούσαν το πρόγραμμα στη ψήφιση ειδικού νομοσχεδίου από τη Βουλή των Ελλήνων.
Το πρόγραμμα θα περιλαμβάνει τη προμήθεια νέων ηλεκτρονικών συστημάτων από την ολλανδική Thales (νέο ραντάρ NS-110, νέο τακτικό σύστημα TACTICOS, νέο ESM, και νέους καταυγαστήρες – ραντάρ ελέγχου πυρός STIR 1.2) ενώ επιπλέον 50 εκατομμύρια θα διατεθούν στην ελληνική εταιρεία SSMART η οποία θα αναλάβει την ολοκλήρωση και διασύνδεση των συστημάτων στο πλοίο. Κομβικός αναμάνεται να είναι και ο ρόλος της επίσης ελληνικής εταιρείας Hydrus Engineering η οποία θα αναλάβει ως ναυπηγικό γραφείο – εταιρεία την εκπόνηση όλων των απαραίτητων τεχνικών μελετών (μελέτες ευστάθειας κτλ). Όλες οι απαιτούμενες εργασίες έχει αποφασιστεί να λάβουν χώρα στο Ναύσταθμο Σαλαμίνας στη τεχνική βάση. Πρακτικώς αυτό συνεπάγεται πως τα πλοία με τα τελευταία δεδομένα πιθανότατα ενδέχεται να μην εκτελέσουν εργασίες «δεξαμενής» με επίκεντρο εργασίες γενικής επισκευής στα επιμέρους μηχανολογικά μέρη και συστήματα (πχ εργασίες στους άξονες του προωστήριου σκεύους των φρεγατών) καθώς και άλλης φύσης μηχανολογικές εργασίες.