Με τον ελληνικό στόλο των μονάδων κρούσης να γερνάει επικίνδυνα χρόνο με το χρόνο βρισκόμαστε μετά από 20 χρόνια απραξίας εν μέσω συζητήσεων για απόκτηση νέων πλοίων για ανανέωση των μονάδων του στόλου του Π.Ν. Το μεγάλο ερώτημα πάντα είναι εάν θα μπορούσε να ξεκινήσει στην Ελλάδα η σχεδίαση μιας κλάσης πλοίων από Έλληνες ναυπηγούς και η κατασκευή των πλοίων από ελληνικά χέρια σε κάποιο ή σε κάποια από τα ναυπηγεία που υπάρχουν στην Ελλάδα. Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα σε αντίθεση με τη δυσκολία του εγχειρήματος είναι απλή και είναι καταφατική, ότι ναι, η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να σχεδιάσει πολεμικά πλοία αρκεί να δραστηριοποιηθεί η βιομηχανία σε αυτόν τον τομέα και η πολιτεία και το Π.Ν. να στηρίξει το όλο εγχείρημα.

Τη δεκαετία του 90’ υπήρξαν ελληνικές σχεδιάσεις πλοίων που σχεδιάστηκαν στην Ελλάδα και ναυπηγήθηκαν εγχώρια (HSY-56, HSY-56A, Jason). Αντίστοιχα αυτό μπορεί να γίνει και στο μέλλον ειδικά τώρα που τα τρία βασικά ναυπηγεία της χώρας επαναδραστηριοποιήθηκαν μετά από αρκετά χρόνια οικονομικών προβλημάτων και υπολειτουργίας. Παράλληλα αρκετές κλάσεις πολεμικών πλοίων χτίστηκαν στα δύο μεγάλα ναυπηγεία του Σκαραμαγκά και της Ελευσίνας, όπως οι ΜΕΚΟ 200, οι S-VITA, τα υποβρύχια Τ-214, οι ΤΠΚ Combattante κ.α. Επομένως, υπάρχει και εμπειρία σχεδίασης και κατασκευής που μαζί με το επιστημονικό προσωπικό και τους αξιωματικούς του Π.Ν. θα αποτελέσει τη μαγιά που χρειάζεται.

Για τη σχεδίαση ενός πολεμικού πλοίου δε χρειάζεται να ξανά-ανακαλύψουμε τον τροχό αλλά απλώς να χρησιμοποιήσουμε τη γνώση που υπάρχει. Δύο είναι οι βασικές επιλογές, είτε η βελτιστοποίηση ενός πλοίου που έχουμε τα σχέδια και ήδη έχει κατασκευαστεί σε ελληνικά ναυπηγεία όπως έγινε με τα περιπολικά ανοιχτής θαλάσσης HSY-56A, είτε η εξαρχής σχεδίαση ενός πλοίου βασιζόμενοι στις τελευταίες σχεδιαστικές τάσεις. Οι βασικές αρχές σχεδίασης ενός πολεμικού πλοίου δεν διαφέρουν σε τίποτα από οποιοδήποτε άλλου τύπου πλοίο. Αλλάζει η αποστολή και κάποιες σχεδιαστικές παράμετροι που επηρεάζονται από την καθαυτή αποστολή του πλοίου. Όπως και στα εμπορικά πλοία έτσι και στα πολεμικά ακολουθούνται οι κανονισμοί του επιλεγέντα νηογνώμονα ως προς τη μελέτη και την κατασκευή της γάστρας και της υπερκατασκευής, τη μελέτη και εγκατάσταση των διάφορων δικτύων, και την εγκατάσταση και δοκιμή του μηχανολογικού και ηλεκτρολογικού εξοπλισμού. Αυτών δηλαδή που απαρτίζουν το καθαρά ναυπηγικό και μηχανολογικό κομμάτι της ναυπήγησης ενός πολεμικού πλοίου.

Η Ελλάδα ως χώρα με μεγάλη ναυτική παράδοση διαθέτει και μεγάλο επιστημονικό και εργατικό δυναμικό που ασχολείται στον κλάδο της ναυτιλίας είτε άμεσα είτε έμμεσα. Επίσης τα ελληνικά πανεπιστήμια και οι πολυτεχνικές σχολές παράγουν κάθε χρόνο αξιόλογους επιστήμονες που εργάζονται στον κλάδο αποκτώντας τεράστια εμπειρία είτε ως ναυπηγοί, είτε ως μηχανικοί είτε ως ηλεκτρολόγοι, είτε ως ηλεκτρονικοί. Παράλληλα η Σχολή Ναυπηγών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου θεωρείται μία από τις καλύτερες σχολές στον τομέα αυτό και διαθέτει άρτιο επιστημονικό προσωπικό, έχει συμμετάσχει στο παρελθόν στα αντίστοιχα προγράμματα σχεδίασης του Π.Ν. και συνεργάζεται χρόνια με το Π.Ν. σε εργασίες τελειόφοιτων φοιτητών ως προς τη μελέτη ‘Πολεμικού Πλοίου’. Τέλος το Π.Ν. διαθέτει αξιωματικούς με πανεπιστημιακά πτυχία και μεγάλη εμπειρία στην παρακολούθηση έργου όπως γίνεται αυτή τη στιγμή στο ναυπηγείο της Λοριάν από το εκεί κλιμάκιο του Π.Ν. Είναι κρίμα όλο αυτό το επιστημονικό προσωπικό και η γνώση να μην διοχετεύεται κατάλληλα ώστε να ξεκινήσει κάποια στιγμή η μελέτη ενός ελληνικού πολεμικού πλοίου.

Εάν ξεκινούσε μια προσπάθεια σήμερα σίγουρα θα ήταν για να καλύψει τις μελλοντικές ανάγκες του Π.Ν. και ίσως και του Λιμενικού Σώματος αναλόγως με το μέγεθος του πλοίου θα επιλεγόταν να σχεδιαστεί και να κατασκευαστεί. Η πλειονότητα των μονάδων του Π.Ν. χρήζουν αντικατάστασης στο κοντινό μέλλον και δεν είναι μόνο οι μεγάλες μονάδες του στόλου που όπως φαίνεται θα καλυφθούν από παραγγελίες σε ναυπηγικούς οίκους του εξωτερικού. Υπάρχουν μονάδες στο μέγεθος 400-800 τόνων που θα χρειαστούν αντικατάσταση και αυτές δεν είναι άλλες από τις παλαιότερες ΤΠΚ και ΠΑΘ του στόλου. Παράλληλα το Λ.Σ. χρειάζεται πλοία μεγαλύτερων διαστάσεων από τα υπάρχοντα για να μπορούν να επιχειρούν στην Αν. Μεσόγειο. Επομένως μιλάμε για μια ανάγκη συνολικά τουλάχιστον 15-20 μονάδων που θα καλύψουν τις απαιτήσεις του Π.Ν. και του Λ.Σ. Να υπενθυμίσουμε εδώ ότι υπάρχουν κλάσεις πλοίων, μεγαλύτερων βέβαια διαστάσεων, που ήταν οικονομικά συμφέρον να σχεδιαστούν και να ναυπηγηθούν όντας πολύ μικρότερου αριθμού πλοίων όπως οι Δανέζικες Iver Huitfeldt (3 μονάδες), τα Γάλλο-Ιταλικά Horizon (4 μονάδες) και οι Γαλλικές FDI (5 μονάδες πριν την ελληνική παραγγελία). Επομένως η ναυπήγηση 15-20 μονάδων είναι παραπάνω από σίγουρο ότι είναι οικονομικά συμφέρουσα σαν επένδυση για την μελέτη και σχεδίαση στην Ελλάδα. Για να αποφύγουμε την όποια παρεξήγηση μιλάμε για δύο κλάσεις πλοίων μία για σκάφη με δυνατότητα επίτευξης υψηλών ταχυτήτων και μία για ΠΑΘ σε διαφορετικές διαμορφώσεις που να καλύπτουν τις επιχειρησιακές ανάγκες και των δύο σωμάτων.

Μια τέτοια επιλογή θα είχε μακροπρόθεσμα πολλαπλά οφέλη και για το Π.Ν. και για την ελληνική βιομηχανία στο σύνολο.

  1. Θα σχεδιαστεί ένα πλοίο που θα καλύπτει ακριβώς τις ανάγκες του Π.Ν. και/ή του Λ.Σ. και δεν θα χρειάζεται να γίνονται συμβιβασμοί με σχεδιάσεις που έχουν σχεδιαστεί σύμφωνα με τις προδιαγραφές άλλων ναυτικών.
  2. Θα αποκτηθεί εμπειρία και στη σχεδίαση και στη κατασκευή που θα χρησιμοποιηθεί σε μελλοντικές σχεδιάσεις μεγαλύτερου εκτοπίσματος, αυξάνοντας έτσι την ανεξαρτησία μας στον τομέα αυτό.
  3. Τόσο η πολιτική όσο και η πολεμική βιομηχανία θα δραστηριοποιηθεί πάνω στην ανάπτυξη συστημάτων που θα μπορούν να ενσωματωθούν στα πλοία, μεγαλώνοντας την γκάμα προϊόντων τους. Τα προϊόντα αυτά θα φέρουν επιπλέον κέρδη στην βιομηχανία από την προώθησή τους στην πολιτική και στρατιωτική αγορά εσωτερικού και εξωτερικού.
  4. Τα πλοία αυτά θα μπορούν να προωθηθούν και να συμμετέχουν σε διαγωνισμούς άλλων χωρών εξασφαλίζοντας συμβόλαια από το εξωτερικό αυξάνοντας το κέρδος.
  5. Εφόσον το Π.Ν. συμμετέχει ενεργά στην σχεδίαση των πλοίων θα μπορούσε να υπάρξει μία φόρμουλα συνεργασίας με το ναυπηγείο έτσι ώστε να λαμβάνει κάποιο ποσοστό των κερδών από τις πωλήσεις σε πελάτες του εξωτερικού. Αυτό το ποσό θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε R&D ή να καλύψει άλλες ανάγκες του στόλου.

Πριν από περίπου ένα χρόνο ολοκληρώθηκε η σχεδίαση και κατασκευή του ΣΑΠ ΑΓΗΝΩΡ. Ένα ταχύπλοο σκάφος που αναπτύχθηκε εκ των έσω από το Π.Ν. για την κάλυψη των αναγκών της ΜΥΚ και άλλων μονάδων για τη μεταφορά και μάχη των ομάδων ειδικών επιχειρήσεων σύμφωνα με τα επιτελικά σχέδια. Το σκάφος αυτό σχεδιάστηκε και κατασκευάστηκε με κρατική χρηματοδότηση σύμφωνα με τις ανάγκες του Π.Ν. αλλά και τις ιδιαιτερότητες της θάλασσας του Αιγαίου. Πέρασε επιτυχώς όλα τα τεστ αλλά μέχρι σήμερα δεν υπήρξε ούτε μία απόφαση για την μαζική κατασκευή του για την αντικατάσταση παλαιότερων σκαφών της ΜΥΚ. Ένα σκάφος που θα μπορούσε να εξοπλίσει και τους αμφίβιους καταδρομείς των νησιών του Αιγαίου αλλά και τις κατά τόπους μονάδες του Λιμενικού Σώματος με ένα υψηλών επιδόσεων καταδιωκτικό σκάφος. Μία σχεδίαση με μεγάλη ελληνική προστιθέμενη αξία.

Άλλο ένα παράδειγμα που έχει μείνει ανεκμετάλλευτο είναι η οικογένεια πολεμικών πλοίων ΑΛΣ του κ. Τσαγκαράκη. Η οικογένεια των πλοίων ΑΛΣ έχει επίσης αναπτυχθεί σύμφωνα με τις απαιτήσεις του Π.Ν. αλλά το ελληνικό κράτος μέχρι σήμερα φαίνεται ότι δεν είχε το χρόνο να ασχοληθεί με όλα τα παραπάνω και είναι λυπηρό προσπάθειες, χρόνος και χρήμα να μην μετουσιώνεται σε απτό αποτέλεσμα. Όλα τα παραπάνω δείχνουν ότι μπορούμε κάποια στιγμή να σχεδιάσουμε τα δικά μας πλοία και ας μην παράγουμε τα συστήματα και τα όπλα που θα φέρουν. Ούτε οι Δανοί παράγουν τα συστήματα και τα όπλα που φέρουν οι Iver Huitfeldt αλλά κατάφεραν να πουλήσουν το σχέδιο της Iver Huitfeldt στη Babcock για τις μελλοντικές φρεγάτες Type 31 του Βρετανικού Ναυτικού.