H παρουσία του Αμερικανού Πρέσβη στο Ισραήλ, Ντείβιντ Φρίντμαν, στην τριμερή σύνοδο Ελλάδας-Ισραήλ-Κύπρου στην πόλη Μπερ Σεβά επιβεβαιώνει τη στήριξη που οι Ηνωμένες Πολιτείες παρέχουν – θεσμικά πλέον – στην πρωτοβουλία. Στη συνέντευξη Τύπου ο Πρέσβης Φρίντμαν έκανε λόγο, μεταξύ άλλων, για «άγκυρα σταθερότητας» στην Ανατολική Μεσόγειο.

Γράφει ο ΓΙΩΡΓΟΣ Ν. ΤΖΟΓΟΠΟΥΛΟΣ για τη ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Σε συνέχεια του ελληνοαμερικανικού στρατηγικού διαλόγου και της υπογραφής μνημονίου για την ασφάλεια μεταξύ Ουάσιγκτον και Λευκωσίας, ο ρόλος των Ηνωμένων Πολιτειών γίνεται ολοένα και πιο αισθητός. Σε ό,τι αφορά το εθνικό συμφέρον Ελλάδας και Κύπρου, ο βοηθός υπουργός Εξωτερικών τους, Γουές Μίτσελ, σκιαγράφησε το διαμορφούμενο κλίμα σε συνέντευξή του στην Καθημερινή της Κυριακής, όταν ανέφερε πως η άποψη της Τουρκίας για την ΑΟΖ της Κύπρου αποτελεί «μειοψηφία του ενός».

Στο πλαίσιο αυτό, η αμερικανική υποστήριξη για την κατασκευή του αγωγού East Med μπορεί να αποδειχθεί καταλυτική. Αν και το έργο είναι τεχνικά δύσκολο και κοστίζει περισσότερο συγκριτικά με άλλες λύσεις μεταφοράς φυσικού αερίου από τη Λεκάνη της Λεβαντίνης στην Ευρώπη, ο παράγων της ασφάλειας δε μπορεί να παραγνωρίζεται.

Η ενίσχυση της μοναδικής συμμαχίας δημοκρατικών κρατών στην Ανατολική Μεσόγειο πρέπει να αποτελέσει πολιτική επιλογή. Είναι θετικό ότι ο Πρέσβης Φρίντμαν ενθάρρυνε τις ενδιαφερόμενες πλευρές να προχωρήσουν με τον East Med στη συνέντευξη Τύπου. Άλλωστε, όσο το Κυπριακό δεν επιλύεται, είναι αδιανόητο ακόμα και να διατυπώνεται η σκέψη ότι μπορεί να προτιμηθεί η κατασκευή αγωγού που θα συνδέει τα κοιτάσματα φυσικού αερίου με το λιμάνι του Τσεϊχάν της Τουρκίας.

Οι τελευταίες θετικές εξελίξεις δε σημαίνουν πως η Άγκυρα παύει να αποτελεί ισχυρό σύμμαχο για την Ουάσιγκτον. Μέσα στη βδομάδα το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ενέκρινε την πιθανή πώληση πυραύλων Πάτριοτ στην Τουρκία, μία συμφωνία που μπορεί να αγγίξει τα $3.5 δισεκατομμύρια δολάρια. Η αμερικανική ανησυχία για την αυξανόμενη στρατιωτική ρωσοτουρκική συνεργασία είναι έκδηλη. Ανοιχτό παραμένει αυτή τη στιγμή τι μπορεί να συμβεί με την πώληση πυραύλων S-400 στην Τουρκία, αν και επισήμως η ρωσική πλευρά δεν ανησυχεί.

Σε κάθε περίπτωση, η απόφαση του προέδρου Τραμπ για αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από τη Συρία όχι μόνο επιβεβαιώνει την επικράτηση της Ρωσίας αλλά μπορεί να δώσει στην Άγκυρα τη δυνατότητα να αναλάβει περισσότερες πρωτοβουλίες – ακόμα και στρατιωτικές – στο ανατολικό τμήμα της χώρας. Η στενότερη αμερικανοτουρκική συνεργασία στη Συρία φαντάζει ως αναγκαστική λύση για τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Πέρα από το πεδίο της γεωπολιτικής και της ενέργειας, οι προοπτικές καλύτερης οικονομικής συνεργασίας της Ελλάδας και της Κύπρου με το Ισραήλ είναι μεγάλες. Ο τομέας του τουρισμού είναι σημαντικός αλλά όχι ο μοναδικός. Ιδίως η Ελλάδα περιμένει περισσότερες επενδύσεις από ισραηλινές εταιρείες, για παράδειγμα στους τομείς της ανάπτυξης ακινήτων, ξενοδοχείων και εταιρειών τροφίμων.

Πέρυσι οι άμεσες επενδύσεις του Ισραήλ στην Ελλάδα παρέμειναν σε σχετικά χαμηλό επίπεδο (€32 εκατομμύρια) αν και αυξημένες κατά €5,3 εκατομμύρια σε σχέση με το 2016. Από τη δική τους πλευρά, Αθήνα και Λευκωσία δείχνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την τεχνογνωσία του Ισραήλ, μεταξύ άλλων στον τομέα της κυβερνοασφάλειας και γενικότερα των start-ups. Η πόλη Μπερ Σεβά, όπου πραγματοποιήθηκε η συνάντηση των τριών χωρών, διακρίνεται για τις επιδόσεις της.

Η επόμενη τριμερής σύνοδος, που θα είναι η έκτη συνολικά, θα γίνει στην Κρήτη το Φεβρουάριο. Παρόλο που η επιδείνωση των τουρκοϊσραηλινών σχέσεων ήταν αυτή που οδήγησε το Ισραήλ στην αναζήτηση νέων εταίρων στην Ανατολική Μεσόγειο, η κατάσταση θεωρείται πλέον παγιωμένη και η εξαιρετική συνεργασία των τριών χωρών έχει αποκτήσει δημιουργικό χαρακτήρα. Και δεν είναι μόνο η Ελλάδα και η Κύπρος που χρειάζονται το Ισραήλ αλλά και το αντίστροφο.

Με δεδομένη την κακή εικόνα του Ισραήλ στην Ευρωπαϊκή Ένωση, Αθήνα και Λευκωσία γνωρίζουν πλέον άριστα τις προτεραιότητες του πρώτου – για παράδειγμα σχετικά με το Ιράν – και μπορούν να δείξουν έναν βαθμό κατανόησης σε επίπεδο Βρυξελλών.

Ο Δρ. Γιώργος Ν. Τζογόπουλος είναι επιστημονικός συνεργάτης στο Begin Sadat Centre for Strategic Studies (Ισραήλ) και διδάσκων διεθνών σχέσεων στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.

Πηγή: http://www.kathimerini.gr