Το φιλόδοξο σχέδιο του Digital Century Series (DCS) συζήτησε, με τη δημοσιογράφο Valerie Insinna της αμυντικής ιστοσελίδας «Defense News», ο Will Roper, ο Βοηθός Γραμματέας Προμηθειών, Τεχνολογίας και Υποστήριξης της Αμερικανικής Αεροπορίας (Assistant Secretary of the Air Force for Acquisition, Technology, and Logistics).
Σύμφωνα με τον Roper το σχέδιο DCS θα είναι η «καρδιά» του προγράμματος NGAD (Next Generation Air Dominance), το οποίο έχει ως στόχο να αναπτύξει ένα νέο μαχητικό αεροσκάφος εναέριας υπεροχής και παράπλευρες τεχνολογίες, οι οποίες θα το συνοδεύουν. Το αεροσκάφος που θα προκύψει από το πρόγραμμα NGAD θα αντικαταστήσει το F-22 και το F-35, αρχής γενομένης από το 2030.
«Ανάλογα με τις απαιτήσεις μας και τις δυνατότητες της αμυντικής μας βιομηχανίας θα θέσουμε το χρονικό φάσμα μέσα στο οποίο μπορούμε να αναπτύξουμε ένα νέο αεροσκάφος» δήλωσε ο Roper και συμπλήρωσε ότι «σήμερα, η εκτίμηση μου είναι τα πέντε χρόνια». Το όνομα του προγράμματος είναι εξέλιξη του προγράμματος Century Series, το οποίο ξεκίνησε η Αμερικανική Αεροπορία την δεκαετία του 1950 με πρώτο αεροσκάφος το F-100 Super Sabre.
Στόχος του προγράμματος DCS είναι η αντικατάσταση των χρονοβόρων και δαπανηρών προγραμμάτων σχεδίασης, ανάπτυξης και προμήθειας νέων μαχητικών με τις μεγάλες περιόδους που μεσολαβούν από τη σχεδίαση μέχρι την επιχειρησιακή ένταξη ενός νέου αεροσκάφους. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να έχει εξελιχθεί τόσο η τεχνολογία ώστε μόλις αποκτηθεί ένα νέο αεροσκάφος να χρειάζεται πρόγραμμα αναβάθμισης.
Ένας άλλος στόχος του προγράμματος DCS είναι και η συνεχής διατήρηση της τεχνολογικής υπεροχής έναντι των αντιπάλων, οι οποίοι, κάθε πέντε χρόνια θα πρέπει να «ανταποδίδουν» την είσοδο σε υπηρεσία ενός νέου μαχητικού. Οι βασικές αρχές που θα διέπουν το πρόγραμμα DCS θα είναι η συνεχής ανάπτυξη προηγμένων λογισμικών, η ανοιχτή αρχιτεκτονική και η ψηφιακή μηχανική.
Το αεροσκάφος θα παραδίδεται με ένα προηγμένο λογισμικό, πλήρως λειτουργικό, αλλά θα υπάρχει πρόβλεψη συνεχούς εξέλιξης του, ακόμα και σε ετήσια βάση, έτσι ώστε πάντα το αεροσκάφος να διαθέτει κορυφαίες ικανότητες συλλογής, επεξεργασίας, διαβίβασης και προβολής πληροφοριών και δεδομένων, εικόνας και ήχου σε πραγματικό χρόνο και σε μηδενικό χρόνο.
Η έννοια της ανοιχτής αρχιτεκτονικής, που σε πολλά συστήματα ισχύει και σήμερα, σημαίνει σπονδυλωτή σχεδίαση έτσι ώστε όταν αναπτυχθεί μια νεότερη και βελτιωμένη έκδοση ενός υπό-συστήματος να είναι εύκολη η εγκατάσταση τους στο αεροσκάφος. Για παράδειγμα η ανάπτυξη ενός βελτιωμένου ραντάρ ή άλλου αισθητήρα.
Η ψηφιακή μηχανική είναι ένα κρίσιμος παράγοντας μείωσης του χρόνου και του κόστους ανάπτυξης ενός αεροσκάφους. Σημαίνει τη γενικευμένη χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας, με σχεδιαστικά προγράμματα-εργαλεία (δηλαδή λογισμικό) τεχνολογίας τεχνητής νοημοσύνης για την ταχεία ανάπτυξη του πρωτότυπου, τη μείωση στο ελάχιστο του χρόνου ανάπτυξης του αεροσκάφους και τη δραστική μείωση των αναγκών επίγειων και εναέριων δοκιμών (η συγκεκριμένη τεχνική χρησιμοποιείται ήδη τόσο από τη Lockheed Martin, όσο και από την Northrop Grumman και την Boeing).
Αλλά ποιος θα είναι ο κύκλος ζωής των αεροσκαφών του προγράμματος DCS; Στο ερώτημα απαντά ο ίδιο ο Roper: «Ένας αριθμός εταιριών θα υπογράφουν συμβόλαια ανάπτυξης νέων μαχητικών αεροσκαφών. Κάθε εταιρία θα πρέπει να παρουσιάσει ένα λεπτομερέστατο ψηφιακό μοντέλο του αεροσκάφους και ενός μοντέλου εξομοίωσης των διαδικασιών παραγωγής και υποστήριξης, με αντικείμενο την απλοποίηση των διαδικασιών και τη μείωση του κόστους υποστήριξης, ένα και εφόσον αυτό είναι εφικτό. Στη συνέχει η Πολεμική Αεροπορία θα επιλέξει το αεροσκάφος που θέλει. Αυτή η διαδικασία θα διαρκεί πέντε χρόνια το πολύ». Η συνέχεια θα έχει ως εξής: «Η εταιρία-ανάδοχος θα υπογράψει συμβόλαιο παραγωγής 24 αεροσκαφών το έτος για τουλάχιστον τρία έτη, δηλαδή 72 αεροσκάφη, που είναι το ελάχιστο της παραγωγής, σύμφωνα με την πάγια απαίτηση της Διοίκησης Αεροπορικής Μάχης [Air Combat Command]. Μόλις ξεκινήσει η παραγωγή του αεροσκάφους, θα ξεκινά η διαδικασία από την αρχή για το επόμενο αεροσκάφος».
Ωστόσο, η όλη διαδικασία έχει και μεγάλα ρίσκα-προκλήσεις. Πραγματικά οι χρόνοι ένταξης σε υπηρεσία νέων αεροσκαφών από το 1950 και μετά ήταν μικροί, αλλά αυτό συνέβαινε επειδή το ένα αεροσκάφος βασιζόταν στα διδάγματα προηγούμενων αεροσκαφών, κάτι που μείωνε το χρόνο ανάπτυξης, συν το γεγονός ότι τα αεροσκάφη της δεκαετίας του 1950 ήταν πολύ απλοϊκά σε σχέση με το σήμερα. Για παράδειγμα το πρώτο αεροσκάφος του προγράμματος Century Series, το F-100, βασίστηκε στα διδάγματα από τη χρήση του F-86 Sabre, που πέταξε για πρώτη φορά το 1947. Έτσι το πρωτότυπο του F-100 ήταν έτοιμο το 1951 και η πρώτη πτήση έγινε το 1953. Το επόμενο αεροσκάφος, F-101 Voodoo, βασίστηκε σχεδιαστικά στο XF-88, το οποίο σχεδιάστηκε το 1947. Το πρώτο F-101 εντάχθηκε σε υπηρεσία το 1957.
Μια άλλη πρόκληση του προγράμματος DCS είναι το πώς θα μειωθεί το κόστος απόκτησης και υποστήριξης όταν εντάσσεται σε υπηρεσία ένα νέο αεροσκάφος, κάθε πέντε χρόνια, και στον ελάχιστο αριθμό των 72 αεροσκαφών. Η πράξη έχει αποδείξει ότι όσο μικρότερος είναι ο αριθμός των εν υπηρεσία αεροσκαφών, του ίδιου τύπου, τόσο ακριβότερη είναι η υποστήριξη και συντήρηση του.