Ο πύραυλος RBS-15 Mk.4 εντυπωσίασε στο περίπτερο της γερμανικής Diehl. Αναμφισβήτητα πρόκειται για έναν από τους ικανότερους πυραύλους κατά πλοίων και χερσαίων στόχων στον κόσμο. Ο πύραυλος ολοκλήρωσε την ανάπτυξη της στα μέσα του 2018. Η λέξη «Gungnir» παραπέμπει στο ακόντιο του Όντιν, του ανώτατου θεού της σκανδιναβικής μυθολογία. Η ανάπτυξη της έκδοσης Mk.4 ξεκίνησε το Μάρτιο του 2017, στο πλαίσιο σχετικής σύμβασης ύψους $ 358,5 εκατομμυρίων. Σε σχέση με τις προγενέστερες εκδόσεις, η Mk.4 επιτυγχάνει αυξημένο μέγιστο βεληνεκές, 300 χιλιόμετρα περίπου, ενώ ενσωματώνει και άλλες βελτιώσεις (όπως καλύτερο ερευνητή). Επίσης έχει μικρότερο βάρος και ανοιχτή αρχιτεκτονική για ευκολία ενσωμάτωσης πιθανών μελλοντικών βελτιώσεων. Ο πύραυλος ενσωματώνει ενεργό ερευνητή ραντάρ (ζώνης συχνοτήτων J), συνδυαστικά με συστήματα INS και GPS. Ο συνδυασμός αυτός επιτρέπει στο RBS-15 Mk.4 να παραμένει ικανός για επιχειρήσεις, με υψηλό βαθμό ακριβείας, υπό οποιεσδήποτε καιρικές συνθήκες. Στη νέα έκδοση οι πύραυλοι ενσωματώνουν και σύστημα ζεύξης δεδομένων, κάτι που επιτρέπει την αλλαγή πορείας, κατά τη διάρκεια της πτήσης, και εμπλοκή άλλου στόχου από τον αρχικό.

Ο σχεδιασμός της αποστολής γίνεται από το σύστημα MEPS (Missile Engagement Planning System), το οποίο προσφέρει στον χειριστή ικανότητες υποβοήθησης κατά τη φάση της λήψης της απόφασης, αλλά και δυνατότητες διαχείρισης μαζικού πλήγματος με πολλαπλά βλήματα. Η πολεμική κεφαλή, βάρους 200 κιλών, βρίσκεται στο μέσο περίπου του πυραύλου. Οι πρώτοι πύραυλοι RBS-15, στην έκδοση Mk.1, εντάχθηκαν σε υπηρεσία το 1984 (πρόκειται για την έκδοση εκτόξευσης από πλοία μέγιστου βεληνεκούς 70 χιλιομέτρων). Την ίδια χρονιά ξεκίνησε και το πρόγραμμα ανάπτυξης της έκδοσης παράκτιας άμυνας RBS-15F Mk.1, η οποία εντάχθηκε σε υπηρεσία το 1985, για να ακολουθήσει η ένταξη σε υπηρεσία και της έκδοσης εκτόξευσης από αέρος το 1989. Το 1994 ξεκίνησε το πρόγραμμα ανάπτυξης της βελτιωμένης έκδοσης RBS-15 Mk.2, η οποία εντάχθηκε σε υπηρεσία το 1998. Έχει αυξημένο μέγιστο βεληνεκές σε σχέση με την έκδοση Mk.1 (από τα 70 στα 100 χιλιόμετρα περίπου), ενσωματώνει σημαντικές βελτιώσεις στο σύστημα ελέγχου πτήσης, στην ενδιάμεση και την τερματική φάση, και στον ερευνητή, ενώ εξωτερικά το βλήμα σχεδιάστηκε με έμφαση στη μείωση του υπέρυθρου ίχνους.

Στα μέσα με τέλη της δεκαετίας του 1990 ξεκίνησε η ανάπτυξη της έκδοσης RBS-15 Mk.3. Η έκδοση RBS-15 Mk.3, η οποία δοκιμάστηκε για πρώτη φορά το 2008, έχει υπερδιπλάσιο μέγιστο βεληνεκές, σε σχέση με τις εκδόσεις Mk.1 και Mk.2 (από τα 70 και 100 στα 200 χιλιόμετρα), λόγω της αύξησης της ποσότητας καυσίμου και της υιοθέτησης νέου, αποτελεσματικότερου καυσίμου. Επίσης, η νέα έκδοση επιτυγχάνει και μεγαλύτερη ακρίβεια, λόγω της ενσωμάτωσης συστήματος GPS και της δυνατότητας επιλογής στόχου πρώτης προτεραιότητας, ενώ έχει τη δυνατότητα προσβολής στόχων εδάφους (φέρει νέα πολεμική κεφαλή μεγαλύτερης διατρητικής ικανότητας). Να σημειωθεί ότι στην έκδοση εκτόξευσης από πλοία, οι RBS-15 Mk.3 συνοδεύονται και από νέα, ωοειδούς σχεδίασης κάνιστρα. O RBS-15 Mk.3 ενσωματώνει αναπτυσσόμενα πτερύγια σταυροειδούς σχήματος, έχει μήκος 4,35 μέτρα, διάμετρο 0,5 μέτρα και άνοιγμα πτερυγίων 1,4 μέτρα. Ζυγίζει 810 κιλά, κατά την εκτόξευση, και 650 κιλά περίπου κατά την πρόσκρουση στο στόχο. Η ταχύτητα πλεύσης είναι 0,9 Mach, ενώ επιταχύνει κατά την τερματική φάση για να αντιμετωπίσει τα εχθρικά αντιπυραυλικά πυρά. Ενσωματώνει αδρανειακό σύστημα καθοδήγησης, σύστημα GPS, αλτίμετρο λέιζερ και ερευνητή ραντάρ (ζώνης συχνοτήτων Ku).