Στο πλαίσιο ανάπτυξης του υγειούς διαλόγου για τα ζητήματα αμυντικής πολιτικής συζητάμε με τον πρώην Αρχηγό της Εθνικής Φρουράς για μια πλειάδα εξοπλιστικών και αμυντικών ζητημάτων. Οι εξελίξεις στην Εθνική Φρουρά, τα εξοπλιστικά προγράμματα που υλοποιήθηκαν, οι εξοπλιστικές προτεραιότητες του Ελληνικού Στρατού (ΕΣ) και η γενικότερη αμυντική προσέγγιση της Κυπριακής Δημοκρατίας στο προσκήνιο σε μια συνέντευξη από τον Αντιστράτηγο ε.α Ηλία Α. Λεοντάρη, επίτιμο Διοικητή 1ης ΣΤΡΑΤΙΑΣ και τέως Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Φρουράς (ΓΕΕΦ).
Υπήρξε ένας από τους πλέον επιτυχημένους Αρχηγούς για την Εθνική Φρουρά ενώ επί ημερών του υλοποιήθηκαν κρίσιμα προγράμματα θωρακίζοντας την Κυπριακή Δημοκρατία ενώ κλήθηκε να αντιμετωπίσει πολλαπλές προκλήσεις από τη Τουρκία εντός της Κυπριακής ΑΟΖ.
Γιάννης Νικήτας, DefenceReview.gr. Ποιες ήταν οι κυριότερες εξοπλιστικές ενέργειες επί των ημερών σας ως Αρχηγός του ΓΕΕΦ;
Η έναρξη της θητείας μου ως Αρχηγού της Εθνικής Φρουράς συνέπεσε με την υλοποίηση της Α’ Φάσης του Σχεδίου Μετεξέλιξης της Εθνικής Φρουράς. Ένα μακρόπνοο σχέδιο που στοχεύει στη μετεξέλιξή της σε μια Ευέλικτη Διακλαδική Δύναμη, με υψηλό επίπεδο Μαχητικής Ισχύος και Επιχειρησιακής Ετοιμότητας ώστε να αποτελεί ισχυρό παράγοντα αποτροπής και ικανή ν ’αναλάβει αποστολές σ όλο το φάσμα των επιχειρήσεων, αν η αποτροπή αποτύχει.
Το σχέδιο αυτό συνοδεύεται και από ένα φιλόδοξο πρόγραμμα προμήθειας νέων οπλικών συστημάτων αλλά και αναβάθμισης των υφισταμένων.
Δυστυχώς δεν μπορώ να αναφέρω τις λεπτομέρειες του προγράμματος πέραν αυτών που κοινοποιήθηκαν μέσω του τύπου. Αναφέρομαι δηλαδή:
Τα Πυροβόλα NORA (στα οποία δώσαμε τον τίτλο, Alexander the Great)
Τα UAVs
Την αναβάθμιση του συστήματος Έγκαιρης Προειδοποίησης
Την αναβάθμιση των δυνατοτήτων των Αντιαεροπορικών Συστημάτων καθώς και των αντίστοιχων της Επάκτιων Συστοιχιών.
Την αντικατάσταση του οπλισμού και των επιχειρησιακών υλικών των Ειδικών Δυνάμεων.
Την ένταξη στη δύναμη του Πολεμικού Ναυτικού και την επιχειρησιακή αξιοποίηση του πρώτου ΠΑΘ «ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ»
Την ενίσχυση των επιχειρησιακών δυνατοτήτων της Μονάδας Υποβρυχίων Καταστροφών
Υπάρχουν όμως και άλλα προγράμματα τα οποία είναι σ’ εξέλιξη και ελπίζω να ολοκληρωθούν όχι επειδή σχεδιάστηκαν επί θητείας μου αλλά επειδή είναι απαραίτητα για την Εθνική Φρουρά, και αναφέρομαι:
Στην ενίσχυση της Αντιαρματικής Ικανότητας του Στρατού Ξηράς, στην αναβάθμιση του αρματικού δυναμικού της δύναμης, στην ενίσχυση της Κυβερνοάμυνας, των Επικοινωνιών και των Συστημάτων Διοίκησης και Ελέγχου.
Ιδιαίτερης σημασίας είναι επίσης το πρόγραμμα του Συστήματος Ηλεκτρονικής Επιτήρησης της ΠΓΑ και των Ηλεκτρονικών Συστημάτων Ασφαλείας των Στρατοπέδων ώστε να εξοικονομηθεί προσωπικό προς όφελος της εκπαίδευσης.
Θεωρώ όμως ότι όλοι συμφωνούν ότι μεγάλης σημασίας είναι η επένδυση στο προσωπικό. Στο πλαίσιο αυτού του σχεδίου έπρεπε να γίνουν και κάποιες άλλες αλλαγές που αφορούσαν κυρίως στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας του προσωπικού αλλά της επαγγελματικής του εξέλιξης.
Δηλαδή τη δημιουργία ενός πλαισίου κανόνων αξιολόγησης που θα:
- εμπνέει την εμπιστοσύνη του προσωπικού προς τη φυσική του ηγεσία
- προσφέρει ευκαιρίες για την πρόσκτηση γνώσεων και εμπειριών
- εγγυάται την αξιοκρατία και την ανέλιξη των ικανών και καταλληλότερων στην κορυφή της ηγεσίας
- επιτρέπει στα στελέχη να ονειρεύονται και να έχουν φιλοδοξίες στη σταδιοδρομία τους
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έπρεπε επίσης να δείξουμε στην ένταξη των Επαγγελματιών Οπλιτών (ΣΥΟΠ/άνδρες και γυναίκες σ’ όλες τις ειδικότητες) στη δύναμη.
Ήταν ένας νέος θεσμός με τον οποίο η Εθνική Φρουρά μετατρέπονταν κατά 60% σε επαγγελματική δύναμη και…. Έπρεπε να πετύχει.
Εκτιμάτε πως η Εθνική Φρουρά θα μπορούσε να συγκροτήσει μια μοίρα μαχητικών αεροσκαφών η οποία να είναι εγκαταστημένη στη Κρήτη ώστε να της εξασφαλίζεται προστασία δεδομένου πως στη Κύπρο τα αεροδρόμια είναι ευάλωτα ακόμη και σε βολές πυροβολικού και υπάρχει έλλειψη στρατηγικού βάθους. Υπάρχει η δυνατότητα ή κάτι τέτοιο είναι πολυτέλεια;
Η Κύπρος ως μια νησιωτική χώρα θα έπρεπε/πρέπει να στηρίζει την επιβίωσή της στη «θάλασσα» και στον «αέρα». Γι’ αυτό θεωρώ και έχω επανειλημμένα αναφέρει ότι η ανάπτυξη/αναβάθμιση της Αεροναυτικής διάστασης της Αμυντικής Ικανότητας της Εθνικής Φρουράς θα έπρεπε να τύχει περισσότερης προσοχής.
Είναι καιρός να αντιμετωπισθεί πιο σοβαρά η εισαγωγή ενός ελαφρού Αεροσκάφους στη Πολεμική Αεροπορία της ΕΦ, καθώς επίσης να ενισχυθεί με ένα μικρό αριθμό μεταγωγικών πολλαπλών χρήσεων και γιατί όχι με ένα Εναέριο Σύστημα Έγκαιρης Προειδοποίησής/Διοίκησης και Ελέγχου (τύπου AWACS), προσαρμοσμένα στις ανάγκες και στο επιχειρησιακό περιβάλλον της νήσου.
Σ’ ότι αφορά στην ουσία της ερώτησής σας. Μπορεί η Κύπρος να στερείται στρατηγικού βάθους αλλά αποτελεί το στρατηγικό βάθος της Ελλάδος. Οπότε η απάντησή μου είναι … ΝΑΙ, όλα θα μπορούσαν να γίνουν. Ωστόσο, μια τέτοια απόφαση αφενός υπερβαίνει τα στενά όρια των αρμοδιοτήτων της στρατιωτικής ηγεσίας και αφετέρου άπτεται της πολιτικής βούλησης των δύο κυβερνήσεων και θα πρέπει να είναι προϊόν εμπεριστατωμένης μελέτης και επιχειρησιακής σχεδίασης.
Ως ιδέα το θέμα αυτό έχει συζητηθεί, σε χαμηλό επίπεδο, αλλά από την ιδέα έως την υλοποίηση υπάρχει μεγάλη απόσταση. Σκεφθείτε ότι την Κρήτη και την Κύπρο τις χωρίζουν 400 περίπου μίλια ανοικτής θάλασσας και επιχειρήσεις σε τέτοιο βάθος απαιτούν ιδιαίτερη σχεδίαση, αεροπορική και ναυτική υπεροχή, καθώς και τακτική υποστήριξη.
Δεν πρόκειται λοιπόν περί πολυτέλειας αλλά για μια απόφαση στρατηγικού επιπέδου η οποία θα μπορούσε ν’ αποτελέσει και τη «σπονδυλική στήλη» του Δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου Ελλάδος-Κύπρου.
Στον τομέα της Διοίκησης Ναυτικού της Εθνικής Φρουράς παρατηρούμε πως δεν έχουν αποκτηθεί μονάδες κρούσης με αξιόλογες δυνατότητες όπως πυραυλάκατοι παρά μόνον περιπολικά ανοικτής θαλάσσης. Γιατί δεν υπάρχει μέριμνα προς την ενίσχυση του Ναυτικού; Είναι οικονομικό το ζήτημα;
Δυστυχώς έχει επικρατήσει η άποψη , γενικά και όχι μόνο για το Ναυτικό, που υποστηρίζει ότι …. «είμαστε μικροί, άρα ότι και να κάνουμε δεν θα έχουμε τύχη». Συμφωνώ με το πρώτο μέρος ότι είμαστε «μικροί». Διαφωνώ όμως με το δεύτερο. Θεωρώ ότι έχουμε υποχρέωση να αναπτύξουμε εκείνη την Αμυντική Ισχύ η οποία θα διασφαλίζει ένα επίπεδο ΑΠΟΤΡΟΠΗΣ και θα μας επιτρέπει να αμυνθούμε επαρκώς και επιτυχώς. Επιπλέον υπήρχε και η αντίληψη ότι κάθε ενίσχυση της στρατιωτικής ισχύος θα εκλαμβάνονταν, από την «άλλη πλευρά», ως πρόκληση και θα αποτελούσε εμπόδιο στη διαδικασία επίλυσης του «Κυπριακού Προβλήματος».
Μελέτες εξ όσων γνωρίζω έγιναν και υπήρχαν από δεκαετίες, ωστόσο φθάσαμε στο 2015 για να υπογραφεί η συμφωνία για το πρώτο ΠΑΘ, έναντι των τριών που προέβλεπε η μελέτη. Προς αποφυγή κάθε παρανόησης δεν εννοώ, ούτε υποστηρίζω ότι θα μπορούσε ν’ αναπτυχθεί ναυτική δύναμη επιπέδου Ελλάδος ή Αιγύπτου, ή Τουρκίας. Θα μπορούσε όμως να δημιουργηθεί εκείνη η δύναμη που θα έδινε τη δυνατότητα της παρουσίας της στις περιοχές των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας. Θεωρώ τέλος, ότι ήταν μάλλον πολιτική επιλογή παρά οικονομικό ζήτημα.
Η αντιαεροπορική άμυνα της Εθνικής Φρουράς ενισχύθηκε καθοριστικά με την απόκτηση των ρωσικών Buk M1-2. Εξακολουθεί όμως να υφίσταται κενό στον τομέα της ύπαρξης ενός συστήματος μεγάλου βεληνεκούς ώστε να συμπληρώσει τα υφιστάμενα και να καλύψει την ανάγκη για αντιαεροπορική άμυνα μεγάλου βεληνεκούς όπως για παράδειγμα οι γαλλικοί Aster 30. Είναι πολιτικοί οι λόγοι;
Είναι γεγονός ότι οι δυνατότητες της Αντι-Αεροπορικής Άμυνας της Εθνικής Φρουράς είναι αρκετά υψηλές.
Ωστόσο η απειλή απ’ αέρος καθώς και η αντίστοιχη πυραυλική εξελίσσεται ταχύτατα και απαιτείται η συνεχής αναβάθμιση των συστημάτων όπου αυτό είναι εφικτό ή η προμήθεια νέων αντίστοιχων δυνατοτήτων. Αποφεύγω να ονοματίζω οπλικά συστήματα για ευνόητους λόγους. Ωστόσο ένα Σύστημα Αντι-αεροπορικής Αμύνης θα πρέπει να καλύπτει τις τρέχουσες επιχειρησιακές απαιτήσεις, να έχει προοπτική τουλάχιστον 20ετίας και δυνατότητα αναβάθμισης ώστε να ανταποκρίνεται στα νέα δεδομένα.
Θα πρέπει ωστόσο να επισημάνω εδώ ότι Κυπριακή Δημοκρατία είχε βρει τη λύση στην Α/Α Άμυνα με την προμήθεια του συστήματος των S-300. Δυστυχώς και το εννοώ, ουδέποτε έφθασαν στην Κύπρο. Η «βαθιά αιτία» του κακού δεν έχει γίνει γνωστή και οι λόγοι που έχουν αναφερθεί σε άρθρα ή σε βιβλία, ερμηνεύουν μεν, δεν πείθουν δε. Αν οι S-300 ήταν στο νησί πολλά πράγματα θα ήταν διαφορετικά σήμερα σ’ όλους τους τομείς.
Θεωρείτε με βάση την εμπειρία σας πως οι Ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις θα έπρεπε να διατηρούν στη Κύπρο μόνιμα αεροναυτικές δυνάμεις όπως μαχητικά ή άλλες μονάδες κρούσης του ΠΝ όπως υποβρύχια ή πυραυλακάτους;
Νομίζω ότι εισερχόμαστε σε επιχειρησιακά θέματα τα οποία ασφαλώς άπτονται και πολιτικών αποφάσεων και θεωρώ ότι είναι καλύτερα να αποφεύγονται αυτές οι συζητήσεις δημοσίως. Οι αρμόδιοι και οι υπεύθυνοι έχουν γνώση της κατάστασης και χειρίζονται τα θέματα αναλόγως.
Το Πυροβολικό της Εθνικής Φρουράς επί των ημερών σας ενισχύθηκε καθοριστικά με νέα αυτοκινούμενα πυροβόλα και UAV συμβάλλοντας στη στοχοποίηση. Θα πρέπει η Εθνική Φρουρά να αποκτήσει πυραυλικά μέσα επαυξημένου βεληνεκούς;
Θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι οι επιχειρησιακές δυνατότητες κάθε χώρας αναπτύσσονται στη βάση των εκτιμήσεων για την ενδεχόμενη απειλή και του θεάτρου επιχειρήσεων όπου πρόκειται να ενεργήσουν. Θεωρώ λοιπόν ότι ο συνδυασμός των υφιστάμενων οπλικών συστημάτων με τα αντίστοιχα έξυπνα πυρομαχικά μπορούν να καλύψουν τις επιχειρησιακές ανάγκες.
Δεδομένου ότι υπήρξατε διοικητής 1ης Στρατιάς θα ήθελα να σας ρωτήσω ποιες εκτιμάτε ότι πρέπει να είναι οι κυριότερες εξοπλιστικές επιλογές για τον Ελληνικό Στρατό.
Είναι γνωστό ότι στην Ελλάδα τα τελευταία 15 χρόνια δεν έγινε καμία προμήθεια νέου οπλικού συστήματος, όπως επίσης είναι γνωστό ότι από τα τέλος της δεκαετίας του 1990 άρχισε να μειώνεται ο προϋπολογισμός του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας και κυρίως από το 2010 οπότε σημειώθηκε η μεγάλη οικονομική κρίση στη χώρα.
Λόγω αυτού του κενού οι ανάγκες σήμερα είναι μεγάλες και ασφαλώς θα κοστίσουν αρκετά χρήματα.
Για να απαντήσω στην ερώτησή σας και να περιορισθώ στο Στρατό Ξηράς θεωρώ ότι σ’ αυτό το μακροπρόθεσμο πρόγραμμα πρέπει να ενταχθούν και τα εξής:
- Προμήθεια UAVs (Armed and Non Armed) και Anti-drone συστήματα
- Μέσα Ηλεκτρονικού Πολέμου
- Ενίσχυση του Πυροβολικού και της Αντι-Αρματικής Άμυνας με Οπλικά Συστήματα, Πυρομαχικά (συμβατικά και πυραύλους) μεγάλου βεληνεκούς.
- Βελτίωση των Επικοινωνιών και Σύστημα Διοίκησης και Ελέγχου
- Επιθετικά Ελικόπτερα
- Αντικατάσταση/Αναβάθμιση του αρματικού δυναμικού
- Προμήθεια νέου ΤΟΜΠ ή και ΤΟΜΑ
Συνολικά ωστόσο η Αμυντική Ισχύς της χώρας πέραν της συμφωνίας για τα Α/Φ RAFALE και τις συζητήσεις για την επιλογή της νέας Φρεγάτας για το Πολεμικό Ναυτικό θεωρώ ότι βαρύτητα πρέπει να δοθεί στην ενίσχυση των δυνατοτήτων:
- της Κυβερνο-άμυνας
- της Αντιαεροπορικής Άμυνας και
- των Αμφιβίων Επιχειρήσεων.
Συνεχίζοντας στον ΕΣ ποιες πρέπει να είναι κατά την άποψη σας οι ενδεδειγμένες αλλαγές σε επίπεδο δομής δυνάμεων με γνώμονα πως οι διοικητικές παθογένειες είναι πολλές. Ενδεικτικά σας αναφέρω πως αλλού βρίσκονται τα αποβατικά πλοία και αλλού οι πεζοναύτες ή τα ελικόπτερα και οι αεροκίνητες δυνάμεις.
Αναφέρεστε σ’ ένα θέμα το οποίο δυστυχώς έχει χάσει τη στρατιωτική του διάσταση και έχει αναχθεί σε θέμα πολιτικής αντιπαράθεσης, μικροοικονομικών συμφερόντων και θεωρείται «μοχλός» ανάπτυξης για κάποιες περιοχές της χώρας. Ασφαλώς δεν αναφέρομαι στην περιοχή της Θράκης και των νησιών του Αιγαίου.
Σ’ αυτά θα πρέπει να προσθέσουμε επίσης και την παράμετρο της «κλαδικής» προσέγγισης σε κάποια θέματα που άπτονται της Οργάνωσης, της Δομής Διοίκησης και της Επιχειρησιακής Διάταξης των Δυνάμεων.
Για κάποιους πολιτικούς ή τοπικούς παράγοντες η αναστολή υλοποιήσεως σχετικών πολιτικών αποφάσεων που αφορούν στην «περιβόητη» αναδιοργάνωση των Ενόπλων Δυνάμεων και των αναγκαίων μετεγκαταστάσεων μονάδων που τη συνοδεύουν, έχει αναχθεί σε θέμα προσωπικού πολιτικού γοήτρου και ενεργούν δυστυχώς για το προσωπικό και μικροπολιτικό τους συμφέρον μάλλον παρά για την εύρυθμη λειτουργία των Ενόπλων Δυνάμεων.
Θα προτιμούσα, για λόγους ευνόητους, να μην υπεισέλθω σε λεπτομέρειες καθώς και σε θέματα που έχουν σχέση και με την επιχειρησιακή σχεδίαση.
Η ανάμειξη αναρμοδίων σε ένα τόσο σοβαρό θέμα θεωρώ ότι μόνο κακό προκαλεί. Ας φροντίσουν οι αρμόδιοι να απαλλαγεί η διαδικασία από αυτής της μορφής τα «παράσιτα» και να δοθεί η δυνατότητα σ’ αυτούς που έχουν την ευθύνη για την οργάνωση και την επιχειρησιακή διάταξη των Ενόπλων Δυνάμεων να κάνουν το έργο τους.
Σας βεβαιώ ότι γνωρίζουν πολύ καλά τι πρέπει να κάνουν.
Στον τομέα της θητείας ποιο πιστεύετε ότι πρέπει να είναι το ιδανικό χρονικό διάστημα. Αρκούν τα επαγγελματικά στελέχη;
Η διάρκεια της θητείας στις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις αλλά και συγκεκριμένα στο Στρατό Ξηράς αφού εκεί συναντάμε τον όγκο των Οπλιτών Θητείας, ήταν διαχρονικά συνδεδεμένη με την ανάγκη για εκπαίδευση και την προπαρασκευή εκπαιδευμένης εφεδρείας αφενός και αφετέρου με την διατήρηση ενός υψηλού ποσοστού στελέχωσης των μονάδων μας.
Με την ένταξη στο στρατό των Επαγγελματιών Οπλιτών (ΟΠΥ, ΕΠΥ, ΕΠΟΠ, ΟΒΑ κλπ) δόθηκε η δυνατότητα για μείωση της θητείας. Ακολούθως η θητεία εντάχθηκε στα προεκλογικά προγράμματα των πολιτικών κομμάτων και εκεί χάθηκε κάθε ίχνος επιχειρησιακής αντιμετώπισης αυτού του θεσμού, που σημειωτέον αποτελεί και συνταγματική επιταγή. Έτσι με τον πολιτικό ανταγωνισμό σε έξαρση η θητεία έφθασε στους εννέα μήνες.
Προσωπική μου άποψη είναι ότι θητεία μικρότερη των δώδεκα μηνών δεν έχει νόημα και δεν επιτυγχάνει κανέναν από τους στόχους που ανέφερα νωρίτερα.
Πέραν αυτού όμως η διάρκεια από μόνη της δεν λύνει το πρόβλημα. Για να επιτύχει ο θεσμός της στρατιωτικής θητείας θα πρέπει να παρέχονται και οι κατάλληλες συνθήκες για την εκπαίδευση και την επιχειρησιακή αξιοποίηση αυτού του δυναμικού.
Ανέκαθεν ένα μεγάλο μέρος του προσωπικού «καταναλώνεται» για την υλοποίηση των μέτρων ασφαλείας των εγκαταστάσεων (στρατοπέδων, φυλακίων, αποθηκών κλπ), την ασφάλεια των συνόρων και άλλα έργα χρήσιμα μεν εκτός της κυρίας αποστολής του στρατού δε.
Θεωρώ λοιπόν ότι είναι καιρός να επανεξετάσουμε την αξιοποίηση του θεσμού της στρατιωτικής θητείας, να μελετήσουμε τρόπους με τους οποίους θα περιορίσουμε τη σπατάλη του προσωπικού σε «αλλότρια έργα» ώστε να έχουν οι διοικητές διαθέσιμο όλο το προσωπικό τους για την εκτέλεση αποδοτικής επιχειρησιακής εκπαίδευσης,
Σ’ ότι αφορά στο επαγγελματικό προσωπικό (Αξιωματικοί, Μον Υπαξιωματικοί, ΕΜΘ, ΕΠΟΠ, ΟΒΑ κλπ), το πρόβλημα έχει δύο όψεις.
Η πρώτη αφορά στους Αξιωματικούς και Μον Υπαξιωματικούς των οποίων ο αριθμός δεν είναι επαρκής και αυτό οφείλεται κυρίως στη μείωση του αριθμού των εισακτέων στις παραγωγικές σχολές., ερμηνεύοντας, λανθασμένα κατά τη γνώμη μου, τις πρόνοιες των μνημονίων για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης. Είναι ευχάριστο το γεγονός ότι η πολιτική ηγεσία αντιλήφθηκε την κατάσταση και έχει ήδη αποφασισθεί ανάλογη αύξηση για τα επόμενα πέντε έτη.
Η δεύτερη αφορά στις άλλες κατηγορίες των στελεχών, (ΕΜΘ, ΕΠΟΠ, ΟΒΑ κλπ), και ανεξάρτητα με ποιόν τίτλο έχουν προσληφθεί, θα πρέπει αφενός να ενισχυθεί ο αριθμός τους με νέες προσλήψεις, όπως έχει ήδη ανακοινωθεί και αφετέρου θα πρέπει να μελετηθούν και να εξευρεθούν λύσεις για την αντιμετώπιση του θέματος της γήρανσης του προσωπικού. Δεν μπορεί κανείς να εμποδίζει την εξελικτική βιολογική πορεία του ανθρώπου, ωστόσο υπάρχουν πρότυπα και μοντέλα που μπορούν να εφαρμοσθούν και στις Ένοπλες Δυνάμεις ούτως ώστε και μαχητική ικανότητα των μονάδων να διασφαλίζεται αλλά και το προσωπικό που βιολογικά δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του να διοχετεύεται σε άλλους φορείς του δημοσίου και να παρέχεται δυνατότητα διαρκούς ανανέωσης στις Ένοπλες Δυνάμεις.
Επίσης, στη Κύπρο βλέπουμε μια ενεργότερη εφεδρεία. Στην Ελλάδα τείνει να εγκαταλειφθεί. Δεδομένου ότι η πλήρης σύνθεση των μονάδων βασίζεται στην εφεδρεία γιατί παρατηρείται αυτή η εγκατάλειψη;
Είναι γεγονός ότι ο θεσμός της Εφεδρείας στην Κύπρο λειτουργεί με μια εντελώς διαφορετική προσέγγιση και παρά τις όποιες αδυναμίες παρατηρούνται κατά καιρούς τα στοιχεία δείχνουν ότι βρίσκεται κοντά στο επιθυμητό αποτέλεσμα.
Θεωρώ ότι δεν τίθεται θέμα σύγκρισης των δυο θεσμών διότι τα μεγέθη, όλων των συνιστωσών είναι διαφορετικά, η απειλή έχει πιο έντονα χαρακτηριστικά, η επαφή των εφέδρων με το «πρόβλημα» είναι άμεση και η εχθρική απειλή ορατή, ανεξάρτητα σε ποια «γωνιά» των ελεύθερων εδαφών κατοικεί ο Έφεδρος ή και ο Εθνοφύλακας.
Σ’ ότι αφορά στην ελληνική πραγματικότητα, δε θεωρώ ότι έχει εγκαταλειφθεί η εφεδρεία, σίγουρα όμως δεν είναι στο επίπεδο που θα έπρεπε να είναι. Η ποιοτική κατάσταση της εφεδρείας είναι το αποτέλεσμα ή η συνέπεια της μείωσης της θητείας.
Αν στο παραπάνω προσθέσουμε και το γεγονός της μείωση των δαπανών για την περιοδική εκπαίδευση των εφέδρων και την πρόσκληση στις μεγάλες εθνικές ασκήσεις καταλήγουμε στην εικόνα που βλέπουμε σήμερα και δικαιολογημένα ίσως δημιουργεί αυτή την αίσθηση της «εγκατάλειψης».
Η εφεδρεία αποτελεί, όπως είπατε, σημαντικό μέρος της δύναμης που απαιτείται για την υλοποίηση των επιχειρησιακών μας σχεδίων και θα πρέπει να επανεξετασθεί ο θεσμός στη βάση των νέων δεδομένων.
Εκ μέρους του DefenceReview.gr σας ευχαριστούμε για τον χρόνο σας παραθέτοντας μας τη παραπάνω αναλυτική συνέντευξη με πολύ ενδιαφέρουσες πληροφορίες.