Έχουν περάσει 22 χρόνια από την Κρίση στα Ίμια. Χρόνια, τα οποία συνοδεύτηκαν από έντονες διπλωματικές προσπάθειες, μικρά και μεγάλα εξοπλιστικά προγράμματα, χαμένες ευκαιρίες και μια οικονομική κρίση που έχει οδηγήσει στο «στέρεμα» των εξοπλισμών για την Ελλάδα.

Μετά το 1996 η Ελλάδα προχώρησε στην υλοποίηση των ΕΜΠΑΕ (Ενιαίο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Ανάπτυξης & Εκσυγχρονισμού) 1996-2000 και 2001-2005 αντίστοιχα, ενώ το ΕΜΠΑΕ 2006-2015 ακυρώθηκε στην πράξη, λόγω της οικονομικής κρίσης.

Πολλά προγράμματα υλοποιήθηκαν, άλλα ακυρώθηκαν και άλλα μετακύλυσαν για να υλοποιηθούν στο μέλλον, ενώ εκατοντάδες νέα οπλικά συστήματα εντάχθηκαν σε υπηρεσία και άλλα τόσα αποσύρθηκαν.

Το 1996 ο Ελληνικός Στρατός (ΕΣ) διατηρούσε σε υπηρεσία 1.735 άρματα μάχης, όσα δηλαδή του επέτρεπε η Συνθήκη Συμβατικών Δυνάμεων για την Ευρώπη (CFE Treaty : Conventional Forces in Europe Treaty): 77 Leopard-1A5, 170 Leopard-1V1 (έκδοση εφάμιλλη της «A5»), 104 Leopard-1GR (συγκερασμός των εκδόσεων «A3» και «A4»), 312 M-60A3 TTS (Tank Thermal Sight), 357 M-60A1 RISE (Reliability Improvement of Selected Equipment), 396 M-48A5 MOLF (Modular Laser Fire Control) και 319 M-48A5.

Μετά τις διαδοχικές αναθεωρήσεις της δομής δυνάμεων του ΕΣ, σήμερα η Ελλάδα διατηρεί σε υπηρεσία 1.350 άρματα μάχης: 170 Leopard-2HEL, 183 Leopard-2A4, 501 Leopard-1A5, 100 M-60A3 TTS και 396 M-48A5 MOLF.

Συνολικά, από το 1996 μέχρι σήμερα η Ελλάδα έχει προμηθευτεί 777 νέα ή μεταχειρισμένα άρματα μάχης (170 Leopard-2HEL, 183 Leopard-2A4 και 424 Leopard-1A5) και έχει αποσύρει 1.162 (170 Leopard-1V1, 104 Leopard-1GR, 212 M-60A3 TTS, 357 M-60A1 RISE και 319 M-48A5).

Η ανορθόδοξη προσέγγιση της Ελλάδας στον τομέα των αρμάτων μάχης είναι σαφής και ξεκάθαρη: Αδιαφορία για την πλήρη αξιοποίηση των εν υπηρεσία αρμάτων μάχης και δογματική προσήλωση στην αγορά νέων, με πολλαπλάσιο κόστος φυσικά.

Εάν, για παράδειγμα, το 1996 ο ΕΣ αποφάσιζε να μειώσει την οροφή αρμάτων μάχης από τα 1.735 στα 1.350 όπως είναι σήμερα, λογικά θα έπρεπε να αποσύρει τα 319 M-48A5 και 66 Μ-60A1 RISE, ως τα λιγότερο ικανά από τα υπόλοιπα, και να τα αξιοποιήσει, για παράδειγμα, ως ψευδοστόχους στα νησιά ή να τα μετατρέψει σε οχήματα περισυλλογής, γεφυροφόρα ή μηχανικού.

Ομοίως, τα εναπομείναντα, σε υπηρεσία, άρματα θα μπορούσαν να αναβαθμιστούν ως εξής: Τα Leopard-1A5 στο επίπεδο Leopard-1A6 με πυροβόλο των 120 χιλιοστών και νέο Σύστημα Ελέγχου Πυρός (ΣΕΠ), όμως με αύξηση της ισχύος του κινητήρα, καθώς κατά τη διάρκεια των δοκιμών του πρωτότυπου διαπιστώθηκε ότι το άρμα δέχεται δομική καταπόνηση, ως αποτέλεσμα της αύξησης του ολικού βάρους, χωρίς παράλληλη αύξηση της ισχύος του κινητήρα, τα Leopard-1V1 και Leopard-1GR στο επίπεδο Leopard-1A5+ με νέο ΣΕΠ (δυστυχώς από κατασκευής τους δεν έχουν δυνατότητα ενσωμάτωσης πυροβόλου 120 χιλιοστών), τα M-60A3 TTS και τα M-60A1 RISE στο επίπεδο M-60-2000 (της αμερικανικής General Dynamics) ή Μ-60 Sabra (της ισραηλινής IMI) ή M-60 Phoenix (της Ιορδανίας), όλα με πυροβόλο των 120 χιλιοστών.

Σε μια  τέτοια περίπτωση, εκτός από το ότι η εγχώρια αμυντική βιομηχανία θα είχε φόρτο εργασίας για τουλάχιστον 15-20 χρόνια και θα αποκτούσε ανεκτίμητη τεχνογνωσία στον τομέα της αναβάθμισης αρμάτων μάχης, η Ελλάδα θα είχε στο οπλοστάσιο της 680 άρματα μάχης με πυροβόλο των 120 χιλιοστών. Μιλάμε δηλαδή για 16-17 ΕΜΑ με πυροβόλο των 120 χιλιοστών και δυνατότητα μάχης ημέρα και νύχτα, σε στάση ή σε κίνηση. Όλοι οι σχηματισμοί του Δ’ Σώματος Στρατού (Δ’ ΣΣ) θα είχαν άρματα μάχης με πυροβόλο των 120 χιλιοστών.

Ωστόσο προωθήθηκε η επιλογή των Leopard-2HEL, Leopard-2A4 και των επιπλέον Leopard-1A5. Και ορθώς διότι τα Leopard-2HEL είναι από τα κορυφαία, ίσως το κορυφαίο, άρματα μάχης στον κόσμο, ενώ τα Leopard-2A4 είναι νεότερα και σαφώς ικανότερα από τα Leopard-1, τα M-60 και τα M-48. Ακόμα και έτσι όμως, η Ελλάδα απέσυρε και δεν αξιοποίησε περί τα 1.162 πολύτιμα άρματα μάχης (170 Leopard-1V1, 104 Leopard-1GR, 212 M-60A3 TTS, 357 M-60A1 RISE και 319 M-48A5). Πολύτιμα διότι θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν είτε ως οχήματα περισυλλογής, γεφυρωφόρα και μηχανικού ή να μετατραπούν σε βαρέα τεθωρακισμένα οχήματα μάχης και μεταφοράς προσωπικού, σύμφωνα με το πρότυπο του Ισραήλ. Δυστυχώς όμως τίποτα απ’ όλα αυτά δεν έγινε. Άλλη μια χαμένη ευκαιρία.

Leopard-2HEL

Η ιστορία των Leopard-2HEL ξεκινά το 1999 όταν εκφράστηκε επίσημα η απαίτηση για την προμήθεια 246 νέων και σύγχρονων αρμάτων μάχης για τον εξοπλισμό των έξι (6) ΕΜΑ (Επιλαρχία Μέσων Αρμάτων) της 21ης, 23ης και 25ης Τεθωρακισμένης Ταξιαρχίας (ΤΘΤ).

Στην ίδια απαίτηση έγινε λόγος και για δικαίωμα προαίρεσης προμήθειας (option) άλλων 246 αρμάτων μάχης για τον εξοπλισμό (κατά προτεραιότητα): Των δύο (2) ΕΜΑ της 24ης ΤΘΤ, της 50ης ΕΜΑ (οργανικά εντεταγμένη στην 50η Μηχανοκίνητη Ταξιαρχία Πεζικού) και των τριών ΕΜΑ που εξοπλίζουν την Τακτική Διοίκηση/21ο Σύνταγμα Πεζικού, την 3η και την 30η Μηχανοκίνητη Ταξιαρχία Πεζικού (221η, 311η και 16η αντίστοιχα).

Το πρόγραμμα είχε ενταχθεί στο ΕΜΠΑΕ 1996-2000 με προϋπολογισμένο κονδύλι 550.000.000.000 δραχμές. Τελικά, ο αριθμός των υπό προμήθεια αρμάτων μάχης μειώθηκε στα 170 προκειμένου να μην υπάρξει υπέρβαση στο προϋπολογισμένο κονδύλι, δεδομένου η καλύτερη και βέλτιστη προσφορά KMW για 246 Leopard-2A6 ήταν 851.875.000.000 δραχμές.

Τελικά, η σύμβαση για την προμήθεια των 170 Leopard-2HEL υπογράφηκε τον Μάρτιο του 2003 και ήταν ύψους € 1.726.925.641. Εκτός από τα 170 Leopard-2HEL η συνολική δαπάνη αφορούσε και στην προμήθεια 12 αρμάτων περισυλλογής Büffel, καθώς και στην εγκατάσταση οκτώ (8) γεφυρών Leguan σε ισάριθμα Leopard-1GR.

Σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης, τα 30 από τα 170 Leopard-2HEL θα κατασκευάζονταν στη Γερμανία, ενώ τα υπόλοιπα στην Ελλάδα. Το πρωτότυπο άρμα εξήλθε της γερμανικής γραμμής παραγωγής τον Μάιο του 2005 για τις προβλεπόμενες δοκιμές αποδοχής, οι οποίες ξεκίνησαν τον Οκτώβριο του 2005 και ολοκληρώθηκαν τον Μάιο του 2006, με απόλυτη επιτυχία. Το πρώτο άρμα μάχης παραγωγής (δεύτερο του προγράμματος) παραδόθηκε στον ΕΣ τον Απρίλιο του 2006 από τη γερμανική γραμμή παραγωγής.

Το Σεπτέμβριο του 2006 πραγματοποιήθηκαν στη Γερμανία 33 προβλεπόμενες δοκιμαστικές βολές κατά ενός, τυχαία επιλεγμένου, πύργου μάχης (η σύμβαση του 2003 προέβλεπε την κατασκευή 171 πύργων μάχης, εκ των οποίων ο ένας θα χρησίμευε ως πύργος δοκιμών για την αξιολόγηση της θωράκισης του).

Κατά τη διάρκεια των δοκιμών, δύο από τις βολές διαπέρασαν τη θωράκιση, στο δεξιό τμήμα του πύργου, εκεί όπου βρίσκεται το θερμικό περισκόπιο του πυροβολητή, με αποτέλεσμα ο ΕΣ να αρνηθεί την παραλαβή τα οκτώ ήδη έτοιμων μάχης.

Την ίδια περίοδο προέκυψε και ένα οικονομικό ζήτημα, λόγω της απρονοησίας της ελληνικής πλευράς να μην συμπεριλάβει, στη συνολική δαπάνη της σύμβασης, τις πληρωμές ΦΠΑ ύψους € 260.000.000 περίπου, οι οποίες αναλογούσαν στις εργασίες κατασκευής των 140 άρματα μάχης στην Ελλάδα.

Το πρόβλημα της θωράκισης επιλύθηκε το καλοκαίρι του 2006 με την τοποθέτηση ενός επιπλέον στρώματος θωράκισης, βάρους 192 κιλών, στο τμήμα μπροστά από το θερμικό περισκόπιο του πυροβολητή και με την αντικατάσταση του αλουμινένιου πλαισίου της θυρίδας οροφής του αρχηγού πληρώματος.

Ακολούθησαν νέες βλητικές δοκιμές, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν τον Απρίλιο του 2007 και ήταν απολύτως επιτυχείς, με αποτέλεσμα, τον Οκτώβριο του 2007, να υπογραφούν τα πρωτόκολλα παραλαβής 25 έτοιμων αρμάτων μάχης.

Ομοίως, το οικονομικό ζήτημα διευθετήθηκε τον Οκτώβριο του 2007 με την έναρξη της σταδιακής απόδοσης του ΦΠΑ στο Ελληνικό Δημόσιο. Έτσι, το 2008 οι παραδόσεις επιταχύνθηκαν και ολοκληρώθηκαν το Σεπτέμβριο του 2009.

Εντωμεταξύ, τον Οκτώβριο του 2008, ένας γεμιστής, στη διάρκεια άσκησης, ανακάλυψε τυχαία τριχοειδείς ρωγμές στην περιοχή των θυρίδων στην οροφή του πύργου.

Αμέσως πραγματοποιήθηκε λεπτομερείς επιθεώρηση όλων των εν υπηρεσία Leopard-2HEL. Η επιθεώρηση διαπίστωσε παρόμοιες ρωγμές σε 68 άρματα μάχη. Για να μην διαταραχθεί πάλι το όλο χρονοδιάγραμμα παραλαβών αποφασίστηκε να συνεχιστούν κανονικά οι παραλαβές, αλλά να μην υπογραφούν τα πρωτόκολλα οριστικής παραλαβής μέχρι την επίλυση του προβλήματος.

Τον Δεκέμβριο του 2009 το πόρισμα της KMW κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το πρόβλημα θα επιλυθεί με τη χρήση βιομηχανικής ρητίνης στα σημεία των ρωγμών και με την τοποθέτηση ενισχυτικού δακτυλίου στο επάνω μέρος του πύργου, στην περιοχή γύρω από τη θυρίδα του γεμιστή, εργασίες που εφαρμόστηκαν σ’ ολόκληρο το στόλο των Leopard-2HEL.

Τέλος, τον Ιούλιο του 2011 προέκυψε θέμα αποφλοιώσεως στο κοίλο της κάνης κάποιων Leopard-2HEL, το οποίο αντιμετωπίστηκε με την τροποποίηση του προγράμματος συντήρησης της κάνης.

Τα 183 Leopard-2A4 αποκτήθηκαν, από τα γερμανικά αποθέματα, στο πλαίσιο της «ενδιάμεσης λύσης» του προγράμματος των Leopard-2HEL. Η σχετική σύμβαση, ύψους € 280.018.240, υπογράφηκε τον Αύγουστο του 2005. Σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης τα 130 Leopard-2A4 θα επιθεωρούνταν, συντηρούνταν και θα επισκευάζονταν στη Γερμανία, ενώ τα υπόλοιπα στην Ελλάδα.

Οι παραδώσεις των 130 Leopard-2A4, που επιθεωρήθηκαν στη Γερμανία, ξεκίνησαν τον Οκτώβριο του 2005 και ολοκληρώθηκαν τον Απρίλιο του 2007. Τα υπόλοιπα 53 Leopard-2A4 παρελήφθησαν τον Φεβρουάριο του 2007, αλλά η εργοστασιακή τους επιθεώρηση ξεκίνησε μόλις το καλοκαίρι του 2008 με τα πρώτα Leopard-2A4 να παραδίδονται στον ΕΣ τον Ιούλιο του 2009 (οι παραδόσεις ολοκληρώθηκαν στις αρχές του 2012).

Τον Μάιο του 2007 αποφασίστηκε η προμήθεια 26 επιπλέον Leopard-2A4, εκ των οποίων τα 13 θα χρησιμοποιούνταν ως πηγή άντλησης ανταλλακτικών, ενώ τα υπόλοιπα 13 θα αντικαθιστούσαν ισάριθμα Leopard-1A5 της 3ης Ίλης Μέσων Αρμάτων της 32ης Ταξιαρχίας Πεζοναυτών.

Δυστυχώς όμως η χώρα μας πελαγοδρόμησε για μια ακόμα φορά με αποτέλεσμα, τον Ιούνιο του 2009, η Γερμανία να ενημερώσει την Ελλάδα ότι τα 26 Leopard-2A4 δεν ήταν πλέον διαθέσιμα καθώς διατέθηκαν σε άλλη χώρα!

Σαν να μην έφτανε αυτό, ενώ η Ελλάδα διαπραγματευόταν με τη Γερμανία το πλαίσιο της «ενδιάμεσης λύσης», δηλαδή ενώ η χώρα μας είχε τη χρυσή ευκαιρία να «σκουπίσει» τα τελευταία γερμανικά αποθέματα των Leopard-2A4, ήρθε η Τουρκία και κινήθηκε ταχύτατα, εκεί που η Ελλάδα πελαγοδρομούσε.

Έτσι, το Νοέμβριο του 2005 υπογράφηκε σύμβαση, ύψους € 365.000.000, για την προμήθεια 298 Leopard-2A4 από τα γερμανικά αποθέματα (οι σχετικές εργασίες επιθεώρησης, συντήρησης και επισκευής πραγματοποιήθηκαν στην Τουρκία). Οι παραδώσεις ξεκίνησαν τον Ιούλιο του 2006 και ολοκληρώθηκαν το 2008.

Λίγο αργότερα, τον Μάρτιο του 2010, υπογράφηκε νέα σύμβαση για την προμήθεια 56 επιπλέον Leopard-2A4, οι παραδόσεις των οποίων ξεκίνησαν το 2011 και ολοκληρώθηκαν το 2012. Πάλι απούσα η Ελλάδα.

Το ερώτημα είναι τι μπορεί να γίνει από εδώ και πέρα για την Ελλάδα, δεδομένου ότι η γερμανική «δεξαμενή» των Leopard-2 έχει «στερέψει» και η αμερικανική προσφορά για M-1 Abrams απορρίφθηκε; Η απάντηση είναι πλήρης αξιοποίηση των εν υπηρεσία αρμάτων μάχης με εφαρμογή προγραμμάτων ριζικής αναβάθμισης από την ελληνική αμυντική βιομηχανία και σε βάθος 10-15 ετών.

Όχι ότι ένα άρμα μάχης 2ης γενιάς, όπως είναι το Leopard-1, μπορεί να γίνει το ίδιο με ένα άρμα μάχης 3ης γενιάς, όπως είναι το Leopard-2. Ωστόσο, σ’ ολόκληρο τον κόσμο, χώρες που διαθέτουν πολλά άρματα μάχης 2ης γενιάς στο οπλοστάσιο τους δεν αγοράζουν πλέον καινούργια, αλλά αναβαθμίζουν τα παλιά και τα καθιστούν, μέσω προγραμμάτων ριζικής αναβάθμισης, σε άρματα εφάμιλλα αυτών της 3ης γενιάς με την εγκατάσταση πυροβόλου διαμετρήματος 120 χιλιοστών, νέου ΣΕΠ και σκοπευτικών, επιπλέον θωράκισης, ακόμα και με ενεργητικό σύστημα αυτοπροστασίας, με κόστος στο 1/3 της τιμής ενός νέου άρματος μάχης.

Δίνουν δουλειά στην εγχώρια αμυντική βιομηχανία, αποκτούν γνώση και χρόνο 15-20 ετών για να προγραμματίσουν με ασφάλεια το μέλλον. Δεν είναι τυχαίο που οι μεγάλες αμυντικές βιομηχανίες δεν αναπτύσσουν νέα άρματα μάχης, αλλά επενδύουν στην συνεχή αναβάθμιση των εν υπηρεσία αρμάτων μάχης 3ης γενιάς (με εξαίρεση τη Ρωσία η οποία πρόσφατα ενέταξε σε υπηρεσία τα Armata).

Οι Αμερικανοί, για παράδειγμα, αναπτύσσουν την έκδοση M-1A3 του Abrams, οι Γερμανοί έχουν ήδη αναπτύξει την έκδοση Leopard-2A7+, οι Ισραηλινοί την έκδοση Merkava Mk.4, οι Γάλλοι την έκδοση Séries XXI του AMX-56 Leclerc κ.ά. Κανείς δεν αναπτύσσει νέας γενιάς άρματα μάχης. Όλοι μετατρέπουν τα παλαιά άρματα σε νέα.

Leopard-2A4

Πρώτη η Γερμανία, στα τέλη της δεκαετίας του 1990, αντιλήφθηκε τις αδυναμίες των Leopard-2A4, ως αποτέλεσμα της διαδικασίας ανάπτυξης της έκδοσης Leopard-2A5. Τότε διαπιστώθηκαν οι αδυναμίες ενός άρματος μάχης, το οποίο τέθηκε σε παραγωγή το 1985, δηλαδή πριν από 33 χρόνια.

Η πρώτη και άμεση προσέγγιση της Γερμανίας ήταν η υιοθέτηση ενός σχετικά φτηνού προγράμματος αναβάθμισης των Leopard-2A4 στο επίπεδο Leopard-2A5 με επιπλέον εξωτερική θωράκιση και εσωτερική προστασία για το πλήρωμα, εγκατάσταση νέου συστήματος σταθεροποίησης του πυροβόλου και νέου ηλεκτρικού μηχανισμού ελέγχου του πυροβόλου, αναβάθμιση του περισκοπίου του αρχηγού πληρώματος PERI-R17 στο επίπεδο PERI-R17A2/TIM με την προσθήκη δυνατότητας θερμικής απεικόνισης και επιπλέον θωρακισμένη προστασία για τα εκτεθειμένα τμήματα του συστήματος ελέγχου πυρός EMES-15.

Το συγκεκριμένο πακέτο αναβάθμισης, το οποίο υιοθέτησαν αρκετές χώρας, έπαψε να είναι διαθέσιμο το 2005 όταν αναπτύχθηκε η έκδοση Leopard-2A6, η οποία αποτέλεσε τον «οδικό χάρτη» ανάπτυξης των νεότερων εκδόσεων Leopard-2A7 και Leopard-2A7+ από το 2010 και μετά.

Οι σύγχρονες τεχνολογίες που ενσωματώνουν οι εκδόσεις Leopard-2A6/-2A7/-2A7+, σε συνδυασμό με τον μεγάλο αριθμό Leopard-2A4 σε υπηρεσία ανά τον κόσμο οδήγησε τις γερμανικές εταιρίες IBD και Rheinmetall στην ανάπτυξη πακέτων εκτεταμένης αναβάθμισης των Leopard-2A4.

Η IBD ανέπτυξε την έκδοση Evolution, η οποία αφορά αποκλειστικά και μόνο στην ενίσχυση της θωράκισης του άρματος μάχης (άλλωστε η IBD εξειδικεύεται στην ανάπτυξη και παραγωγή θωρακίσεων αρμάτων μάχης).

Λίγο αργότερα, το 2007, η Rheinmetall ανάπτυξε την έκδοση Revolution, η οποία είναι μια πρόταση εκτεταμένης αναβάθμισης του Leopard-2A4.

To 2012 η Rheinmetall παρουσίασε το πακέτο αναβάθμισης Evolution-2, το οποίο αφορά στις νεότερες εκδόσεις Leopard-2A5/-2A6, ενώ το 2014 η IBD παρουσίασε το πακέτο αναβάθμισης ESPACE (Enhanced Survivability Package Advanced Combat Environment), το οποίο αποτελεί εξέλιξη της έκδοσης Evolution και προσφέρει ολόπλευρη προστασία στο άρμα μάχης.

Τέλος, το 2016 η Rheinmetall παρουσίασε το πακέτο αναβάθμισης MBT Advanced Technology Demonstrator, το οποίο αποτελεί εξέλιξη της έκδοσης Revolution και αναβαθμίζει τα Leopard-2A4 σε επίπεδο κοντά στο επίπεδο των Leopard-2A7+.

Στην έκδοση Evolution το κύριο συστατικό του προγράμματος αναβάθμισης είναι η υιοθέτηση της σπονδυλωτής θωράκισης AMAP (Advanced Modular Armor Protection) της IBD. Η θωράκιση AMAP έχει αναπτυχθεί σε πολλές διαφορετικές διαμορφώσεις ανάλογα με τις απαιτήσεις και τις ανάγκες του πελάτη (AMAP-ADS, AMAP-B, AMAP-IED, AMAP-M, AMAP-SC, AMAP-R, AMAP-L).

Πρόκειται για συνθετική θωράκιση αποτελούμενη από ένα κράμα αλουμινίου-τιτανίου, χάλυβα και κεραμικών υλικών. Στο πακέτο Evolution η θωράκιση καλύπτει το εμπρός μισό τόξο και την οροφή, δηλαδή τα ποιο ευάλωτα σημεία του άρματος.

Επικουρικά μπορεί να τοποθετηθεί και προστασία δαπέδου για μεγαλύτερη αντιναρκική προστασίας, καθώς και το καπνογόνο σύστημα ROSY (Rapid Obscuring System) της Rheinmetall για αυξημένη παθητική προστασία.

Μέχρι σήμερα το πακέτο Evolution έχει επιλεγεί από την Ινδονησία και τη Σιγκαπούρη. Η Σιγκαπούρη αγόρασε 126 Leopard-2A4 (το 2006), εκ των οποίων 30 χρησιμοποιούνται ως πηγή άντλησης ανταλλακτικών, ενώ τα 96 έχουν αναβαθμιστεί με τη συλλογή αναβάθμισης Evolution (Leopard-2SG).

Η Ινδονησία απέκτησε 103 Leopard-2A4, εκ των οποίων 63 έχουν αναβαθμίσει στο επίπεδο Leopard-2IR με την ενσωμάτωση θωράκιση AMAP-B και ορισμένες άλλες βελτιώσεις (εγκατάσταση κλιματιστικού συστήματος, αντικατάσταση του υδραυλικού συστήματος περιστροφής του πύργου με ηλεκτρικό και βελτίωση του συστήματος ελέγχου πυρός). Το ινδονησιακό πρόγραμμα ξεκίνησε το 2014 και ολοκληρώθηκε το 2017.

Το κόστος των προγραμμάτων διαφέρει ανάλογα με την επιλογή. Σύμφωνα με δημοσιογραφικές πηγές της Σιγκαπούρης και της Ινδονησίας το πακέτο Evolution κοστίζει περί τα € 700.000 ανά άρμα μάχης (ίδιο κόστος έχει και το πρόγραμμα αναβάθμισης ενός Leopard-2A4 στο επίπεδο Leopard-2A5).

Τα πακέτα Revolution και ESPACE κοστίζουν περί το € 1.170.000 ανά άρμα μάχης, ενώ το πακέτο Evolution 2 κοστίζει περί το € 1.875.000 ανά άρμα μάχης (ίδιο κόστος έχει και το πακέτο αναβάθμισης ενός Leopard-2A4 στο επίπεδο Leopard-2A6).

Τέλος, το πακέτο MBT Advanced Technology Demonstrator κοστίζει περί τα € 3.750.000 ανά άρμα μάχης. Σε γενικές γραμμές τα κόστη δεν είναι απαγορευτικά αν σκεφτεί κανείς ότι ένα νέο Leopard-2A7+ κοστίζει περί τα € 9.000.000 τη στιγμή που η αναβάθμιση ενός Leopard-2A4 στο κοντινότερο δυνατό επίπεδο σε σχέση με το Leopard-2A7+ κοστίζει € 3.750.000 περίπου!

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι ένα πρόγραμμα αναβάθμισης 170 Leopard-2HEL και 183 Leopard-2A4 στο επίπεδο Leopard-2A7+ θα κοστίσει περίπου € 1 δισεκατομμύριο Φυσικά πρόκειται για μεγάλο ποσό. Ωστόσο, μια διακρατική συμφωνία με την κυβέρνηση της Γερμανίας, όπως έγινε με την κυβέρνηση των ΗΠΑ για το πρόγραμμα αναβάθμισης των P-3 Orion, σε συνδυασμό με την επέκταση του προγράμματος για δέκα χρόνια θα μπορούσε να αποτελέσει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία αναβάθμισης της «αιχμής του δόρατος» του Όπλου των Τεθωρακισμένων και εξισορρόπησης της μελλοντικής απειλής που ακούει στο όνομα «Altay».

Ως προς τα Leopard-1, για την Ελλάδα, το Leopard-1A5 αποτελεί τον κύριο κορμό των Τεθωρακισμένων με συνολικά 501 μονάδες σε υπηρεσία. Στην έκδοση «A5» (τα πρώτα άρματα άρχισαν να παραδίδονται στον Γερμανικό Στρατό το 1987, προέκυψαν από αναβάθμιση Leopard-1 παλαιότερων εκδόσεων), το Leopard-1 ενσωματώνει τροποποιημένο πύργο μάχης με βελτιωμένη εσωτερική εργονομία προκειμένου να είναι εφικτή η εγκατάσταση του προβλεπόμενου επιπλέον εξοπλισμού.

Επιπλέον οι εργονομικές παρεμβολές στον πύργο είχαν ως αποτέλεσμα να μετακινηθούν περισσότερα πυρομαχικά σε μέρος εγγύτερα του πυροβολητή έτσι ώστε να μειωθεί ο χρόνος μεταξύ δύο βολών, άρα ο χρόνος αντίδρασης του άρματος (στις προηγούμενες εκδόσεις τα πυρομαχικά ήταν τοποθετημένα στο αριστερό μέρος του οδηγού).

Η πραγματική όμως καινοτομία του τροποποιημένου πύργου είναι ότι έχει σχεδιαστεί έτσι ώστε εργονομικά να μπορεί να δεχθεί το πυροβόλο διαμετρήματος 120 χιλιοστών των Leopard-2. Η έκδοση του Leopard-1A5 με πυροβόλο των 120 χιλιοστών και επιπλέον συνθετική θωράκιση ονομάστηκε Leopard-1A6, αναπτύχθηκε μεν, αλλά ποτέ δεν τέθηκε σε παραγωγή (ίσως λόγω της καταπόνησης που δεχόταν το άρμα από την αύξηση του ολικού βάρους, χωρίς παράλληλη αύξηση της ισχύος του κινητήρα).

Leopard-1A6

Στην έκδοση Leopard-1A5 το άρμα ενσωματώνει το Συστήματος Ελέγχου Πυρός (ΣΕΠ) EMES-18, το οποίο αποτελεί εξέλιξη του EMES-15 των Leopard-2. Η υιοθέτηση του EMES-18 επιτρέπει στο Leopard-1A5 τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί πυρομαχικά APFSDS (Amour-Piercing Fin-Stabilized Discarding Sabot).

Πέραν της ενίσχυσης της μαχητικής ισχύος, το Leopard-1A5 ενισχύθηκε και με επιπλέον σπονδυλωτή θωράκιση LAP (Lexan Armored Plates) αλεξίσφαιρων υαλοπινάκων, η οποία είναι τοποθετημένη εσωτερικά της εργοστασιακής θωράκισης (19-21,7 χιλιοστά ατσάλι και 10-70 χιλιοστά ομογενοποιημένου χάλυβα).

Συνολικά η Ελλάδα έχει παραλάβει 551 Leopard-1A5, εκ των οποία 50 έχουν χρησιμοποιηθεί ως πηγή άντλησης ανταλλακτικών. Συγκεκριμένα:

To Φεβρουάριο του 1989, στο πλαίσιο των αντισταθμιστικών οφελών για το πρόγραμμα ναυπήγησης των τεσσάρων φρεγατών MEKO-200HN Mod.3, παραχωρήθηκαν από τη Γερμανία 75 Leopard-1A5, τα οποία παρελήφθησαν την περίοδο 1993-1994 (54 το 1993 και 21 το 1994). Θα πρέπει να σημειωθεί ότι πριν παραδοθούν στην Ελλάδα, τους αφαιρέθηκε το θερμικό περισκόπιο του πυροβολητή (Peri R-12), για να εγκατασταθεί, εκ νέου, την περίοδο 1996-1998, με εθνικά κονδύλια.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, αποφασίστηκε η δωρεάν παραχώρηση από την Ολλανδία δύο Leopard-1A5 (Leopard-1V2 σε ολλανδική υπηρεσία) τα οποία ήταν τα δύο πρωτότυπα άρματα μάχης του προγράμματος αναβάθμισης των 468 ολλανδικών Leopard-1V1 στο επίπεδο Leopard-1V2 (εφάμιλλο των Leopard-1A5), το οποίο τελικά ακυρώθηκε. Η παράδοση των δύο Leopard-1A5 έγινε το 1993.

Τον Απρίλιο του 1998, υπογράφηκε σύμβαση ύψους 5.100.000.000 δραχμών, για την αγορά 170 Leopard-1A5, στο πλαίσιο των αντισταθμιστικών οφελών του προγράμματος αναβάθμισης των 39 F-4E Phantom Ακολούθησε, τον Αύγουστο του 1998, η υπογραφή σύμβασης, ύψους 13.600.000.000 δραχμών, για την εργοστασιακή επιθεώρηση, συντήρηση και επισκευή τους. Οι παραδώσεις ξεκίνησαν τον Οκτώβριο του 1998 και ολοκληρώθηκαν το Δεκέμβριο του 2000.

Τον Απρίλιο του 2000 υπογράφηκε σύμβαση για την προμήθεια 22 Leopard-1A5, οι παραδόσεις των οποίων ολοκληρώθηκαν το Σεπτέμβριο του 2002, αφού πρώτα υπέστησαν εργοστασιακή επιθεώρηση, συντήρηση και επισκευή στη Γερμανία. Εξ’ αυτών τα 13 έχουν ενταχθεί σε υπηρεσία από την 3η Ίλη Μέσων Αρμάτων (3η ΙΜΑ) της 32ης Ταξιαρχίας Πεζοναυτών (32η ΤΠΝ).

Στη σύμβαση του Μαρτίου 2003, για την προμήθεια των 170 Leopard-2HEL, προβλέφθηκε, ως αντισταθμιστικό όφελος, με κόστος € 64.800.000, η αγορά 82 Leopard-1A5, τα οποία άρχισαν να παραλαμβάνονται τον Οκτώβριο του 2003, ενώ η εργοστασιακή τους επιθεώρηση, συντήρηση και επισκευή, που ξεκίνησε το 2005 και ολοκληρώθηκε στα μέσα του 2006.

Τον Αύγουστο του 2005, στο πλαίσιο της λεγόμενης «ενδιάμεσης λύσης» του προγράμματος προμήθεια των 170 Leopard-2HEL, αγοράστηκαν, έναντι του ποσού των € 280.018.240, 183 Leopard-2A4 και 175 Leopard-1A5, εκ των οποίων 25 χρησιμοποιήθηκαν ως πηγή άντλησης ανταλλακτικών. Τα Leopard-1A5 άρχισαν να παραλαμβάνονται στα μέσα του 2006, αλλά η εργοστασιακή τους επιθεώρηση, συντήρηση και επισκευή ξεκίνησε μόλις τον Οκτώβριο του 2008 και ολοκληρώθηκε το 2009. Εντωμεταξύ, τον Οκτώβριο του 2007 υπογράφηκε συμπληρωματική, ως προς τη σύμβαση του 2005, σύμβαση για την προμήθεια 25 επιπλέον Leopard-1A5, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν ως πηγή άντλησης ανταλλακτικών.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι Ελλάδα έχει παραλάβει και άλλα 304 άρματα μάχης της οικογένειας Leopard-1 προγενέστερων εκδόσεων, τα περισσότερα από τα οποία έχουν αποσυρθεί από την υπηρεσία, ενώ κάποια έχουν μετασκευαστεί σε οχήματα άρσης ναρκοπεδίου ή γεφυροφόρα οχήματα.

Συγκεκριμένα, το 1981 ο ΕΣ προχώρησε στην προμήθεια 104 Leopard-1GR συν δύο εκπαιδευτικών (οδήγησης) και τεσσάρων αρμάτων περισυλλογής. Τα Leopard-1GR είναι ένας συγκερασμός των εκδόσεων Leopard-1A3 και Leopard-1A4. Πρόκειται για Leopard-1A3 αλλά με το ΣΕΠ EMES-12A3 (χωρίς το σταθεροποιούμενο πανοραμικό περισκόπιο Peri R12 του αρχηγού πληρώματος) και το σύστημα νυχτερινής παθητικής σκόπευσης PZB-200. Η παράδοσή τους ξεκίνησε τον Φεβρουάριο του 1983 και ολοκληρώθηκε τον Απρίλιο του 1984.

Το 1992 αποκτήθηκαν από την Ολλανδία, στο πλαίσιο της εφαρμογής της Συνθήκης CFE, 170 Leopard-1V1, μια βελτιωμένη έκδοση του Leopard-1A4 (V : Verbeterd : Βελτιωμένο), εξοπλισμένη με το ΣΕΠ EMES-12A3 AFSL-2 (χωρίς το θερμικό σύστημα νυχτερινής παρατήρησης). Το 1996 αγοράστηκαν από την Ολλανδία άλλα 30 Leopard-1V1, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν ως πηγή άντλησης ανταλλακτικών.

Συνολικά λοιπόν η Ελλάδα έχει παραλάβει 855 άρματα μάχης Leopard-1, εκ των οποίων 80 έχουν χρησιμοποιηθεί ως πηγή άντλησης ανταλλακτικών και 274 έχουν αποσυρθεί από την ενεργό υπηρεσία ή μετασκευαστεί. Δυστυχώς η πλήρης απουσία μακρόχρονου σχεδιασμού έχει «αφήσει» τα Leopard-1 στη μοίρα τους, ενώ θα μπορούσαν να αναβαθμιστούν, μερικώς ή ριζικώς, δεδομένου ότι:

Είναι άρματα μάχης, τα οποία, παρά την ηλικία τους, μπορούν να αναβαθμιστούν και να εκσυγχρονιστούν με στόχο την παραμονή τους σε υπηρεσία για άλλα 15-20 χρόνια. Για παράδειγμα, για τα αμερικανικά M-60A1 και M-60A3, τα οποία εντάχθηκαν σε υπηρεσία το 1960 και το 1978, αντίστοιχα, έχουν αναπτυχθεί τα πακέτα ριζικής αναβάθμισης M-60-2000/120S (ΗΠΑ), M-60 Sabra (Ισραήλ) και Phoenix (Ιορδανία), όλα τους με κύριο πυροβόλο διαμετρήματος 120 χιλιοστών, επιπλέον θωράκιση και νέο ΣΕΠ.

Ο πύργος των Leopard-1A5 είναι ανοικτής αρχιτεκτονικής, έτσι ώστε να μπορεί να αναβαθμιστεί ανάλογα με τις απαιτήσεις του χρήστη με πυροβόλο των 120 χιλιοστών ή διατήρηση του πυροβόλου των 105 χιλιοστών.

Σύμφωνα με το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας και το 304 ΠΕΒ (Προκεχωρημένο Εργοστάσιο Βάσης) το κόστος αναβάθμισης ενός Leopard-1A5 στο επίπεδο Leopard-1A5+ χωρίς δηλαδή την υιοθέτηση πυροβόλου των 120 χιλιοστών αλλά με πλήρη ανακατασκευή του άρματος, την τοποθέτηση του ΣΕΠ EMES-18 με θερμικά περισκόπια Ophelios και την εγκατάσταση ανεξάρτητου θερμικού περισκοπίου για τον αρχηγό πληρώματος πέραν του υπάρχοντος για τον πυροβολητή (δηλαδή πλήρης δυνατότητα «Hunter–Killer» ημέρα και νύκτα, κάτι που διαθέτουν μόνο οι τελευταίες εκδόσεις των αρμάτων 3ης γενιάς) ήταν της τάξεως των € 950.000 ανά άρμα μάχης, σε τιμές του 2001.

Άρα, με αναγωγή πληθωρισμού στο 2018 το κόστος σήμερα θα πρέπει να είναι περί τα € 1.345.000 ανά άρμα μάχης. Οι τιμές αυτές προκύπτουν από το γεγονός ότι το 2001, στο πλαίσιο του ΕΜΠΑΕ 2001-2005, είχε εξεταστεί η υιοθέτηση του πακέτου αναβάθμισης Leopard-1A5+ σε 104 Leopard-1A4GR και σε 120 από τα 170 Leopard-1V1 με συνολικό κόστος € 213.000.000. Τελικά όμως το πρόγραμμα, αρχικά, μεταφέρθηκε προς υλοποίηση στο ΕΜΠΑΕ 2006-2010 (με απόφαση του 2003, λόγω της προμήθειας των 170 Leopard-2HEL και των 82 Leopard-1A5) και ακυρώθηκε οριστικά το 2005 (λόγω της προμήθειας των 183 Leopard-2A4 και των 175 Leopard-1A5).

Σ’ ένα άλλο παράδειγμα κόστους, το 2000 ο Καναδάς αποφάσισε την αναβάθμιση 114 Leopard C1 (Leopard-1A3) στο επίπεδο C2 (με το ΣΕΠ EMES-18 και θερμικά περισκόπια) με συνολικό κόστος € 93.300.000 (€ 818.500 ανά άρμα). Συνεπώς, εάν τα 104 Leopard-1A4GR και τα 170 Leopard-1V1 δεν αποσύρονταν τόσο επιπόλαια και παρέμεναν σε υπηρεσία ως Leopard-1A5+ το κόστος του προγράμματος θα κόστιζε σήμερα περί τα $ 368.500.000 για τον εξοπλισμό έξι (6) ΕΜΑ, όσες δηλαδή βρίσκονται στην ΑΣΔΕΝ.

Από την άλλη πλευρά, το κόστος αναβάθμισης ενός Leopard-1A5 στο επίπεδο Leopard-1A6 (δηλαδή το πακέτο Leopard-1A5+ συν το πυροβόλο L-44 των 120 χιλιοστών, συν την αύξηση της ισχύος του κινητήρα για να μειωθεί η δομική καταπόνηση του άρματος, λόγω της αύξησης του ολικού βάρους) είναι σαφώς ποιο ακριβό πρόγραμμα: Τουλάχιστον $ 2.250.000 ανά άρμα μάχης (τιμές 2004), σύμφωνα με επίσημη ανακοίνωση της KMW.

Leopard-1A5

Με αναγωγή πληθωρισμού στο 2018 το κόστος σήμερα θα πρέπει να είναι περί τα $ 2.984.000 ανά άρμα μάχης. Συνεπώς η αναβάθμισης των 501 Leopard-1A5 του ΕΣ στο επίπεδο Leopard-1A6 θα κόστιζε σήμερα γύρο στα $ 1.495.000.000. Ομοίως, η αναβάθμιση τους στο επίπεδο Leopard-1A5+ θα κόστιζε γύρο στα $ 674.000.000.

Σίγουρα, και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για ένα μεγάλο ποσό, το οποίο δεν μπορεί να δαπανηθεί από την Ελλάδα με τα σημερινά οικονομικά δεδομένα. Όμως είναι δύο εναλλακτικές λύσεις τις οποίες πιστεύουμε ότι ο ΕΣ θα πρέπει να εξετάσει πολύ σοβαρά και με μακροπρόθεσμο σχεδιασμό, δεδομένου ότι τα Leopard-1A5 αναμένεται να παραμείνουν σε υπηρεσία για πολλά χρόνια ακόμα. Η αναβάθμιση τους, ιδιαίτερα στο επίπεδο Leopard-1A6, θα δημιουργούσε μια νέα πολυετή δυναμική στο Όπλο των Τεθωρακισμένων με 854 άρματα μάχης εξοπλισμένα με πυροβόλο διαμετρήματος 120 χιλιοστών και ικανότητα μάχης ημέρα και νύχτα!

Ελλάδα και Τουρκία διαθέτουν σήμερα 877 άρματα μάχης με πυροβόλο 120 χιλιοστών, εκ των οποίων 353 η Ελλάδα (170 Leopard-2HEL και 183 Leopard-2A4) και 524 η Τουρκία (354 Leopard-2A4 και 170 M-60T).

Αν και σε ποσοτικό επίπεδο η Τουρκία διατηρεί το πλεονέκτημα (αναλογία 1,48 : 1), σε ποιοτικό επίπεδο η Ελλάδα είναι αυτή που έχει το πλεονέκτημα με τα 170 Leopard-2HEL, το οποίο παραμένει ένα από τα ισχυρότερα και ικανότερα άρματα μάχης στον κόσμο.

Μείζων παραμένει το θέμα της προμήθειας σύγχρονων πυρομαχικών, παρά τις κατά καιρούς κινήσεις ενίσχυσης του αποθέματος πυρομαχικών των 120mm. Η τελευταία σύμβαση υπογράφηκε τον Αύγουστο του 2014 (ύψους € 52.280.000) για την προμήθεια 12.000 πυρομαχικών, εκ των οποίων 3.000 DM-12A2 (€ 2.625.000), 7.500 DM-63 και 1.500 DM-63A1 (€ 47.655.000). Η ίδια σύμβαση προέβλεπε και την εκτέλεση εργασιών πιστοποίησης των πυρομαχικών στο ΣΕΠ (Σύστημα Ελέγχου Πυρός) των Leopard-2A4 (με κόστος € 2.000.000). Τα DM-12A2 και DM-63 παραδόθηκαν στα τέλη του 2014, ενώ οι παραδόσεις των DM-63A1 ολοκληρώθηκαν τον Ιούνιο του 2016 (πραγματοποιήθηκαν την περίοδο 2015-2016 σε τρεις παρτίδες, αφού πρώτα έπρεπε να εισαχθούν τα βλητικά δεδομένα στους υπολογιστές των Leopard-2A4, κάτι που έγινε στις αρχές του 2015).

Η προμήθεια αυτή ήρθε να προστεθεί σε τρείς προηγούμενες προμήθειες απόκτησης πυρομαχικών. Συγκεκριμένα: (α) Το 2005 αποκτήθηκαν 5.000 πυρομαχικά DM-33A2 στο πλαίσιο της «ενδιάμεση λύση» προμήθειας των 183 Leopard-2Α4. Πριν την παραλαβή τους υπέστησαν εργοστασιακή ανακατασκευή, ενώ σήμερα μεγάλος αριθμός έχει αναλωθεί σε εκπαιδευτικές βολές (β) Τον Μάιο του 2010 ο τότε Υπουργός Εθνικής Αμύνης, Ευάγγελος Βενιζέλος, ενέκρινε προμήθεια ύψους € 63.000.000, για 15.000 πυρομαχικών από τη Γερμανία και τις ΗΠΑ, εκ των οποίων 9.000 DM-63, 3.000 εκπαιδευτικά DM-12 και 3.029 μεταχειρισμένα M-830A1 (από τις ΗΠΑ). Η δωρεάν παραχώρηση των M-830A1 αποφασίστηκε το 2011 και παρελήφθησαν τον Μάιο του 2012, αφού πρώτα επιθεωρήθηκαν διότι είχε λήξει το όριο ζωής τους (πρόκειται για πυρομαχικά παραγωγής της περιόδου 1999-2000) (γ) Τον Φεβρουάριο του 2012 υπεγράφη σύμβαση, ύψους € 14.000.000, για την προμήθεια 5.218 DM-53A1 (πρόκειται για βλήματα DM-53 παραγωγής 2001-2002, τα οποία αναβαθμίστηκαν στο επίπεδο DM-53A1 την περίοδο 2006-2007) και 5.500 εκπαιδευτικών M-865 από τα αποθέματα του Ολλανδικού Στρατού (πρόκειται για γερμανικά DM-38, που έχουν κατασκευαστεί στις ΗΠΑ). Το σύνολο των πυρομαχικών παρελήφθησαν τον Σεπτέμβριο του 2014. Τέλος, σε εκκρεμότητα, αν όχι ακύρωση, παραμένει το πρόγραμμα συμπαραγωγής 30.360 πυρομαχικών, το οποίο εγκρίθηκε από το ΚΥΣΕΑ της 27ης Σεπτεμβρίου 2010.