Η Εθνική Ασφάλεια έχει κυρίως δύο άξονες: Την αποτροπή και την άμυνα. Αποτροπή είναι η διασφάλιση με πολιτικά-διπλωματικά, στρατιωτικά και άλλα μέσα (στο σύνολό τους συνθέτουν την εθνική ισχύ) ότι ένα κράτος δεν θα εξαναγκαστεί στην παραχώρηση κυριαρχικών του δικαιωμάτων υπό την απειλή πολέμου. Η υποστήριξη των κυριαρχικών δικαιωμάτων με στρατιωτικά μέσα-σε περίπτωση απώλειας της αποτροπής-συνιστά την άμυνα. Στη βάση αυτή, το ελληνικό στρατηγικό δόγμα ήταν και παραμένει καθαρά αμυντικό.
Γράφει ο ΑΛΞΑΝΔΡΟΣ ΜΑΛΛΙΑΣ για το SL PRESS
Έχει ως κεντρικό άξονα την αποτροπή, η οποία υποστηρίζεται με το σύνολο της εθνικής ισχύος της χώρας και ιδιαίτερα με πολιτικοδιπλωματικά μέσα στη βάση του ευρωπαϊκού πολιτικού και νομικού κεκτημένου, καθώς φυσικά και με την στρατιωτική ισχύ. Συγκεκριμένα, το ελληνικό στρατηγικό δόγμα, όπως προκύπτει από την μέχρι σήμερα ακολουθούμενη πρακτική, είναι αμυντικό και διπλωματικό.
Είναι αμυντικό, επειδή χαρακτηρίζεται από τη βούληση και την ικανότητά μας να προστατεύσουμε τον εθνικό μας χώρο και την κυριαρχία μας επ’ αυτού. Κινείται σε δύο επίπεδα: Το πολιτικό-διπλωματικό και το στρατιωτικό-επιχειρησιακό. Ο πολιτικός και διπλωματικός παράγων διαμορφώνει και προωθεί τις θέσεις που επιβάλλουν τα συμφέροντά μας. Τα εθνικά συμφέροντα είναι μεν μόνιμα, αλλά δεν σημαίνει ότι έχουν πάντοτε την ίδια ιεράρχηση και ένταση στον χρόνο. Άλλωστε, η ιεράρχηση εξαρτάται επίσης από τις περιφερειακές συνθήκες και τη μεταβολή των ισορροπιών συμφερόντων των μεγάλων παικτών.
Η δυνατότητά μας να προωθήσουμε το εθνικό μας συμφέρον συναρτάται ευθέως και άμεσα, πέρα των άλλων, με την κοινωνική και πολιτική συνοχή. Η επισήμανση αυτή έχει βαρύνουσα σημασία για την Ελλάδα λόγω της κοινωνικής και πολιτικής κρίσης. Η οικονομική κρίση είναι το σύμπτωμα και η εκδήλωση των βαθύτερων και μονιμότερων εστιών κρίσεων. Οι εστίες αυτές, παρά την οικονομική καταστροφή που έχουμε υποστεί, δεν φαίνεται να έχουν εκλείψει. Σοβαρότερη ακόμη είναι η κοινή διαπίστωση ότι το πολιτικό σύστημα δεν δείχνει σημεία ωρίμανσης, κυρίως δεν υπάρχει η αίσθηση της σημασίας συνεργασίας για το παρόν και το μέλλον.
Οι πολιτικοί μας ταγοί εξακολουθούν να θεωρούν ο ένας μετά τον άλλο εαυτούς δικαιωμένους από τις εξελίξεις. Ταυτόχρονα, όμως, εξακολουθεί να κυριαρχεί η αντιπαράθεση ως προς το ποιος έχει τη μεγαλύτερη ευθύνη για τη σημερινή κατάσταση και τα αδιέξοδα, στα οποία έχει περιέλθει η χώρα. Απουσιάζει, δυστυχώς, η απολύτως αναγκαία για την αντιμετώπιση συνθηκών κρίσης πολιτική συνεννόηση και κοινωνική συνοχή.
Κινήσεις πριν το κατώφλι της σύγκρουσης
Η πειθώ και η αξιολόγηση της ισχύος μιας χώρας δεν εξαντλείται μόνο στις αποφάσεις, τις οποίες θα λάβει σε στιγμές κλιμάκωσης και κορύφωσης μιας κρίσης, που υποχρεώνουν και απαιτούν ως ύστατο και αναπόφευκτο μέσο την προσφυγή και στην στρατιωτική εμπλοκή.
Η αποτροπή, ο περιορισμός, η ανάσχεση και η ανταπόδοση πρέπει να αποτελούν το πλαίσιο της αμυντικής μας πολιτικής έναντι της Τουρκίας. Οι δύο πρώτοι όροι χρησιμοποιήθηκαν για τη διαμόρφωση του Δόγματος των ΗΠΑ έναντι της Σοβιετικής Ένωσης στον Ψυχρό Πόλεμο.
Τότε, είχαμε την ανταγωνιστική συνύπαρξη των δυο πυρηνικών υπερδυνάμεων που αναγκαστικά είχαν κινηθεί στον αμοιβαίως οριζόμενο και επιτρεπόμενο χώρο που τοποθετείται σε ένα σύνολο μεταξύ «καρότου και μαστιγίου». Όσο και αν ακούγεται παράξενο, αυτό το πεδίο αντιπαράθεσης και ανταγωνισμού μεταξύ των δύο πυρηνικών υπερδυνάμεων, μεταξύ ΝΑΤΟ και Συμφώνου της Βαρσοβίας, ήταν γεωγραφικά προσδιορισμένο στην Ευρώπη. Η μετάβαση από τον Ψυχρό Πόλεμο στην «ύφεση» και στη συνεργασία, όπως επικυρώθηκε από την Τελική Πράξη του Ελσίνκι, τον Αύγουστο του 1975.
Η αποτροπή, ο περιορισμός και η ανάσχεση-με την ευρεία έννοια-είναι αρχές αναπόφευκτες και αναγκαίες. Δεν είναι, όμως ,αποτελεσματικές εφόσον χρησιμοποιούνται μόνο όταν βρεθούμε στο κατώφλι της σύγκρουσης. Περιορισμός και ανάσχεση του αντιπάλου –όροι διαφορετικοί μεταξύ τους– σημαίνει, ή πρέπει να σημαίνει, επίσης και την σταδιακή και προοδευτική προβολή εμποδίων, ώστε να μην επαναλαμβάνει καθημερινά τις επιθετικές του ενέργειες. Δεν περιορίζονται, λοιπόν, μόνο στον αμυντικό-επιχειρησιακό τομέα. Πριν φτάσουμε εκεί, θα πρέπει να έχουμε σχεδιασμένο πίνακα πολιτικών και διπλωματικών δράσεων.
Κατευνασμός στο όνομα της ειρηνικής επίλυσης
Σωρευτικά, λοιπόν, τα στοιχεία αυτά θα πρέπει να αποτελούν υποσύνολο της σταθερής εθνικής πολιτικής την οποία, παρά τις επιμέρους διαφοροποιήσεις, έχουν ακολουθήσει όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις. Η πολιτική αυτή συνίσταται στις συνεχείς προσπάθειες κατευνασμού, συνεννόησης, συνεργασίας και διαλόγου-στη βάση του διεθνούς δικαίου-με την Τουρκία, με βάση την αρχή της ειρηνικής επίλυσης των διαφορών.
Η Ελλάδα κατά κανόνα προτάσσει το διεθνές δίκαιο πρωτογενές και παράγωγο. Η Τουρκία κατά παράδοση, επίσης, ήδη από το 1973, προτάσσει τη βία και τη συνειδητή απειλή πολέμου σε ποικίλους τόνους και με διαφορετικά κατά περίοδο χρώματα και αποχρώσεις.
Ως εφικτή επιλογή μας εφαρμόζεται η πολιτική της υπομονής και επιμονής. Κάποιοι την ονομάζουν «στρατηγική υπομονή και ψυχραιμία».
Η γενικευμένη κατάσταση απώλειας ψυχραιμίας των ηγητόρων της Τουρκίας, η έλλειψη θεσμικού πολιτικού αντίβαρου και δημοκρατικού αντίλογου στη γειτονική μας χώρα και η ψυχολογική ετοιμότητα του προέδρου Ερντογάν να κάνει ακόμη και την πιο απρόβλεπτη κίνηση, προκειμένου να πετύχει τους προσωπικούς του πολικούς στόχους, επιβάλλει την εξάντληση όλων των υπαρκτών διαύλων επικοινωνίας μας με την Τουρκία. Θεωρώ χρήσιμη και σκόπιμη την άμεση και συνεχή επικοινωνία στο υψηλότερο πολιτικό επίπεδο. Ειδικά, στην περίοδο αυτή που από τη δική μας πλευρά απαιτείται αποφασιστικότητα συνάμα δε ηρεμία και σύνεση.
Η στρατιωτική εμπλοκή
Η στάση μας δεν είναι δυσνόητη και περίπλοκη. Η στρατιωτική εμπλοκή δεν ήταν και δεν είναι επιλογή της Ελλάδος. Εάν όμως καταστεί αναπόφευκτη με πρωτοβουλία της γειτονικής Τουρκίας, η Ελλάδα διαθέτει τη θέληση και την επιχειρησιακή ετοιμότητα να απαντήσει. Πέραν των όσων αναφέρθηκαν ήδη, καλόν είναι να προσθέσουμε επίσης και την αρχή της αναλογικότητας, η οποία φαίνεται ότι διέπει τη δέσμη των δικών μας απαντήσεων στις καθημερινές επιθετικές οχλήσεις και ενέργειες των Τούρκων στο Αιγαίο και στην Κύπρο.
Ας σημειώσουμε, όμως, ότι η επίκληση της εν λόγω αρχής δεν είναι απολύτως ακριβής. Αναλογικότητα σημαίνει ανάλογη με την πρόκληση απάντηση. Αναχαιτίζουμε μεν τις επιχειρήσεις του αντιπάλου στο καθημερινό αεροναυτικό θέατρο επιχειρήσεων στο Αιγαίο, αλλά δεν προβαίνουμε σε παραβιάσεις του τουρκικού εναερίου χώρου. Η αρχή της αναλογικότητας ως θέση αφορά κυρίως στην ευέλικτη αντίδραση στη διάρκεια μιας κρίσης με πολιτικό στόχο την επίτευξη ανταπόδοσης αντίστοιχης με την εχθρική ενέργεια, ώστε το πολιτικό αποτέλεσμα να ακυρώνει κάθε προσπάθεια επιβολής τετελεσμένων.
Η συμμετρία και η αναλογία υπάρχουν, ισορροπούν θα έλεγα καλύτερα, μεταξύ ισοδύναμων. Ή έστω μεταξύ δυο παικτών ενός παιγνίου, οι οποίοι θεωρούν ότι έχουν ίσες ευκαιρίες προώθησης και εν τέλει επιβολής των θέσεών τους. Ο θεωρούμενος ότι αντιδρά αμυντικά κατ’ αναλογία, έχει παγιωμένα και προβλέψιμα κατά τεκμήριο αντανακλαστικά.