Την ώρα που ο Τούρκος πρόεδρος Tαγίπ Ερντογάν προειδοποιεί τις ΗΠΑ μέσω του άρθρου του στους «New York Times» ότι η χώρα του διαθέτει και «εναλλακτικές» γεωπολιτικές επιλογές, και που οι οπαδοί του εμφανίζονται στους δρόμους να καίνε συμβολικά αμερικανικά δολάρια, το ερώτημα του αντιαμερικανισμού της τουρκικής κοινής γνώμης αποκτά ξεχωριστή επικαιρότητα.
Γράφει ο ΚΩΣΤΑΣ ΡΑΠΤΗΣ για το CAPITAL
Σύμφωνα με δημοσκόπηση που διενήργησε το πανεπιστήμιο Kadir Has της Κωνσταντινούπολης, οι Τούρκοι πολίτες σε ποσοστό 60% κατονομάζουν τις ΗΠΑ ως απειλή. Αντίθετα η Ρωσία αντιμετωπίζεται πλέον με περισσότερο θετικό πνεύμα.
Πρόκειται ασφαλώς για μέγα παράδοξο, αν κρίνουμε από το γεγονός ότι η γειτονική χώρα αποτελεί εδώ και 66 χρόνια μέλος του ΝΑΤΟ και μάλιστα διατηρεί τον δεύτερο μεγαλύτερο στρατό της Συμμαχίας.
Σύμφωνα με τον αρθρογράφο Γκεκχάν Μπατζίκ του «Ahval News», ο τουρκικής κοπής αντιαμερικανισμός δεν προκύπτει από αριστερές ή ισλαμιστικές ιδεολογικές τοποθετήσεις, ακόμα και αν σε ρητορικό επίπεδο ενσωματώνει στοιχεία και από τις δύο πλευρές, παρά αποτελεί κατά βάθος δημιούργημα των πολιτικών ελίτ για την εξυπηρέτηση της ατζέντας τους στην εξωτερική πολιτική.
Με άλλα λόγια, ο αντιαμερικανισμός στην Τουρκία πρωτίστως αποτελεί αντανάκλαση της κρατικής πολιτικής και καλλιεργείται άνωθεν, όποιες και αν είναι οι τυχόν αυτοτελείς κοινωνικές του βάσεις. Άλλωστε, η καχεξία της κοινωνίας των πολιτών στην Τουρκία αφήνει στο κράτος το μονοπώλιο της διαμόρφωσης της κοινής γνώμης ιδίως στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής.
Το κράτος, επιμένει ο Μπατζίκ, πάντοτε υπαγορεύει στους Τούρκους ποιους να αγαπούν και ποιους να μισούν: αυτό αποτελεί μία σταθερή παράδοση της νεώτερης Τουρκίας.
Το πραγματικό ερώτημα λοιπόν είναι από πού αντλούν οι τουρκικές ελίτ την ελευθερία να καλλιεργούν μία σκληρή εκδοχή αντιαμερικανισμού και στην εσωτερική πολιτική τους.
Ο κυριότερος λόγος, κατά τον Μπατζίκ είναι ότι αυτό αποτέλεσε μία επιλογή χαμηλού κόστους στη μεταψυχροπολεμική περίοδο.
Από τις εντάσεις που προέκυψαν στις τουρκο-αμερικανικές σχέσεις τις τελευταίες τρεις δεκαετίες καμία δεν έφτασε στο σημείο που παρατηρούμε τώρα με την επιβολή κυρώσεων εναντίον Τούρκων υπουργών ή δασμών στις εισαγωγές χάλυβα από την Τουρκία στις ΗΠΑ.
Λόγου χάρη, ούτε η άρνηση της τουρκικής εθνοσυνέλευσης το 2003 να επιτρέψει τη διέλευση αμερικανικών στρατευμάτων από την Τουρκία για τις ανάγκες του πολέμου στο Ιράκ, ούτε η επιδείνωση των σχέσεων με το Ισραήλ από το 2009 και εξής σηματοδότησαν κάποια αθεράπευτη κρίση με την Ουάσιγκτον.
Η αμερικανική αυτή η επιείκεια εξηγείται από το γεγονός ότι η αμερικανική πλευρά δεν αισθάνεται ζωτική απειλή από μία περιφερειακή δύναμη σαν την Τουρκία. Αντίθετα, επιδεικνύει κάθε φορά υπομονή, προκειμένου να μην ρισκάρει τη διαφυγή της γειτονικής χώρας από το δυτικό στρατόπεδο.
Με αυτή την έννοια, η απόφαση που ανακοινώθηκε προ δεκαημέρου για την επιβολή κυρώσεων εναντίον Τούρκων υπουργών συνιστά τομή. Μάλιστα ενώ τα αμερικανικά μέτρα συνιστούν πραγματική πολιτική κίνηση, τα τουρκικά αντίμετρα που ακολούθησαν δεν είναι παρά μία συμβολική εν πολλοίς κίνηση.
Στην πραγματικότητα, επί των ημερών του Ψυχρού Πολέμου και της κυριαρχίας στην Τουρκία των παλαιών κεμαλιστών ελίτ οι τριβές υπήρξαν κάποτε πολύ πιο σημαντικές (η επιβολή αμερικανικού εμπάργκο οπλισμού στην Τουρκία μετά την εισβολή στην Κύπρο είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα) από οτιδήποτε βίωσαν μέχρι πρότινος οι τωρινοί ιθύνοντες της Άγκυρας.
Ο Ερντογάν, ο οποίος τώρα κατακεραυνώνει τις «ξένες δυνάμεις» που τον επιβουλεύονται ίδρυσε το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης σε ανοιχτή συνεννόηση με την αμερικανική πρεσβεία και προβαλλόταν μέχρι περίπου το 2013 από τα μέσα ενημέρωσης των ΗΠΑ ως πρωτεργάτης ενός ισλαμοδημοκρατικού υποδείγματος από το οποίο θα μπορούσε να εμπνευστεί συνολικά η περιοχή.
Οι αντιαμερικανικές ρητορικές εξάρσεις των Τούρκων πολιτικών, όποτε αυτό τους ήταν χρήσιμο, προϋπέθεταν τα «ήρεμα νερά» που επικρατούσαν κατά βάθος στις διμερείς σχέσεις.
Με αυτή την έννοια, η υπόθεση Μπράνσον αποτελεί την πρώτη περίσταση κατά την οποία η τωρινή γενιά των Τούρκων κυβερνώντων έρχεται αντιμέτωπη με πραγματικό κόστος. Αλλά είναι και η πρώτη φορά που η Ουάσιγκτον μπορεί να δοκιμάσει την αποτελεσματικότητα ή μη των νέων όπλων που βγάζει από τη φαρέτρα της για να πειθαρχήσει την Τουρκία.