Με την επανεκλογή του Ρώσου Προέδρου Πούτιν δεδομένη και με μόνη αντίπαλο του την αποχή, αξίζει να γίνει μια σύντομη ανασκόπηση της εξωτερικής πολιτικής της Ρωσικής Ομοσπονδίας κατά την δεκαοχτάχρονη περίοδο κυριαρχίας του Βλάντιμιρ Πούτιν.

Του Δημοσθένη Δ. Δημόπουλου, Διεθνολόγος & Γεωπολιτικός Αναλυτής

Πηγή: HUFFPOST

Κύρια χαρακτηριστικά της ρωσικής εξωτερικής της πολιτικής του Προέδρου Πούτιν, είναι ο πραγματισμός, η ευελιξία, η ψυχρή λογική, πέρα από συναισθηματισμούς και στερεότυπα, εμμονές και αγκυλώσεις του παρελθόντος.

Οι βασικοί της άξονες είναι η προάσπιση των ρωσικών εθνικών συμφερόντων (η εδαφική ακεραιότητα, πρωτοκαθεδρία στο μετα-Σοβιετικό χώρο), η αύξηση της ρωσικής ισχύος, η ανάδειξη της ως «Μεγάλη Δύναμη» και η αξιοποίηση της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής με τέτοιο τρόπο ώστε να προωθεί και να υπηρετεί την ευημερία των Ρώσων πολιτών. Η οικονομική και ενεργειακή διπλωματία διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στην εξωτερική πολιτική του Προέδρου Πούτιν. Η οικονομική εξάπλωση είναι στενά συνδεδεμένη με την πολιτική επιρροή. Η Μόσχα χρησιμοποιεί την οικονομική της ισχύ, αλλά και την ενέργεια πολλές φορές ως εργαλείο πειθαναγκασμού και άσκησης πολιτικής επιρροής προς το εγγύς εξωτερικό.

Ο Πρόεδρος Πούτιν, κατά την αρχική περίοδο της εξουσίας του, επιχείρησε να απαλλάξει την Ρωσία από τα προβλήματα που κληρονόμησε από τον προκάτοχό του. Συγκεκριμένα, τον κίνδυνο εδαφικής αποσύνθεσης, την εξαιρετικά άσχημη κατάσταση της οικονομίας, την τεράστια επιρροή των «ολιγαρχών» στο πολιτικό γίγνεσθαι, το περιρρέον αίσθημα ανομίας και χάους και την περιθωριοποίηση της Ρωσίας στο διεθνές περιβάλλον, ιδιαίτερα μετά την χρεοκοπία του 1998.

Ο Ρώσος Πρόεδρος σταθεροποίησε την οικονομία με την επίτευξη οικονομικών και εμπορικών συμφωνιών με την Δύση και άλλες χώρες, εκμεταλλευόμενος ταυτόχρονα τη μεγάλη αύξηση των τιμών του πετρελαίου και του φυσικού αερίου. Αφού σταθεροποίησε την οικονομία και ισχυροποίησε την θέση του στο εσωτερικό, ο Πούτιν προσπάθησε να αυξήσει την ρωσική επιρροή στο εγγύς εξωτερικό και στην συνέχεια σε όλο τον κόσμο· και επεδίωξε την ανάδειξη της Ρωσίας ως μεγάλη δύναμη. Η επιστροφή της Ρωσίας στην ομάδα των ισχυρότερων και σημαντικότερων κρατών, δεν αποτελεί όραμα και στόχο μονάχα του ίδιου του Πούτιν, αλλά και επιταγή της ρωσικής κοινωνίας, που βίωσε την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και την περιθωριοποίηση της πατρίδας τους κατά την περίοδο Γιέλτσιν, την ώρα που το βιοτικό τους επίπεδο καταβαραθρωνόταν.

Η περίοδος Πούτιν μπορεί να διαχωριστεί σε τέσσερις υποπεριόδους κατά τις οποίες σταδιακά διαφοροποιείται, τόσο η εσωτερική, όσο και η εξωτερική πολιτική του Ρώσου ηγέτη. Η πρώτη υποπερίοδος ξεκινά από την ανάληψη της Πρωθυπουργίας τον Αύγουστο του 1999 και διαρκεί περίπου μέχρι το τέλος του 2004. Σε αυτό το πρώτο χρονικό, στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής κυριαρχούν τρεις βασικοί άξονες: η ισχυροποίηση της θέσης της Ρωσίας – μέσα από τη διεθνή συνεργασία και την οικονομική ανάπτυξη-, η διατήρηση του statusquo και η μη αμφισβήτηση της Αμερικανικής υπεροχής. Η Ρωσία συμμετέχει ενεργά στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας, στα πλαίσια του οποίου εντάχθηκε και ο 2ος Πόλεμος της Τσετσενίας, και ο Ρώσος Πρόεδρος θα οικοδομήσει μια στενότατη σχέση με τον Αμερικανό Πρόεδρο Μπους, μέχρι την ρήξη που θα επέλθει αργότερα εξαιτίας της αμερικανικής εισβολής στο Ιράκ.

Ο διχασμός της δυτικής συμμαχίας, λόγω της εισβολής στο Ιράκ, θα ενισχύσει την ήδη εν εξελίξει προσπάθεια σύσφιξης των σχέσεων της Ρωσίας με τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Ιδιαίτερη έμφαση θα δοθεί στην βελτίωση των σχέσεων με την Ισπανία και την Πορτογαλία -μέσω πρωτοβουλιών του τότε Υπ. Εξωτερικών Ιβανόφ που στο παρελθόν είχε διατελέσει Πρέσβης σε αυτές-, ενώ ο Ρώσος Πρόεδρος θα επικεντρώσει την προσπάθειες του στην σύσφιξη των σχέσεων με τις δύο ισχυρότερες χώρες της Ε.Ε., την Γαλλία και την Γερμανία.

Η δεύτερη περίοδος (2005-2008) χαρακτηρίζεται από μια εντονότερη, πιο επιθετική εξωτερική πολιτική κυρίως προς τις πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες, καθώς η Ρωσία επιχειρεί να αυξήσει την επιρροή της στο εγγύς εξωτερικό και να καταστεί μια περιφερειακή υπερδύναμη. Επίσης, η Μόσχα συνεχίζει να αναγνωρίζει την Αμερικανική κυριαρχία, αλλά παύει να αποδέχεται την ηγεμονία της. Η Ρωσία συνεχίζει να επιδιώκει στενές σχέσεις συνεργασίας με την Δύση, ενώ ταυτόχρονα δεν διστάζει να συγκρουστεί μαζί της όταν τα ζωτικά της συμφέροντα απειλούνται (επέκταση του ΝΑΤΟ και αμερικανική αντιβαλλιστική ασπίδα, κρίση στην Οσσετία και Αμπχαζία το 2008). Αυτήν την περίοδο η Ρωσία δημιουργεί εναλλακτικές, προς την Δύση, σχέσεις συνεργασίας με άλλες χώρες όπως η Κίνα, η Ινδία, η Βραζιλία, δίνοντας μεγάλη έμφαση στα B.R.I.C.S., στον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης και στην τότε Ευρασιατική Τελωνειακή Ένωση που την επόμενη περίοδο θα μετεξελιχθεί στην Ευρασιατική Οικονομική Ένωση.

Η τρίτη περίοδος (2009-2011) αναφέρεται στην περίοδο της αποτυχημένης προσπάθειας επαναπροσέγγισης της Ρωσίας με τις ΗΠΑ. Οι δύο νέοι Πρόεδροι Μεντβέντεβ και Ομπάμα επιχείρησαν να βελτιώσουν τις σχέσεις των δύο χωρών με μια σειρά συμφωνιών, όπως αυτήν για την μείωση των πυρηνικών όπλων, την απόφαση του Προέδρου Ομπάμα να σταματήσει, προσωρινά την εγκατάσταση της αμερικανικής αντιβαλλιστικής ασπίδας στην Αν. Ευρώπη, την επιβολή κυρώσεων στο Ιράν και την αρωγή της Αμερικής στην ενταξιακή πορεία της Ρωσίας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου. Η επαναπροσέγγιση όμως δεν διήρκεσε για πολύ. Ήδη από τα μέσα του 2010, οι σχέσεις αρχίζουν να επιδεινώνονται με την σύλληψη δέκα Ρώσων κατασκόπων λίγες μέρες μετά την επίσκεψη του Προέδρου Μεντβέντεβ στην Ουάσιγκτον.

Η τέταρτη περίοδος (2011-σήμερα) σηματοδοτείται από μια σειρά γεγονότων που θα αποτελέσουν το εφαλτήριο μιας περιόδου περισσότερο συγκρουσιακής με την Δύση, όπου η Ρωσία σε συνεργασία με την Κίνα, κυρίως σε επίπεδο Ηνωμένων Εθνών και διπλωματίας σε πολλά θέματα, θα επιδείξει μια ακόμα πιο επιθετική εξωτερική πολιτική και θα επιδιώξει την δημιουργία εναλλακτικών συνασπισμών ως προς τις ΗΠΑ και την Δύση, έχοντας ως κύριο γνώμονά της, τη δημιουργία μια νέας τάξης πραγμάτων, ένα πολυπολικό κόσμο που θα βασίζεται σε ένα «κονσέρτο μεγάλων δυνάμεων» στα πρότυπα του Ευρωπαϊκού συστήματος ισορροπιών ισχύος του 19ου αιώνα. Τα γεγονότα που αναφέρθηκαν παραπάνω είναι:

Μια σειρά διαδηλώσεων κατά του Πούτιν μετά τις κοινοβουλευτικές εκλογές του 2011, οι οποίες θεωρούνται από το Κρεμλίνο ως υποκινούμενες από την Δύση και πιο συγκεκριμένα από τις ΗΠΑ, με σκοπό την εκδήλωση μια έγχρωμης επανάστασης στη Ρωσία.

Η στρατιωτική επέμβαση του ΝΑΤΟ στην Λιβύη και η εκθρόνιση του Συνταγματάρχη Καντάφι από την εξουσία, ενέργειες που, σύμφωνα με την Μόσχα και το Πεκίνο, δεν εξουσιοδοτούνταν από την απόφαση 1973 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Μάλιστα, οι εξελίξεις στην Λιβύη προκάλεσαν τριγμούς και ένταση στις σχέσεις Μεντβέντεβ – Πούτιν, με αποτέλεσμα ο πρώτος να παραιτείται κάθε ελπίδας διεκδίκησης μιας δεύτερης θητείας.

Η εξάπλωση των αραβικών εξεγέρσεων στην Συρία -όπου βρίσκεται η τελευταία στρατιωτική βάση της Ρωσίας έξω από τον πρώην Σοβιετικό χώρο- και η προσπάθεια ανατροπής του φιλο-ρωσικού καθεστώτος του Άσαντ.

Το πραξικόπημα στην Ουκρανία και η αποπομπή του Προέδρου Γιανουκόβιτς, καθώς και οι μετέπειτα εξελίξεις στην Ουκρανία.

Τα γεγονότα αυτά, θορύβησαν την Μόσχα, η οποία έβλεπε μια αυξανόμενη διάθεση των ΗΠΑ να εμπλέκεται στις εσωτερικές υποθέσεις άλλων κρατών με σκοπό την αλλαγή των καθεστώτων που βρίσκονταν στην εξουσία και την αντικατάσταση τους από άλλα πιο φίλα προσκείμενα προς την Ουάσιγκτον. Το Κρεμλίνο – θεωρώντας ότι αυτή η πολιτική των ΗΠΑ απειλεί την επιρροή της Μόσχας σε διάφορες χώρες στον κόσμο και ιδιαίτερα στον μετα-σοβιετικό χώρο, την Μέση Ανατολή, αλλά και την ίδια την Ρωσία-, αναγκάζεται να ακολουθήσει μια άκρως επιθετική και συγκρουσιακή πολιτική προς την Δύση και τις ΗΠΑ. Η πολιτική αυτή θα μεταφραστεί στην defacto προσάρτηση της Κριμαίας, την δημιουργία μια παγιωμένης κατάστασης αστάθειας στην Ουκρανία, την στρατιωτική εμπλοκή της Ρωσίας στην Συρία και μια προσπάθεια επηρεασμού της κοινής γνώμης σε διάφορες χώρες, πρακτική αντίστοιχη με αυτήν που για πολλά χρόνια ασκούν οι χώρες τις Δύσεις.

Δύσκολα κάποιος θα μπορέσει να αμφισβητήσει το γεγονός ότι ο Πρόεδρος Πούτιν είναι το σημείο αναφοράς στην ρωσική πολιτική σκηνή και η μεγάλη επιρροή του στην διαμόρφωση της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής είναι αποδεκτή από την πλειοψηφία των υπόλοιπων εσωτερικών πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών δρώντων. Αυτό δεν αναμένεται να αλλάξει σύντομα, εφόσον οι επιλογές του Ρώσου Προέδρου συνεχίσουν να θεωρούνται, από τον ρωσικό λαό, ρεαλιστικές, επιτυχημένες και πως προάγουν την εικόνα μιας Ρωσικής Ομοσπονδίας που είναι ένα ισχυρό και ανεξάρτητο μέλος ενός διεθνούς πολυπολικού συστήματος και μια μεγάλη δύναμη, παγκόσμιας εμβέλειας που θα κυριαρχεί στον πρώην Σοβιετικό χώρο.

Η ρωσική κοινωνία, καθ’ όλη τη διάρκεια της κυριαρχία του Βλάντιμιρ Πούτιν, διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στους υπολογισμούς του Προέδρου και επηρεάζει τις επιλογές του, αν όχι πάντα ως προς την διαμόρφωση της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής του Κρεμλίνου, αλλά ως προς τα αποτελέσματα που αυτή πρέπει να έχει. Η ρωσική κοινωνία δεν επηρεάζει, σε μεγάλο βαθμό, το ποιες θα είναι οι επιλογές και οι αποφάσεις που θα πάρει ο ένοικος του Κρεμλίνου, αλλά έχει την απαίτηση τα αποτελέσματά των επιλογών του, να είναι θετικά και να προάγουν τα ρωσικά εθνικά συμφέροντα. Ο Ρώσος Πρόεδρος γνωρίζει πως για όσο χρονικό διάστημα οι αποφάσεις και οι χειρισμοί του στην εξωτερική πολιτική και τα διεθνή ζητήματα, είναι ρεαλιστικοί, έχουν θετικά αποτελέσματα και ενισχύουν τον ρόλο και το κύρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας στο διεθνές σύστημα, θα έχει την στήριξη του ρωσικού λαού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τόσο το γεγονός ότι η επανεκλογή Πούτιν θεωρείται βέβαια, όσο και τα υψηλότατα ποσοστά δημοτικότητας του, τα οποία έφτασαν το 87% κατά την διάρκεια της κρίσης στην Ουκρανία, αλλά καθώς και το ότι αυτά παραμένουν υψηλά παρά τις οικονομικές κυρώσεις και την δαπανηρή εμπλοκή της Ρωσίας στον πόλεμο στην Συρία.