Ζήτημα ημερών είναι, με βάση τους υπολογισμούς της Αθήνας, η ανάρτηση από τη Διεύθυνση Ωκεάνιων Υποθέσεων και Δικαίου της Θάλασσας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) των συντεταγμένων θαλάσσιας δικαιοδοσίας που ορίζει το τουρκολιβυκό μνημόνιο, το οποίο υπεγράφη στις 27 Νοεμβρίου 2019 από την Αγκυρα και την κυβέρνηση του Φαγέζ αλ Σαράζ στην Τρίπολη.

Γράφει ο Βασίλης Νέδος για τη ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Η ανάρτηση αποτελεί την τελευταία πράξη με βάση την οποία ο χάρτης οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών Τουρκίας – Λιβύης, που περιλαμβάνεται ως παράρτημα στο μνημόνιο κατανόησης που υπέγραψαν Αγκυρα και Τρίπολη, αποκτά χαρακτήρα επίσημου εγγράφου στις βάσεις δεδομένων του ΟΗΕ. Η σχετική, απολύτως αναμενόμενη εξέλιξη προκαλεί ευλόγως ανησυχία στην Αθήνα, η οποία και προετοιμάζεται για τις επιπτώσεις που κάτι τέτοιο θα μπορούσε να έχει.

Από την Τουρκία έχει διαμηνυθεί σε αρκετά επίπεδα από ανώτερους και ανώτατους αξιωματούχους ότι η ανάρτηση των χαρτών από τον ΟΗΕ ουσιαστικά θα αποτελέσει και την επισημοποίηση του μνημονίου για τις θαλάσσιες ζώνες, κάτι που εν συνεχεία αποδεσμεύει την Αγκυρα για πραγματοποίηση ερευνών σε αυτές. Είτε πρόκειται για έρευνες που θα πραγματοποιηθούν στη θεωρούμενη (με βάση το μνημόνιο) ως τουρκική αποκλειστική οικονομική ζώνη (ΑΟΖ) είτε σε εκείνη που θεωρείται ως λιβυκή και θα μπορούσε να αδειοδοτηθεί στην Τουρκική Εταιρεία Πετρελαίου (ΤΡΑΟ) γι’ αυτόν τον σκοπό.

Με βάση τις γεωγραφικές ακροβασίες στις οποίες έχει προχωρήσει η Αγκυρα προκειμένου να κατορθώσει να επιτύχει τη συνάντηση της τουρκικής με τη λιβυκή ΑΟΖ σε ένα σύνορο μόλις 29,7 χιλιομέτρων, το νησί της Κρήτης έχει περιορισμένη επήρεια, η Κάσος, η Κάρπαθος και η Ρόδος την ελάχιστη δυνατή και μικρότερα νησιά, όπως το Καστελλόριζο, εντελώς ανύπαρκτη επήρεια. Αντιθέτως, προκειμένου να επιτευχθεί η οριοθέτηση αυτή, έχουν χρησιμοποιηθεί τουρκικές ακατοίκητες βραχονησίδες, στις οποίες και έχει αποδοθεί πλήρης επήρεια για τον καθορισμό ΑΟΖ.

Η Αθήνα ήδη έχει προσπαθήσει στο ανώτατο δυνατό διπλωματικό επίπεδο να καταδείξει τις τεχνικές αυτές ακροβασίες στις οποίες έχει προχωρήσει η Αγκυρα, δεδομένου ωστόσο ότι το τουρκολιβυκό μνημόνιο αποτελεί μια διμερή συμφωνία ανάμεσα σε δύο διεθνώς αναγνωρισμένες κυβερνήσεις, τα πραγματικά πολιτικά αποτελέσματα που μπορεί να επιτύχει είναι περιορισμένα. Με βάση, λοιπόν, αυτή τη διόλου ευοίωνη επικείμενη εξέλιξη, η Αθήνα σχεδιάζει τις επόμενες κινήσεις της. Αύριο ξεκινά στην Αθήνα ο τεχνικός διάλογος σε στρατιωτικό και διπλωματικό επίπεδο για τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης (ΜΟΕ) ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία.

Σε αυτό το πλαίσιο, όπως αποκάλυψε την Πέμπτη η «Κ», η Αθήνα ζητάει να ληφθούν μέτρα για καλύτερη επικοινωνία σε όλα τα επίπεδα (αεροπορία, σύνορα στον Εβρο και έλεγχος υποβρυχίων) προκειμένου να απομακρυνθεί ο κίνδυνος ατυχήματος από τη διαρκή στρατιωτική πίεση που ασκεί η Τουρκία. Δεν είναι τυχαίο το ότι, μόλις σε λίγες ημέρες, ενώ μάλιστα εκκρεμούσε η συνάντηση των υπουργών Εθνικής Αμυνας Νίκου Παναγιωτόπουλου και Χουλουσί Ακάρ στο περιθώριο της Συνόδου του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες, σημειώνονταν διαρκείς υπερπτήσεις σε νησιά του Ανατολικού Αιγαίου από την τουρκική αεροπορία.

Επίσης, ενώ μεταδιδόταν εικόνα μείωσης της έντασης, από την Αγκυρα επανερχόταν μονότονα ένα αίτημα το οποίο, ακόμα και αν το ήθελε, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης δεν θα μπορούσε να ικανοποιήσει: να πείσει τον πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας Νίκο Αναστασιάδη να διακόψει το πρόγραμμα ερευνών και γεωτρήσεων της Λευκωσίας εντός της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ της Κύπρου.

Το συγκεκριμένο αίτημα υποδηλώνει, μεταξύ άλλων, την αντίληψη που έχει αυτή την περίοδο η Αγκυρα σχετικά με τη δυνατότητα παρέμβασης της Αθήνας σε μια ξένη κυβέρνηση. Συχνά, για τους ιθύνοντες στην Αγκυρα, δεν γίνεται αντιληπτό ότι η σχέση Αθήνας – Λευκωσίας δεν είναι ανάλογη με εκείνη ανάμεσα στην Τουρκία και στα Κατεχόμενα.

Αυτή η κατάσταση οδήγησε σε αναγκαστικό «πάγο» τις συζητήσεις για συνάντηση σε πολιτικό επίπεδο και δη ανάμεσα στους υπουργούς Εξωτερικών Νίκο Δένδια και Μεβλούτ Τσαβούσογλου. Για την Αθήνα, τα βήματα πρέπει να είναι αναλογικά. Εφόσον παραχθούν κάποια αποτελέσματα από τις συζητήσεις για τα ΜΟΕ αυτή την εβδομάδα, θα ανοίξει ξανά ο δρόμος για νέα συνάντηση ανάμεσα στους αρμόδιους γενικούς γραμματείς των δύο υπουργείων Εξωτερικών.

Η προηγούμενη συνάντηση πραγματοποιήθηκε στις 10 Ιανουαρίου στην Αγκυρα, ανάμεσα στον γ.γ. του υπουργείου Εξωτερικών Θεμιστοκλή Δεμίρη και στον Τούρκο μόνιμο υφυπουργό Εξωτερικών Σεντάτ Ονάλ. Σύμφωνα με καλά πληροφορημένες πηγές, οι Τούρκοι έχουν μια εντελώς διαφορετική προσέγγιση, καθώς θεωρούν ότι η άμεση αναβάθμιση του διαλόγου σε υπουργικό επίπεδο θα μπορούσε να οδηγήσει σε ταχύτερες λύσεις.

Ωστόσο, πυρήνας του προβλήματος, όπως τον αντιλαμβάνεται η Αγκυρα, παραμένει η κατάσταση στην Κύπρο. Τις τελευταίες εβδομάδες, πάντως, η Λευκωσία δέχθηκε μηνύματα ουσιαστικής στήριξης όχι μόνο από την Αθήνα, αλλά και από το Παρίσι. Οπως αποκάλυψε η «Κ» την Παρασκευή, το αεροπλανοφόρο «Σαρλ ντε Γκωλ» παρέτεινε σιωπηλά την παραμονή του στην Ανατολική Μεσόγειο, αλλά και στην κυπριακή ΑΟΖ, παρά το γεγονός ότι όλες οι επίσημες ανακοινώσεις του γαλλικού Ναυτικού για την επιχείρηση «FOCH 2020» περιλάμβαναν τη διέλευση των Στενών του Σουέζ και περίπλου της Αραβικής Χερσονήσου.

Επρόκειτο για ένα εμφατικό μήνυμα προς την Αγκυρα, καθώς το «Σαρλ ντε Γκωλ», συνοδευόμενο μονίμως από τέσσερις φρεγάτες άλλων ευρωπαϊκών κρατών, πέρασε από το οικόπεδο 8, όπου πραγματοποιεί γεωτρήσεις το πλωτό γεωτρύπανο «Γιαβούζ», ουκ ολίγες φορές, όπως άλλωστε και από τα οικόπεδα 2, 3, 7, 10 και 12.

Στην Αθήνα γίνεται, επίσης, μια προσπάθεια ανάγνωσης της πραγματικής πολιτικής κατάστασης μέσα στην Τουρκία προκειμένου να διαπιστώσει αν μπορεί να εξελιχθεί ένα σενάριο προκήρυξης πρόωρων εκλογών από τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, το αργότερο το 2021. Σε δύο δημοσκοπήσεις που έχουν καταγραφεί, μια για λογαριασμό του Τ24 και μια της αξιωματικής αντιπολίτευσης του CHP, το κυβερνητικό κόμμα ΑΚΡ φαίνεται να αντέχει στις πιέσεις των κεμαλιστών, ωστόσο ο κ. Ερντογάν εμφανίζεται να υπολείπεται ως πρόσωπο που προτιμάται για τη θέση του προέδρου της Τουρκικής Δημοκρατίας έναντι του ανερχόμενου αστέρα και δημάρχου Κωνσταντινούπολης Εκρέμ Ιμάμογλου.

Βεβαίως, οι εκτιμήσεις αυτές γίνονται υπό την αίρεση της αξιοπιστίας αυτών των δημοσκοπήσεων, μάλιστα σε κλίμα πολύ αρνητικό για την κυβέρνηση Ερντογάν. Ενδειξη, πάντως, της κατάστασης είναι ότι, στη δημοσκόπηση του περασμένου Δεκεμβρίου στο T24 από την εταιρεία PIAR, οι μισοί υποψήφιοι ψηφοφόροι (48,2%) ιεραρχούσαν ως σημαντικότερο ζήτημα την οικονομία και την ανεργία.

Ο παράγων «συροτουρκική σύγκρουση»

Ενας επιπλέον παράγοντας, που καθιστά την ανάγνωση των προθέσεων της Τουρκίας το ερχόμενο χρονικό διάστημα λίγο πιο περίπλοκη, είναι η πρόσφατη επιδείνωση των σχέσεων Αγκυρας και Μόσχας, μετά και το ξέσπασμα της, ανοιχτής πια, συροτουρκικής σύγκρουσης στην περιοχή γύρω από το Ιντλίμπ.

Η Ουάσιγκτον ήδη έχει εκμεταλλευθεί τις τριβές προκειμένου να προσεγγίσει εκ νέου την Αγκυρα, ωστόσο στην παρούσα φάση δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι οι ΗΠΑ μπορεί να εμπλακούν περισσότερο στην υφιστάμενη κρίση, λόγω, σε σημαντικό βαθμό, και της εσωστρέφειας που επικρατεί στο αμερικανικό πολιτικό σύστημα ενόψει των προεδρικών εκλογών τον ερχόμενο Νοέμβριο. Ωστόσο, όλες οι επιλογές είναι στην πραγματικότητα στα χέρια του Ερντογάν.

Ο αριθμός των νεκρών Τούρκων στρατιωτών στο Ιντλίμπ είναι σημαντικός, ιδιαίτερα για μια κοινωνία η οποία αισθάνεται ολοένα και περισσότερο ότι η Αγκυρα δεν έχει να επιτύχει κάποιο στρατηγικό κέρδος από την παρουσία της εκεί.

Πηγή: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ